Ενα βιβλίο σχεδόν αδύνατον να μεταφερθεί στο σινεμά - το βραβευμένο «Harvest» του Τζιμ Κρέις, ένας μονόλογος ουσιαστικά του βασικού ήρωα που παρατηρεί τη διάλυση της ζωής του όπως την ήξερε, όταν η μικρή αγροτική φάρμα της επαρχιακής Σκωτίας των αρχών του αιώνα, στην οποία ζει και δουλεύει μαζί με μία κοινότητα αγροτών, αλλάζει αφεντικό.
Αυτή την πρόκληση επέλεξε η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη ως την νέα ταινία της, με αυτήν επέστρεψε στο διαγωνιστικό τμήμα της Βενετίας - 14 χρόνια μετά τον θρίαμβο του «Attenberg».
Και πριν λίγη ώρα, πλαισιωμένη από τους πρωταγωνιστές της (Καλέμπ Λάντρι Τζόουνς, Ρόζι ΜακΓιούιν, Αριζέ Κένε, Ταλίσα Τεξέιρα) και την παραγωγό της (Ρεμπέκα Ο Μπράιαν) έφτασε στην αίθουσα Τύπου στο Καζινό του Λίντο για να (μην) μάς εξηγήσει την ταινία - γιατί πολύ απλά «σιχαίνεται να δίνει μηνύματα και να αναλύει το σινεμά της»
Και πολύ καλά κάνει.
Το 81ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας διεξάγεται φέτος από τις 28 Αυγούστου μέχρι και τις 7 Σεπτεμβρίου. Το Flix βρίσκεται στη Βενετία για να σας μεταφέρει όλα όσα συμβαίνουν μέσα και έξω από τις αίθουσες. Διαβάστε όλο το ρεπορτάζ για το φεστιβάλ εδώ
Tι το γοητευτικό βρήκε στο ομότιτλο βιβλίο του Τζιμ Κρέις Μου άρεσε που ήταν για έναν άνθρωπο που μένει άπραγος. Δεν κάνει τίποτα. Σε μία κοινότητα που περιμένει από αυτόν να είναι ηγέτης. Σε μία αθώα κοινότητα που δεν ξέρει τους κανόνες της εξουσίας, της διαφθοράς, των ενοχών, της εκδίκησης. Μοιάζουν με έναν πρώτο παράδεισο - μία Εδέμ που προηγήθηκε πριν έρθει ο καπιταλισμός και τα διαλύσει όλα.
Σιχαίνομαι τις ταινίες με μήνυμα, όπως επίσης δεν πιστεύω στους ήρωες. Για αυτό δεν μπορώ να εξηγήσω ή να αναλύσω περισσότερο το πολιτικό σχόλιο της ταινίας. Ο Γουόλτ όμως μου μίλησε ως αντιήρωας γιατί αντιπροσωπεύει όλα όσα είμαστε εμείς οι άνθρωποι: αδύναμοι, δειλοί, φοβισμένοι μπροστά στην εξουσία, κοιτάμε τη δουλειά μας και μένουμε αμέτοχοι. Η τέχνη του να μην κάνεις τίποτα, για τίποτα.
Οι γυναίκες είναι οι μόνες που αγωνίζονται Ηταν εξαιρετικά σημαντικό για μένα και τον Τζος, τον συνσεναριογράφο μου, να αναδείξουμε ότι οι μόνες που αγωνίζονται, αντιδρούν, μάχονται είναι οι γυναίκες. Η «Κίτι» για παράδειγμα αντιπροσωπεύει κάποια μορφή αντίστασης σε μία παθητική κοινωνία.
H ταινία είναι γουέστερν τελικά; Δεν είμαι σίγουρη αν είναι ένα τυπικό γουέστερν. Είναι η δική μου εκδοχή. Το γυρίσαμε στη δυτική Σκωτία, δεν ξέρω αν αυτό μετράει (γέλια) Η αγαπημένη μου εποχή στον παγκόσμιο κινηματογράφο είναι το αμερικανικό σινεμά των 70ς. Oπότε ένα γουέστερν της τάξης του «McCabe & Mrs. Miller» του Ρόμπερτ Αλτμαν είναι η δική μου πυξίδα για το πώς γυρίζει κανείς κάτι μπερδεμένο, βρώμικο, χαοτικό, με πολλούς χαρακτήρες, περιθωριακούς, αμαρτωλούς, losers. Που προσπαθούν να δαμάσουν τη φύση, αλλά η φύση είναι το μόνο που μένει εκεί, ανίκητο.
Θέλησα να βρω το μέρος, όχι να το κατασκευάσω σε σετ Ψάξαμε και βρήκαμε την περιοχή που περιπου αναφέρεται στο βιβλίο. Αλλωστε ήταν μία μικρή παραγωγή, δεν είχαμε τα χρήματα για τέτοια σετ. Οδηγούσαμε με την Ρεμπέκα Ο Μπράιαν (την παραγωγό μου), οι δυο μας, πάνω κάτω, ακούγοντας την μουσική που είχα επιλέξει γιατί με ενέπνεε για το γύρισμα του «Harvest», ανεβήκαμε και κατεβήκαμε λόφους και το βρήκαμε. Εκεί ζούσαμε, εκεί κάναμε πρόβες, εκεί γύρισμα. Δεν υπήρχε απόσταση μεταξύ ζωής και ταινίας. Κάνω ταινίες με μεγάλα διαστήματα ενδιάμεσα γιατί η διαδικασία για μένα είναι πολύ σημαντική - θέλω να ζω τις ταινίες μου, χωρίς όρια μεταξύ ηθοποιών, συνεργείου, δημιουργού. Κι αυτό είναι πολύ απαιτητικό.
Οι εικαστικές της αναφορές Ναι, ξεκινώντας την ταινία φυσικά κι ανέτρεξα στο ύφος ζωγράφων και εικαστικών της εποχής για να πιάσω τον τόνο που ήθελα. Ο Πίτερ Μπρίγκελ ήταν μεγάλη επιρροή, όπως κι ο Ρέμπραντ. Η πρόκληση ήταν να πας από τον μεγάλο καμβά (που είναι η φύση), στα σκαμμένα πρόσωπα όπως τα χρησιμοποιώ στα mise en scène μου. Δεν ήθελα τεχνητό φως, ήθελα φυσικό φως. Εξηγούσα στον DP μου ότι είμαστε εκεί ως παρατηρητές, οπότε και τη νύχτα ήθελα μόνο αναμμένους δαυλούς. Τον παίδεψα λίγο. Αλλά αυτή την εικόνα ήθελα - να είναι λασπωμένη και σκοτεινή.
Ηταν επιλογή κι απόφαση να είναι μία άχρονη ιστορία Δεν είναι μία ταινία για το παρελθόν. Το βλέπω σαν μία δυστοπική ματιά στο παρόν και στο μέλλον. Σ' ένα σκοτεινό μέλλον που πάντα παραμονεύει. Είναι ένα sci fi παραμύθι για το πώς βλέπω το παρόν της ανθρωπότητας. Ακόμα και σκηνογραφικά, δεν θέλαμε να είμαστε εξαιρετικά πιστοί. Βρήκαμε κάτι σπίτια με κόκκινες σκεπές και ήταν υπέροχα - δεν ήθελα να τα αλλάξω. Και μετά βρήκαμε κάποια ιστορικά βιβλία που έλεγαν ότι εκείνη την εποχή άρχισαν να κατασκευάζουν σπίτια από κόκκινο σίδηρο. Οπότε ήταν σαν να συνωμότησαν όλα να μας χαρίσουν αυτό που ζητούσαμε.
Με τρομάζει η πιθανότητα κάτι που θα δημιουργήσω να είναι καταστροφικό Ο χαρτογράφος, ο Κουόλι, είναι ο χαρακτήρας που ταυτίστηκα περισσότερο. Γιατί αντιπροσωπεύει αυτό που με τρομάζει. Να μην δημιουργήσω κάτι, στο όνομα της τέχνης, μέσα από τον δικό μου ρομαντισμό ή φιλοδοξία, που θα είναι καταστροφικό για όλους.
Ο Κάλεμπ Λάντρι Τζόουνς θεωρεί ότι ο τόπος εκεί είναι ιερός - κι είτε σε καλεί ή σε διώχνει Μιλάμε για γύρισμα, για κατασκευή, για δημιουργία, ενώ εγώ αισθάνθηκα σαν να εισχωρήσαμε σε κάτι αρχαίο και ιερό. Μία γη που είχε δει τόση ζωή και τόσο θάνατο. Οταν φτάσαμε εκεί, ο τόπος σου ζητάει είτε να γίνεις μέρος του ή να φύγεις. Οπότε όλοι οι ηθοποιοί μπήκαμε στο πετσί των ρόλων μας μέσα από αυτή τη διαδρομή. Ηταν ένα κάλεσμα. Οχι ερμηνεία. Για παράδειγμα, η σκηνή του χορού μοιάζει με όργιο. Επρεπε να είμαστε ελεύθεροι, να χαλαρώσουμε, να αφεθούμε. Κι εγώ δεν είμαι καθόλου έτσι - δεν χαλάρωνα, ερεθίστηκα ενώ δεν έπρεπε (γελάει). Τέλος πάντων, νομίζω ότι σκάψαμε για τους ρόλους μας όπως σκάβεις τη γη.
Το 81ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας διεξάγεται φέτος από τις 28 Αυγούστου μέχρι και τις 7 Σεπτεμβρίου. Το Flix βρίσκεται στη Βενετία για να σας μεταφέρει όλα όσα συμβαίνουν μέσα και έξω από τις αίθουσες. Διαβάστε όλο το ρεπορτάζ για το φεστιβάλ εδώ