Το άνοιγμα της 6ης σεζόν είναι ένα υποκειμενικό πλάνο θανάτου, η στιγμή που η ζωή ξεγλυστρά από έναν άντρα και όλα παύουν να έχουν σημασία. Δεν είναι θέμα αγωνίας η επιλογή να ξεκινήσουμε in media res, μιας κι έτσι κι αλλιώς η αποκάλυψη της ταυτότητας του άντρα γίνεται λίγο αργότερα, σε μια ανύπτοπτη στιγμή. Ο Μάθιου Γουάινερ δεν στοχεύει στο σασπένς, απλώς θέλει να δώσει στην σεζόν την ταυτότητα, τον τίτλο της αν θες. Σου παρέχει το κλειδί για να την ερμηνεύσεις: δεν είναι παρά ένας επιθανάτιος ρόγχος.
Ό,τι ακολουθεί απλώς το επιβεβαιώνει. Από τον Ρότζερ και τους πολλαπλούς θρήνους μέχρι την Σάντι, τη φιλοξενούμενη της Μπέτι, που περιγράφει τη θήκη του βιολιού της ως μικρό φέρετρο, σχεδόν κάθε σκηνή του επεισοδίου μυρίζει θάνατο. Αν αυτό ακούγεται βαρύ τότε, καλησπέρα σας, και καλωσήρθατε στο «Mad Men». Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως ο θάνατος σπάνια έμοιαζε ομορφότερα ερμηνευμένος σε εικόνες από ό,τι στη σειρά του Γουάινερ.
Πριν από οτιδήποτε άλλο, βλέπουμε τον Ντον και τη Μέγκαν σε κάτι που μοιάζει με διακοπές στη Χαβάη, μοιάζει καλοκαίρι, αλλά φυσικά η αλήθεια είναι διαφορετική: βρισκόμαστε στο καταχείμωνο κι αυτή η εξόρμηση δεν είναι διακοπές, είναι μέρος της δουλειάς του Ντον. Είναι εκεί ώστε να σκεφτεί concept για τη διαφήμιση ενός ξενοχοδείου. Τρεις σκέψεις:
1) Αγαπώ παράφορα τον Μάθιου Γουάινερ που είναι τόσο υστερικός στο θέμα “spoiler”. Είναι εύκολο να τον κοροϊδέψουν πολλοί για το πόσο σχολαστικός είναι με την επιθυμία του να μη διαρρέει ποτέ το παραμικρό πράγμα πριν την προβολή του κάθε επεισοδίου, όμως πρόκειται περί ευλογίας. Ζούμε στην εποχή των twitter spoilers και των teasers για τα trailers, οπότε μέσα σε αυτή τη χαβούζα υπερπληροφόρησης το ότι υπάρχει ένας auteur που «απλά δε θέλει ρε παιδί μου», είναι υπέροχο.
Το «Mad Men» είναι ίσως η τελευταία μας αγνή απόλαυση και θα εκτιμώ αυτή την αγνότητα για όσο υπάρχει. Το γεγονός πως δεν είχα ιδέα ότι η πρεμιέρα λαμβάνει χώρα πριν την Πρωτοχρονιά, ακόμα κι αυτό, ήταν μια μικρή δραματουργική έκπληξη, που υπογράμμισε τη συμβολική σημασία του ταξιδιού του Ντον και της Μέγκαν.
2) Ο Ντον διαβάζει από το Inferno, ανοίγοντας τη σεζόν. Δεν είναι αναψυχή η Χαβάη, δεν είναι παράδεισος. Δεν είναι η κόλαση. Είναι όμως ένα ταξίδι. Σε ό,τι υπάρχει στη μέση.
3) Το ίδιο αυτό ταξίδι δεν είναι αυτό που φαίνεται κι αν αυτό δεν αρκεί σαν υπενθύμιση της θεματικής διαδρομής της σειράς, έρχεται η στιγμή που μια κυρία αναγνωρίζει τη Μέγκαν από τη σαπουνόπερα όπου έχει ρόλο. Την αποκαλεί «Κορίν», σα να επρόκειτο για τον χαρακτήρα που παίζει στη σειρά. Τι Μέγκαν, τι Κορίν- όλα ρόλοι είναι. Στο Κατά Ματθαίο Γουάινερ Ευαγγέλιο, το να αποκτάς πλαστές περσόνες είναι συνώνυμο του να ωριμάζεις και να γίνεσαι κομμάτι της παραγωγικής κοινωνίας.
Μαύρισες ή ακόμα;
Η πιο αναπάντεχα δυνατή στιγμή της πρεμιέρας έρχεται όταν ο Ρότζερ λαμβάνει το νέο για το θάνατο ενός ασήμαντου κομπάρσου της ζωής του, πληροφορία που καθώς επεξεργάζεται στη μοναξιά του γραφείου του, ξεσπά σε κλάμματα. Βγάζει τόσο την ένταση για το θάνατο της μητέρας του που ήρθε νωρίτερα, όσο και τη βουβαμάρα του όλου επεισοδίου για χάρη μας.
Στο άκουσμα της είδησης για το θάνατο της μητέρας του ήταν εκείνος που παρηγορούσε τη γραμματέα που μετέφερε τα κακά μαντάτα. Ο ίδιος ψύχραιμος στα όρια της αδιαφορίας. Αργότερα, στην τελετή για τη μητέρα του, κανένα συναίσθημα δεν ολοκληρώνει το ταξίδι του. Βοηθάει και η παρουσία του Ντον που αποσυντονίζει τα πάντα, όμως ο Ρότζερ σχεδόν την αναζητά την αφορμή. Δε θέλει να δει κατάματα αυτό που συμβαίνει, είναι σαφές.
Στον ψυχολόγο του μιλά για τη ζωή ως μια σειρά από πόρτες που ανοίγεις και περνάς στην επόμενη και μετά στην επόμενη και μετά στην επόμενη, δίχως ποτέ να αλλάζει τίποτα. Η κοσμοθεωρία είναι συνεπέστατη απέναντι σε εκείνη του Γουάινερ (όπως εκφράζεται μέσα από τις σειρές του: ότι δηλαδή δε μαθαίνουμε ποτέ τίποτα, δεν αλλάζουν ποτέ), όμως κρύβει πίσω της ένα τεράστιο υπαρξιακό ερωτηματικό. Τι στα κομμάτια συμβαίνει όταν οι πόρτες τελειώσουν; Όταν η μονοτονία απλώς πάψει;
Αυτό είναι που αποφεύγει να κοιτάξει κατάματα ο Ρότζερ, και το ίδιο κι ο Ντον. Εδώ που τα λέμε, όλοι μας. Όπως λέει στον Ντον ο γιατρός φίλος του λίγο πριν το τέλος του επεισοδίου, ο ρόλος του ως διαφημιστής είναι να κάνει τον κόσμο να ξεχνάει αυτά που δε θέλει να σκέφτεται.
Όμως τι γίνεται όταν φτάσει η στιγμή που δε μπορείς παρά να αρχίσεις να τα σκέφτεσαι; Τι γίνεται όταν τελειώσουν οι πόρτες; Τι γίνεται όταν υποσυνείδητα αρχίσεις να σκέφτεσαι τόσο πολύ τον θάνατο που ακόμα και ένα διαφημιστικό σαλόνι για εξωτικές διακοπές μπορεί να μεταφραστεί σε τάση φυγής και σημειολογία αυτοκτονίας;
Η σειρά μοιάζει διόλου τυχαία να πλησιάζει εδώ κάτι μια τελική σπείρα αφηγηματικής ολοκλήρωσης. Ο Ντον επιστρέφει λίγο-πολύ εκεί από όπου ξεκίνησε, σε γάμο με μια νεότερη, απλούστερη (καθότι αθωότερη) γυναίκα την οποία απατά με μια άλλη την οποία δε μοιάζει να εκτιμά τρομερά. Και η Πέγκι (σε ένα αναγκαία αταίριαστο κομμάτι του επεισοδίου) εξελίσσεται σε μια βελτιωμένη εκδοχή του Ντον. («Είναι παραμονή πρωτοχρονιάς, δε χρειάζεται να είναι εδώ οι υπάλληλοι.» - «Το ξέρουν αυτό.» - «...όχι! Δεν τον ξέρουν.»)
Είναι σαφές πως οδεύουμε στο τέλος, αλλά με τι όρους; Αν μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε το αριστούργημα του Γουάινερ ανά κεφάλαιο, θα το κάναμε κάπως έτσι:
Η πρώτη σεζόν έθετε το ερώτημα ποιοι είμαστε κάτω τις μορφές και τους ρόλους που φοράμε ή μας φοράνε. Η δεύτερη αναρωτιόταν για την αξία του να βρίσκεις τον εαυτό σου. Το θέλουμε αυτό; Η τρίτη... ΟΚ, δεν είμαι απόλυτα σίγουρος για τι πράγμα ήταν η τρίτη σεζόν. Για το να μην εξελίσσεσαι; (Δουλεύει και σε meta επίπεδο. Η πιο αδύναμη σεζόν της σειράς.) Η τέταρτη μιλάει ξεκάθαρα για την αλλαγή. Η πέμπτη για την αλλαγή σε σχέση με την εποχή που αργά ή γρήγορα, μας αφήνει όλους πίσω. Ποια άλλη θα ήταν λογική εξέλιξη πέρα από το να μιλάει η έκτη για το μεγάλο τέλος;
Το αληθινό ερώτημα είναι για τι θα μιλάει η 7η και τελευταία. (Θα το ρίξουμε στη φιλοσοφία του χρόνου, τη βλέπω τη δουλειά.) Αλλά αυτό είναι κάτι που θα απαντήσει εν καιρώ ο ίδιος ο Γουάινερ. Μέχρι να φτάσουν στο Μετά, ο Ντον κι η παρέα του έχουν ακόμα πολλά να μας δώσουν. Έστω και, συνήθως, να μην έχουν ιδέα πώς το κάνουν.
Tags: mad men, μάθιου γουάινερ