Παρά το μεγάλο ζήτημα που δημιουργήθηκε με τα γυρίσματα της σειράς στην Ελλάδα (στα οποία το Flix έκανε μια βόλτα), το «The Little Drummer Girl» του Παρκ Τσαν-γουκ παραμένει δίχως κανάλι ή πλάνο προβολής στη χώρα μας.
Το κείμενο που ακολουθεί βασίζεται στα 3 πρώτα (από τα 6) επεισόδια της σειράς, τα οποία παρακολουθήσαμε στο Φεστιβάλ του Λονδίνου τον περασμένο Οκτώβρη.
Ως επόμενο βήμα μετά από μια εκ των πιο αγαπητών ταινιών της φιλμογραφίας του Παρκ Τσαν-γουκ, την απολαυστική «Υπηρέτρια», η σκηνοθεσία μιας μίνι σειράς για το BBC παρουσιάζει δεδομένο ενδιαφέρον με έναν «2018» τρόπο, όπου η μεταπήδηση σκηνοθετών ανάμεσα στο σινεμά και την τηλεόραση μοιάζει όχι απλώς εύκολη, αλλά σχεδόν επιβεβλημένη.
Οταν κινηματογραφικά πρότζεκτ αρχίζουν να μοιάζουν όλο και πιο δύσκολο να πραγματοποιηθούν κι όλο και πιο σπάνιο το να μείνουν εκτός της streaming παραφιλολογίας, η οψιόν για έναν τέτοιου βεληνεκούς σκηνοθέτη του να αναλάβει και να φέρει εις πέρας ένα μεγάλου πρεστίζ, περιορισμένης έκτασης τηλεοπτικό πρότζεκτ εξελίσσεται σταδιακά σε όλο και πιο επιθυμητή στροφή. Ως, δε, κατασκοπική ιστορία συγχυσμένων ιδεολογιών και στρωμάτων πάθους, αλήθειας και ψέμματος, το «The Little Drummer Girl», βασισμένο στο ομότιτλο best-seller του Τζον Λε Καρέ μοιάζει - ασχέτως της φόρμας του - ακόμα περισσότερο με μια ιστορία που θα ενδιέφερε τον Κορεάτη σκηνοθέτη.
Η μίνι σειρά του BBC (σε συμπαραγωγή με το αμερικάνικο καλωδιακό δίκτυο AMC) μας πηγαίνει πίσω, στα τέλη των ‘70s όπου μια νεαρή Αγγλίδα ηθοποιός αριστερών πεποιθήσεων πείθεται από έναν πράκτορα της Ισραηλινής αντικατασκοπείας να εισχωρήσει στο Παλαιστινιακό δίκτυο που ευθύνεται για σειρά βομβιστικών επιθέσεων εναντίον Ισραηλινών στόχων.
Η ηθοποιός, η Τσάρλι της ραγδαίας ανερχόμενης Φλόρενς Πιού του «Λαίδη Μάκμπεθ», είναι το καλύτερο πράγμα στη σειρά. Οι πεποιθήσεις της είναι ισχυρές αλλά η διάθεσή της να αφεθεί στο μύθο, στην ίδια της την ερμηνεία, είναι ισχυρότερη. Μια εξερεύνηση της συχνής μας αντιφατικής φύσης που λειτουργεί κατά κύριο λόγο χάρη στην επιθετική ερμηνεία της Πιού, η οποίας ερμηνεύοντας αντικρουόμενους ρόλους μες στον ρόλο της ψάχνει μικρές αλήθειες μέσα σε έναν ιστό ψεμμάτων - τον οποίο κι η ίδια σε ένα επίπεδο απολαμβάνει.
Πίσω απ΄ όλα βρίσκεται ο αρχικατάσκοπος Μάρτιν Κουρτζ του Μάικλ Σάνον, ο οποίος αρέσκεται στο να βλέπει τον εαυτό του ως σκηνοθέτη, ως αφηγητή. Για τις ανάγκες αυτής της περίπλοκης αφήγησης, χρησιμοποιεί σε πρώτο ανδρικό ρόλο τον Μπέκερ του Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ, έναν μυστηριώδη άντρα που με τη σειρά του υποδύεται (;) το ερωτικό και μη δόλωμα για την Τσάρλι. Μια βραδιά τους στην Αθήνα, με φόντο πανάρχαια επιβλητικά σύμβολα πολιτισμού (και αλήθειας) είναι το ξεκάθαρο highlight αυτών των πρώτων επεισοδίων με τον Παρκ Τσαν-γουκ να απλώνει ηθοποιούς, σκιές, χρώματα σε ένα συναισθηματικό καμβά νυχτερινού αισθησιασμού.
Κάθε ψέμα, κάθε fiction, απαιτεί μια βάση αλήθειας πάνω στην οποία χτίζεται, κι ο Κορεάτης ξέρει πολύ καλά πώς να αποσπάσει αυτή την αλήθεια μέσα από μια ερωτική σκηνή σχεδόν βουβά κινηματογραφικής σημειολογίας. Σε αυτή την ιστορία εξάλλου, οι λέξεις απλώς διαφθείρουν.
Ο Μάικλ Σάνον, σε μια σπάνια βαριεστημένη ερμηνεία, κι ο Σκάρσγκαρντ, υποτονικός και μονότονος, είναι σχεδόν εκτός θέματος (ο ερωτισμός ανάμεσα στον Σκάρσγκαρντ και την Πιού γρήγορα εξανεμίζεται) αλλά ο Παρκ Τσαν-γουκ είναι σταθερά σε μεγάλα κέφια. Σκηνοθετεί το ελληνικό τοπίο σαν εξαντλητική έρημο (μες στον εφιάλτη της οποίας η Τσάρλι καλείται να εκπληρώσει την πρώτη της αποστολή) κι όποτε η δράση μεταφέρεται στην κεντρική Ευρώπη κοιτάζει τα αρχιτεκτονικά στοιχεία σαν επιθετικά κατασκευασμένο περιβάλλον. Η Τσάρλι είναι μέσα σε ένα αχανές Danger Room, διαρκώς δοκιμάζεται, κάτω από στρώματα συνθετικής πραγματικότητας.
Ο Παρκ Τσαν-γουκ ποτέ του εξάλλου δε δυσκολεύτηκε να κερδίσει το εκάστοτε ετήσιο βραβείο της Περισσότερης Σκηνοθεσίας, κι είναι σχεδόν αποκλειστικά η ματιά του και το χέρι του που δίνουν ενδιαφέρον στα συμβάντα της παρούσας ιστορίας.
Το AMC εμφανώς έχει στοχεύσει σε ένα τύπου σίκουελ του «The Night Manager», του προηγούμενου Λε Καρέ μίνι του, σαχλό αλλά αναμφίβολα διασκεδαστικό - με τον Χιου Λόρι να στρίβει μουστάκι ως μοχθηρός απλοϊκός κακός, τον Τομ Χίντλστον να ποζάρει με την ίδια συχνότητα που αναπνέει ως wannabe Τζέιμς Μποντ, την Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι να ρίχνει τρία κεφάλια σε όλους τους (όσο κι αν προσπαθούσαν να το κρύψουν), την Ολίβια Κόλμαν μονίμως βασιλικότατη και την ηλιόλουστη Μαγιόρκα ως απαραίτητο διεθνές σκηνικό. Το «Little Drummer Girl» μπορεί να είναι Λε Καρέ και να έχει επιφανειακά τουλάχιστον κάποια παρεμφερή συστατικά, όμως λειτουργεί σε μια σαφώς διαφορετική συχνότητα.
Αρκετά αργόσυρτο σαν ιστορία και φοβούμενο να εξερευνήσει στα αλήθεια το καυτό πολιτικό ζήτημα που αγγίζει (αρκούμενο σε μια σχετικά απαθή ματιά ίσων - ασφαλών - αποστάσεων), αυτή η μίνι-σειρά κερδίζει κυρίως χάρη στις αισθητικές της εξάρσεις. Αν μη τι άλλο, η μεστή οπτική γλώσσα του Παρκ Τσαν-γουκ το κάνει εξαιρετικά απίθανο να σκηνοθετήσει ποτέ του κάτι αληθινά αδιάφορο.