Η Βούτα είναι ένα είδος περιστεριού που πετάει μέχρι τα σύννεφα και μετά πέφτει με ταχύτητες που φτάνουν τα 230 χλμ/ώρα και επιβραδύνει λίγα μέτρα πριν ακουμπήσει στο έδαφος. Ο Χρήστος, όπως ακριβώς και τα αγαπημένα του περιστέρια, θα πρέπει να βρει τον τρόπο να αποφύγει τη σύγκρουση, όταν ο πατέρας του επιστρέφει από τη φυλακή. Προσπαθεί να στεριώσει ως δόκιμος φούρναρης και είναι δεμένος, σαν αδερφός, με τον Πάνο, τον φίλο του με τον οποίο κόβει βόλτες στην πιο υποβαθμισμένη πλευρά της πόλης.
Αυτή είναι η υπόθεση της «Βούτας», της ταινίας του Δημήτρη Ζάχου που ξεχώρισε δικαίως στο 43ο Φεστιβάλ Δράμας και έφυγε από την τελετή λήξης με τρία βραβεία: το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής, το Βραβείο Σεναρίου και το Βραβείο Σκηνικών.
Διαβάστε ακόμη: Φεστιβάλ Δράμας 2020 | Τελετή Λήξης και Βραβεία
Ο βραβευμένος στο Φεστιβάλ της Δράμας σεναριογράφος της ταινίας Γιώργος Τελτζίδης (σκηνοθέτης κι ο ίδιος, θυμηθείτε το υπέροχο «Φράγμα»), γράφει τη συνέχεια της ιστορίας του Χρήστου και του Πάνου, όλα όσα θα μπορούσαν να συμβούν σε ένα υποτιθέμενο σίκουελ της «Βούτας» ή απλά μια ευθεία γραμμή που ακολουθεί τους ήρωές του λίγο μετά τους τίτλους τέλους της. Η ιστορία εξελίσσεται στα μέρη που γεννήθηκε το σενάριο, στην δυτική πλευρά της Θεσσαλονίκης, απ' όπου και οι φωτογραφίες του Γιώργου Τελτζίδη.
Αφού τέλειωσε το σχολείο, ο Πάνος έκανε τα χαρτιά του για αστυνομικός και πέρασε με την πρώτη. Σε μερικούς μήνες έφυγε για την Καρδίτσα, του νοίκιασαν ένα μικρό διαμέρισμα με φρεσκοβαμμένους άσπρους τοίχους και πέρασαν πολλοί μήνες αφού ξαναείδε τον Χρήστο. Πολλούς παραπάνω από όσους μπορείς να μετρήσεις στα δάχτυλα, χωρίς να μπερδευτείς και να το πάρεις από την αρχή. Σε αυτή την πλευρά της πόλης, η στολή έδινε κύρος στις οικογένειες και τα περισσότερα αγόρια ήταν πρόθυμα μετά το σχολείο να πάρουν το μέρος αυτών που καθήλωναν ολόκληρες γενιές ανθρώπων να δουλεύουν σε πόστα όχι επειδή ήθελαν, αλλά επειδή έτσι έπρεπε.
Εργάτες στις αποθήκες καπνών μέχρι τα μέσα του 1990, ταμίες στα σουπερ μάρκετ, γυψοσανίδες, πλακάκια, μπογιατζήδες. Σκατοδουλειες βρώμικες που με τα χρόνια, τα υλικά έμπαιναν τόσο βαθιά στους πόρους του δέρματος, στερώντας με συνέπεια την λάμψη των νιάτων τους. Ο Χρήστoς σταμάτησε από τα ψωμιά και πήγε σε ένα εργοστάσιο ζαχαροπλαστικής λίγο έξω από το Δερβένι. Ένα ορθογώνιο κτίριο χωρίς παράθυρα. Δούλευες χωρίς να έχεις ιδέα αν έξω είναι μέρα ή όχι.
Οι μεγάλες γιορτές ήταν οι χειρότερες. Δεκαπενταύγουστος, Χριστούγεννα και Πάσχα, ο κόσμος ψοφούσε για γλυκά. Ίσως επειδή ο χρόνος που περνούσαν με τον εαυτό τους και τις οικογένειες τους να ήταν τόσο αφόρητα πληκτικός, που μια ακόμη κουταλιά από αγαπημένο τους γλυκό έδινε την ψευδαίσθηση πως τα πράγματα μπορούν ακόμη να πάνε καλά. Δούλεψε στο εργοστάσιο για πάνω από 15 χρόνια, μέχρι που τα μαλλιά του αραίωσαν, έκανε παιδί και αγόρασε σπίτι, αλλά ποτέ δεν ξέχασε τον Πάνο.
Ο Χρήστoς σταμάτησε από τα ψωμιά και πήγε σε ένα εργοστάσιο ζαχαροπλαστικής λίγο έξω από το Δερβένι. Ένα ορθογώνιο κτίριο χωρίς παράθυρα. Δούλευες χωρίς να έχεις ιδέα αν έξω είναι μέρα ή όχι.»
Οι μονές διακοπές που έκανε ήταν στα μέσα του Σεπτέμβρη, όταν η δίνη του καλοκαιρινού ονείρου άρχιζε να σβήνει, πήγαινε στην Καλλικράτεια, οικισμός Γαληνή. Μικρά σπίτια στην σειρά, άναρχα χτισμένα, χωρισμένα από φραχτες. Τα περισσότερα από αυτά προκάτ, βαλμένα εκεί σε μια νύχτα. Εκεί είχε περάσει όλα τα καλοκαίρια του από παιδί και πάντα παρέα με τον Πάνο.
Καθόταν στην βεράντα που ακόμη δεν είχαν αξιωθεί να της βάλουν πλακάκια και τα ποδιά του ακουμπούσαν στο γυμνό τσιμέντο. Κοιτούσε τον γιο του να παίζει στην μικρή αυλή. θυμήθηκε ένα βράδυ πριν πολλά χρόνια. Ήταν καλοκαίρι, ο Πάνος και ο Χρήστος, πάνω στο στρογγυλοφάναρο παπί, διέσχιζαν την έρημη λεωφόρο Λαγκαδά. Λίγο πριν στρίψουν για Νικόπολη, ένα Cherokee τους σταμάτησε. Στην ερευνά που ακολούθησε, ένας από τους μπάτσους άρχισε να ξηλώνει άγαρμπα τα πλαστικά από το παπί. Σε κάθε ήχο σπασίματος ο Χρήστος έκλεινε τα ματιά παίρνοντας βαθιά ανάσα, ξέροντας πως δεν τον έπαιρνε να πει λέξη. Το πλαστικό του κινητήρα είχε την πιο όμορφη αερογραφία του κόσμου. Έναν λύκο να ουρλιάζει στην πανσέληνο. Όταν τα δάχτυλα του μπάτσου έφτασαν εκεί, ο Πάνος ορμηξε και του έπιασε το χέρι φωνάζοντας. Ξεκόλλα ρε μαλάκα.
Βρέθηκε στο έδαφος σε δευτερόλεπτα, το πρόσωπο του ήταν κολλημένο πάνω στην ζεστή άσφαλτο και ένα γόνατο του πίεζε το κεφάλι. Σήκωσε το βλέμμα, κοίταξε τον Χρήστο και του χαμογέλασε.
«Ποτέ δεν θα ξαναβρώ ένα φίλο σαν εσένα.»