
Είναι και ηθοποιός, είναι και σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ. Η δεύτερη ιδιότητά της, ήδη από το 2003 με την ταινία «Θα Βγάλω Φτερά» και μετά με τις ταινίες της για το Τσουνάμι στην Ινδονησία και Σρι Λάνκα, κι αργότερα με ταινίες σαν τις «Νύμφες του Hindu Kush», το «Παίζοντας με τη Φωτιά» ή, πιο πρόσφατα, το «Γελώντας στο Αφγανιστάν», την ανέδειξε ως μια γυναίκα δημιουργό με θάρρος, αγάπη για την αλήθεια και ένα ασίγαστο ενδιαφέρον για τις σκοτεινές πλευρές των ανθρώπινων κοινωνιών.
Η Αννέτα Παπαθανασίου αυτή τη φορά, με το ντοκιμαντέρ της, «Η Τέχνη της Μνήμης», που έκανε πρεμιέρα στο πρόσφατο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και θα προβάλλεται από τις 5 Απριλίου στον Δαναό, δεν χρειάστηκε να κάνει ένα από τα παράτολμα ταξίδια της: έκανε το ταξίδι της μνήμης, στην τραγωδία του Ολοκαυτώματος. Οδηγός της, η καλλιτέχνης Αρτεμις Αλκαλάη, η οποία παρουσιάζει τα έργα της, αφηγείται την ιστορία της οικογένειάς της και εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους, συνειδητά ή ασυνείδητα, επεξεργάστηκε ανείπωτες οικογενειακές ιστορίες, το συλλογικό τραύμα και τη μνήμη του Ολοκαυτώματος.
Η ίδια η Αλκαλάη διηγείται την ιστορία της οικογένειάς της και ξεδιπλώνει τους τρόπους με τους οποίους τα τελευταία 30 χρόνια έχει διεργαστεί εικαστικά το συλλογικό τραύμα, τις αποσιωπημένες οικογενειακές ιστορίες και τη μνήμη της γενοκτονίας των Ελλήνων Εβραίων. Στον τελευταίο σταθμό αυτής της αναζήτησης, η Αλκαλάη συναντά τους τελευταίους εν ζωή Ελληνες Εβραίους επιζώντες των στρατοπέδων του Αουσβιτς και του Μπέργκεν-Μπέλζεν. Τους φωτογραφίζει και τους καταγράφει με την κάμερά της. Κατορθώνει να καταγράψει 67 μαρτυρίες Ελλήνων Εβραίων επιζώντων. Με διαφορετικά υλικά, μαριονέτες, καμβάδες, τσαλακωμένα υφάσματα, υφαντά, κόκκινες κορδέλες, φωτογραφίες και βίντεο-ιστορίες, η Αλκαλάη δημιουργεί έναν άυλο τόπο συνάντησης αγάπης και επούλωσης του τραύματος της τραγικής αυτής Ιστορίας που σημάδεψε ανεξίτηλα την ανθρωπότητα.
Με αφορμή την «Τέχνη της Μνήμης», η Αννέτα Παπαθανασίου μίλησε στο Flix για το πώς η τέχνη μπορεί να εξασφαλίσει τη διατήρηση της ιστορικής και συλλογικής μας ταυτότητας, για τη σημασία της ιστορικής μνήμης στο σύγχρονο κόσμο, αλλά και για την ανυπέρβλητη ανάγκη για αισιοδοξία. Διαβάστε παρακάτω όσα μας είπε και βρείτε στο τέλος του κειμένου πληροφορίες για την ταινία, τις προβολές της και τα πρόσωπα που θα πλαισιώσουν την καθεμιά με ενδιαφέρουσες συζητήσεις.
Πώς ήρθατε σε επαφή με το έργο της Αρτεμις Αλκαλάη και πώς την προσεγγίσατε;
Με την Αρτεμι ήμασταν συμμαθήτριες στο σχολείο και φίλες, έκαναν παρέα οι γονείς μας, οπότε γνωριζόμασταν από πολύ παλιά. Γνώριζα τη δουλειά της κι εκείνη τη δική μου, αλλά η σύζευξη έγινε χάρη στον παραγωγό Μίκη Μοδιάνο. Μίλησε η Αρτεμις μαζί του, εκείνος της πρότεινε εμένα κι η ιδέα ήρθε και για τις δυο μας ως έκπληξη, πώς δεν το είχαμε σκεφτεί εμείς πριν. Αμέσως συμφωνήσαμε – η Αρτεμις ήθελε κυρίως να δουλέψουμε πάνω στο καινούριο της έργο, «Ελληνες Εβραίοι Επιζώντες του Ολοκαυτώματος», για το οποίο έχει κάνει μια ολόκληρη έρευνα. Εκτός από φωτογράφιση, έχει κάνει και βιντεοσκοπήσεις, με τουλάχιστον 67 επιζώντες και επιζήσασες του Ολοκαυτώματος. Είναι μια πάρα πολύ μεγάλη δουλειά και σπάνια, γιατί οι περισσότεροι δεν ζουν πια. Ασχολείται μ’ αυτό πάνω από 12 χρόνια. Ομως εγώ, όταν συναντηθήκαμε, θεώρησα ότι έχει πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η εξέλιξη της δουλειάς, η ιστορία της Αρτεμις Αλκαλάη ως εικαστικού, πώς ξεκίνησε και πώς κατέληξε να κάνει αυτές τις βιντεο-ιστορίες.
Ξεκινώντας η ταινία θεωρεί κανείς ότι είναι το πορτρέτο μιας καλλιτέχνη, προχωρώντας συνειδητοποιεί ότι δεν είναι ένα ντοκιμαντέρ για την Αλκαλάη ούτε για την εβραϊκή κοινότητα στην Ελλάδα, αλλά τα δυο μαζί. Πώς προέκυψε και πώς διατηρήθηκε αυτή η ισορροπία;
Ο τίτλος της ταινίας είναι ακριβώς αυτό που μ’ ενδιέφερε, δηλαδή το πώς, μέσα από την τέχνη που, στην προκειμένη περίπτωση, είναι της Αρτεμις Αλκαλάη, διατηρείται η μνήμη. Επειδή εδώ ήταν πολύ απτό και συγκεκριμένο το παράδειγμα, ήταν πολύ ενδιαφέρον. Σε όλη της την τέχνη υπήρχε αυτό το στοιχείο, είτε ασχολήθηκε με ζωγραφική, είτε με υφαντά, με στάμπες, με τις μαριονέτες της, για εκείνη ήταν συγκεκριμένο και συνδεδεμένο με τη μνήμη του Ολοκαυτώματος ή του θανάτου του πατέρα της που ήταν συνυφασμένος με αυτά.
Ταυτιζόμαστε γιατί όλοι θέλουμε να γνωρίζουμε το παρελθόν μας, αλλά στη διάρκεια που έχουμε τους γονείς μας, τις γιαγιάδες, τους παππούδες μας, δεν σκεφτόμαστε να ρωτήσουμε περισσότερες λεπτομέρειες κι όταν χάνονται αναρωτιόμαστε κι είναι αργά.»
Ο πατέρας του πατέρα της είχε πεθάνει στο Αουσβιτς, ο πατέρας της έφερε σίγουρα το τραύμα, η μητέρα της ήταν «κρυμμένο παιδί», έτσι χαρακτηρίζονταν τα παιδιά που τα είχαν κρύψει και δεν τα είχαν μαζέψει να φύγουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οπότε, ενώ υπήρχε στην οικογένεια αυτή η σιωπή και τα παιδιά δεν μεγάλωσαν με τέτοιες αναμνήσεις, γιατί αυτά τα θέματα δεν συζητούνταν, το ανακάλυψε και το συναισθάνθηκε η Αρτεμις πολύ μεγαλύτερη. Εγώ, γνωρίζοντας τα έργα της, άρχισα να τη ρωτάω διάφορα πράγματα και με εντυπωσίασε τόσο πολύ η πορεία της, που θέλησα να κάνω αυτό ιστορία, δηλαδή το πώς ένα τραύμα μένει ακόμα και σε μια τρίτη γενιά και μπαίνει στην Τέχνη, που, όμως, βοηθάει όλο τον κόσμο να γνωρίσει κάτι. Μαθαίνοντας την Ιστορία, και στο σχολείο ακόμα, θεωρούμε πως έχει περάσει – όταν το βλέπεις και το ακούς όμως, αμέσως συνειδητοποιείς πως είναι κάτι ζωντανό. Το μόνο που προσπάθησα στην ταινία είναι ότι, επειδή εμένα δεν μ’ αρέσει να είναι μια ταινία που δεν μπορώ να αντέξω, να με πάει τόσο βαθιά που εγώ να μην μπορώ να δω τη συνέχεια, ήθελα να έχει οπωσδήποτε και κάτι αισιόδοξο. Ακόμα κι όταν βλέπουμε τους επιζώντες από αυτό το τραγικό γεγονός, να έχουν μια ζεστασιά, να τραγουδούν, να μιλάνε για αγάπη. Αισθάνεσαι ότι δεν είναι όλα χαμένα, υπάρχει κάποια αισιοδοξία κι εγώ θέλω να τη βγάζω στις ταινίες μου.
Μέσα στην ταινία η Αρτεμις μιλάει πάρα πολύ έντονα για τη μνήμη που χάνεται μαζί με τους ανθρώπους που φεύγουν. Λέει ότι κάποια στιγμή πέθανε μια θεία της και ξαφνικά συνειδητοποίησε πως δεν είχε μάθει τι είχε συμβεί στη ζωή της. Αυτό μας κάνει κι εμάς να ταυτιζόμαστε. Σκέφτηκα, να, εγώ πρόλαβα, ευτυχώς ο πατέρας μου μάς τα έγραψε αυτά που έχει ζήσει, αλλά η μητέρα μου δεν πρόλαβε. Ταυτιζόμαστε γιατί όλοι θέλουμε να γνωρίζουμε το παρελθόν μας, αλλά στη διάρκεια που έχουμε τους γονείς μας, τις γιαγιάδες, τους παππούδες μας, δεν σκεφτόμαστε να ρωτήσουμε περισσότερες λεπτομέρειες κι όταν χάνονται αναρωτιόμαστε κι είναι αργά.
Η ελληνική εβραϊκή κοινότητα ήταν και είναι ακόμα αρκετά «συγκαλυμμένη», ο αφανισμός της, μάλιστα, στον Β' Παγκόσμιο ήταν, λες, ένα καλά κρυμμένο μυστικό:ποτέ δεν διδάχτηκε στα σχολεία, ούτε συζητήθηκε ευρέως μέχρι αυτήν εδώ τη δεκαετία. Πώς θεωρείτε ότι η τέχνη (της Αλκαλάη, του ντοκιμαντέρ σας), βοηθά σ' αυτή την ευαισθητοποίηση;
Πράγματι κι εγώ ήξερα κάποια μόνο πράγματα, αλλά όταν μπήκα μέσα σ' αυτό το σύμπαν, ανοίχτηκε ένας καινούριος κόσμος. Και ο κόσμος της Τέχνης, στον οποίο δεν είχα εντρυφήσει, αλλά και της Ιστορίας. Ξέρουμε μια γενική πληροφορία, και οι μεγαλύτεροι και οι μικρότεροι, ξέρουμε τι συνέβη σε γενικές γραμμές. Πιστεύω ότι η Τέχνη βοηθάει πάρα πολύ κι ειδικά ο κινηματογράφος, το οπτικό. Φυσικά και η ζωγραφική, η γλυπτική. Αλλά το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι να καταφέρεις σ’ αυτές τις τέχνες να έρθει ο κόσμος. Γιατί αν δεν έρθει δεν θα κερδίσουμε τίποτα. Το ντοκιμαντέρ είναι μια δύσκολη τέχνη, όπως και τα εικαστικά. Είναι τέχνες που πρέπει να καταφέρεις να έρθει ο κόσμος και αν αφεθεί και θα μάθει και θα του αρέσει και θα μείνει κάτι πίσω. Γι’ αυτό είναι καλό να προσπαθούμε αυτή η τέχνη να μην κοιτά «αφ’ υψηλού» τους θεατές.
Πιστεύω ότι η Τέχνη βοηθάει πάρα πολύ να μάθει και να ευαισθητοποιηθεί ο κόσμος - κι ειδικά ο κινηματογράφος, το οπτικό. Φυσικά και η ζωγραφική, η γλυπτική. Αλλά το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι να καταφέρεις σ’ αυτές τις τέχνες να έρθει ο κόσμος. Γιατί αν δεν έρθει δεν θα κερδίσουμε τίποτα.»
Οταν κάνω ντοκιμαντέρ ως σκηνοθέτης, τα χειρίζομαι με αυτή την, ας πούμε, αθωότητα που έχω εγώ, που μπαίνω μέσα στις ιστορίες σαν παιδί. Θέλω να τα καταλαβαίνω όλα, και να τα εξηγώ όλα, να μπω μέσα σ’ αυτή την ιστορία και να μάθω, να ταυτιστώ, να συγκινηθώ και να πω, όχι, δεν πρέπει να ξαναγίνει κάτι τέτοιο ποτέ. Η ίδια η Αρτεμις λέει ότι η τέχνη της είναι αντιπολεμική, η ιδέα είναι αυτό που λέει κι ένας ήρωάς της, είμαι εδώ για να λέω ότι αυτό δεν πρέπει να ξαναγίνει, πρέπει να το θυμόμαστε, πρέπει να το μάθουν τα παιδιά όσο είναι δυνατόν. Αυτή είναι κι η δική μας ιδέα γι’ αυτή την ταινία. Οποιος μπορεί να μπει, βοηθάει, αλλά πρέπει να έρθει.
Ποια θεωρείτε ότι είναι η καλύτερη αντιμετώπιση ενός συλλογικού τραύματος από μια κοινωνία; Δεν συγκρίνω με το Ολοκαύτωμα προφανώς, αλλά βιώνουμε και τώρα πολυάριθμα και σημαντικά συλλογικά τραύματα, όπως ήταν η Πανδημία, το δυστύχημα των Τεμπών κτλ.
Οπως είναι και ο πόλεμος στην Ουκρανία και η Γάζα. Ο καθένας προσπαθεί με τον τρόπο του. Εχω τη δική μου ιδέα. Επειδή είμαι και ηθοποιός και ο ηθοποιός καλείται να παίξει σε ταινίες και σε παραστάσεις όπου δεν είναι «αρχηγός», φαίνεται ότι βρήκα αυτή τη διέξοδο. Κάνοντας ντοκιμαντέρ μπορώ να βάζω ένα μικρό λιθαράκι στο να γνωρίζει ο κόσμος αυτά τα θέματα που εμένα μ’ απασχολούν. Και πιστεύω ότι αντιδρώ ουσιαστικά, μ’ αυτόν τον τρόπο, όπως, για παράδειγμα, κάνοντας μια ταινία για το Αφγανιστάν, παρουσιάζοντας μια κατάσταση που εγώ τη θεωρώ ανεκδιήγητη. Κάνω ό,τι μπορώ μέσα απ’ αυτή την τέχνη, είναι ο δικός μου τρόπος. Ισως δεν θα βγω μ’ ένα πλακάτ στη διαδήλωση, αλλά ο τρόπος μου είναι αυτά που με απασχολούν και θεωρώ ότι στην εποχή μας θα έπρεπε να εξαλειφθούν, να τα δείχνω μέσω της τέχνης. Αυτή εδώ η ταινία ήταν μια ευκαιρία να παρουσιάσουμε κάτι που διαχρονικά είναι από τις πιο σημαντικές τραγωδίες της ανθρωπότητας, που πρέπει να μένει στη μνήμη όλων, και των παιδιών επίσης.
Ως καλλιτέχνης που πλέον κάνει σταθερά (μεταξύ άλλων), ντοκιμαντέρ, τι βάρος και τι σημασία δίνετε στο τεκμήριο και στη μνήμη; Τι έχουν να χαρίσουν στη ζωή μας;
Δίνω μεγάλη, βέβαια στα θέματα που απασχολούν εμένα. Δεν είναι να πεις ότι θα πιάσω όλα όσα έχουν συμβεί στον κόσμο. Με οδηγούν οι καταστάσεις. Πολλές φορές με ρωτάνε πώς επιλέγω τα θέματα. Δεν μπορώ ν’ απαντήσω σ’ αυτό, έρχονται τα θέματα σ' εμένα, είναι τι θα μου κινήσει την περιέργεια και το ενδιαφέρον. Ομως νομίζω ότι όλα τα θέματά μου έχουν σχέση με τη μνήμη. Γιατί όλα τα ντοκιμαντέρ που έχω κάνει, διατηρούνται. Δεν είναι κάτι που έχει συμβεί τώρα και μετά θα το ξεχάσουμε. Είναι κάτι που ακόμα κι αν το δεις μετά από κάποια χρόνια, πάλι θα σου μάθει κάτι, άρα διατηρεί τη μνήμη. Είτε έκανα ντοκιμαντέρ για το τσουνάμι στην Ινδονησία, είτε για τη ζωή των γυναικών στο Πακιστάν, είτε για το Αφγανιστάν, είτε τώρα που η ταινία καταπιάνεται με την Τέχνη και το Ολοκαύτωμα, είναι κάτι που έχει σχέση με τη μνήμη και το τεκμήριο. Γιατί όλα έχουν σχέση. Γιατί γνωρίζεις και μετά θυμάσαι. Και ο κινηματογράφος, η κινούμενη εικόνα είναι κάτι πολύ έντονο, μένει στη μνήμη μας οπότε θα το θυμάται κάποιος. Σ’ αυτό εδώ το ντοκιμαντέρ, οι περισσότεροι που μιλούν έχουν φύγει από τη ζωή ή είναι πια πολύ μεγάλοι για να μας μιλήσουν. Δεν είναι πάρα πολύ σημαντικό ότι καταγράφηκε η ιστορία τους;
Είναι βραχύβια η ζωή των ντοκιμαντέρ, τουλάχιστον τηλεοπτικά. Η ζωή τους κρατά δύο χρόνια. Ομως δεν είμαστε μόνοι, υπάρχουν τόσοι πολλοί άλλοι που διατηρούν τη μνήμη. Υπάρχει κι αυτή η άνθιση του ντοκιμαντέρ που είναι πολύ σημαντική, παρακολουθείς ανθρώπους, βλέπεις ζωές πραγματικές κι απ’ αυτές τις ζωές μαθαίνεις τι έχει γίνει στον κόσμο μας.»
Μάθαμε ότι τον Αύγουστο του 2021 μπήκαν οι Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Εγινε κάτι εκεί, κάτι συγκλονιστικό. Υπάρχουν πολλές ταινίες γι’ αυτό – μία είναι κι η δική μου και διατηρεί σε κάποιους τη μνήμη αυτού του γεγονότος. Γιατί τώρα το έχουμε ξεχάσει, δεν συζητάμε για το Αφγανιστάν πλέον, αλλά αυτοί οι άνθρωποι ζουν σ’ ένα απόλυτο σκοτάδι. Αν ξαναδεί κάποιος την ταινία θα θυμηθεί τι συμβαίνει εκεί. Γιατί ξεχνάμε εύκολα.
Βέβαια, είναι βραχύβια και η ζωή των ντοκιμαντέρ, τουλάχιστον τηλεοπτικά. Η ζωή τους κρατά δύο χρόνια. Ομως δεν είμαστε μόνοι, υπάρχουν τόσοι πολλοί άλλοι που διατηρούν τη μνήμη. Υπάρχει κι αυτή η άνθιση του ντοκιμαντέρ που είναι πολύ σημαντική, όπως και ο τρόπος που γίνονται, που πια δεν είναι απλώς εκπαιδευτικά, αλλά είναι δημιουργικά ντοκιμαντέρ, παρακολουθείς ανθρώπους, βλέπεις ζωές πραγματικές κι απ’ αυτές τις ζωές μαθαίνεις τι έχει γίνει στον κόσμο μας.
info «Η Τέχνη της Μνήμης» Σενάριο-Σκηνοθεσία: Αννέτα Παπαθανασίου | Επιστημονική Σύμβουλος: δρ Ευγενία Αλεξάκη | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Δημήτρης Κατσαΐτης | Ηχολήπτης: Αλέξανδρος Σακελλαρίου | Μουσική: Μαρία-Χριστίνα Κριθαρά | Μοντάζ: Χρόνης Θεοχάρης | Οργάνωση Παραγωγής: Βασιλική Πατρούμπα | Επικοινωνία: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου, Art Ensemble | Παραγωγοί: Μίκης Μοδιάνο, Iλια Παπασπύρου | Παραγωγή: Top Cut - Modiano | Συμπαραγωγή: ΕΡΤ, Ορίζοντας, Art Files Productions | Συγχρηματοδότηση: Γερμανικό Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εξωτερικών από πόρους του Ελληνογερμανικού Ταμείου για το Μέλλον
Ειδικές Προβολές
«Η Τέχνη της Μνήμης» θα προβληθεί από τις 5 ως και τις 9 Απριλίου, στις 18.00, στον κινηματογράφο Δαναός.
Για το ντοκιμαντέρ θα μιλήσουν:
Σάββατο 5.4 | 18.00 | Πρεμιέρα | Q&A με τις δυο δημιουργούς, Αννέτα Παπαθανασίου και Αρτεμις Αλκαλάη
Κυριακή 6.4 | 18.00 | Γιώργος Μονογιούδης, διαχειριστής έργου στο Μορφωτικό /Πολιτιστικό Τμήμα της Γερμανικής Πρεσβείας
Δευτέρα 7.4 | 18.00 | Ευγενία Αλεξάκη, Επίκουρη Καθηγήτρια Ιστορίας της Μεταπολεμικής Τέχνης, ΕΚΠΑ | «Καλλιτεχνικές μορφές και υλικά της μνήμης»
Τρίτη 8.4 | 18.00 | Βένα Γεωργακοπούλου, Δημοσιογράφος | Μετά το τέλος της ταινίας θα ακολουθήσει συζήτηση με τις δυο δημιουργούς Αννέτα Παπαθανασίου και Αρτεμις Αλκαλάη
Τετάρτη 9.4 | 18.00 | Αριέλλα Ασέρ, Ψυχαναλύτρια | «Μία καλλιτέχνης επεξεργάζεται την οικογενειακή της ιστορία που ταυτόχρονα είναι και ιστορία μιας ευρύτερης συλλογικότητας»