Γιατί δεν μίλησες τότε; Τώρα το θυμήθηκες; Γιατί μούδιασες; Γιατί δεν κατήγγειλες; Γιατί να σε πιστέψουμε τώρα; Η γυναικεία κακοποίηση, το τραύμα και η ψυχική διαταραχή που την ακολουθεί είναι ένα θέμα που οι ευρύτερες κοινωνίες δεν κατανόησαν ποτέ. Η ακινησία, η σιωπή του θύματος, ως το τελευταίο σύνορο άμυνας, δεν χωράει στο μυαλό του μέσου ανθρώπου. Κι όμως και αυτό έχει παραβιαστεί στην κακοποιημένη γυναίκα - το μυαλό της, μαζί με το σώμα και την ψυχή της. Ειδικά αν είναι έφηβη κοπέλα. Αν όλο αυτό το σκοτάδι έρχεται να προστεθεί στα σκοτάδια της ηλικίας, αν όλη η οργή χοροπηδάει μαζί με τις ορμόνες της, αν όλη αυτή η αγριότητα, η προδοσία των μεγάλων της επιτίθεται την εποχή που προσπαθεί και η ίδια να βρει τη θέση της ανάμεσά τους. Να μεγαλώσει, να ενηλικιωθεί.
Η Ζουλί είναι 17 χρονών. Ενα πολύ δυνατό κορίτσι - μυώδη μπράτσα, τετράγωνες πλάτες, γεροί σμιλεμένοι μηροί, στιβαρά πατήματα. Σώμα πρωταθλήτριας, καθώς το τένις είναι η ζωή της: προπονείται όλη μέρα στην Ακαδημία της, σε όσες ώρες περισσεύουν προσπαθεί να χωρέσει και τα μαθήματά της, και περιμένει ανυπόμονα σε λίγες εβδομάδες να περάσει τις εξετάσεις της με την Ομοσπονδία. Να δει αν το όνειρό της γίνει πραγματικότητα: θα την επιλέξουν στην εθνική ομάδα;
Μόνο που, σ' αυτό το κρίσιμο σημείο για την πορεία της, ο προπονητής της εξαφανίζεται. Την ίδια στιγμή μία τραγική είδηση σκάει στον όμιλο - η Αλίν, η συνομήλικη συναθλήτριά της, αυτοκτόνησε. Ψίθυροι στα πηγαδάκια συνδέουν τα δύο περιστατικά: ο Ζερόμ προπονούσε ιδιωτικά και την Αλίν - όπως και τη Ζουλί. Τι συμβαίνει; Ποιο όριο ξεπεράστηκε; Υπάρχει φωτιά στον καπνό; Ζουλί, τι έκανε ο Ζερόμ στην Αλίν; Το έκανε και μαζί σου; Γιατί δεν μιλάς;
Η 17χρονη κοπέλα βομβαρδίζεται από ερωτήσεις - από τους γονείς της, τους δασκάλους, την αστυνομία, τις φίλες της. Κι εκείνη παραμένει σιωπηλή, μελαγχολική, πεισμωμένα απροσπέλαστη. Το μόνο που θέλει είναι να συνεχίσει να προπονείται. Να είναι στα γήπεδα και να καλυτερεύει το δεύτερο σερβίς της. Ή να βρίσκεται με την παρέα της, για πικ νικ στα γρασίδια, βουτιές στην πισίνα, ανεμελιά. Το μόνο που θέλει είναι κανονικότητα. Ή αυτό που είχε μάθει λοξά ως κανονικότητα.
Δεν θα μιλήσει. Ούτε σε αυτούς, ούτε σε εμάς. Ο πρωτοεμφανιζόμενος Βέλγος σκηνοθέτης Λεονάρντο βαν Ντάιλ δε θα την πιέσει. Θα τη σεβαστεί. Θα καταλάβει ότι για να πει ηχηρά την ιστορία αυτής της ηρωίδας, για να ξεκινήσει έναν σοβαρό διάλογο με τους θεατές του, πρέπει να την κινηματογραφήσει με το φακό στον σιγαστήρα. Παρατηρώντας κι όχι φωνάζοντας. Αλλωστε, το γνωρίζει, η χώρα του έχει την μεγάλη παράδοση των αδελφών Νταρντέν (αν και το δικό του σινεμά δεν είναι νεορεαλισμού, αλλά πιο λυρικό, ποιητικό, στυλάτο) η εικόνα έχει μεγάλη ωστική δύναμη. Δεν χρειάζεται λόγια, έχει τη δική της γλώσσα.
Για αυτό τοποθετεί την κάμερα σε απόσταση, αλλά το αισθάνεσαι - ο ίδιος παρακολουθεί τη Ζουλί στην καθημερινότητά της, με ένα νοιάξιμο οικείο και τρυφερό. Πειθαρχεί απέναντι στα όρια της ηρωίδας του, κι επιβάλει μία συνωμοτικά γαλήνια τονικότητα. Ομως μ' αυτό τον τρόπο ιντριγκάρει ακόμα περισσότερο την αντίδρασή μας, τη συλλογική μας οργή για όσα πρέπει να έχουν συμβεί σε αυτό το κορίτσι. Πόσο χειρότερη ζημιά έχει γίνει στην ψυχή της από ό,τι στο σώμα της;
Ενα σώμα που όλοι το αγγίζουν. Το έχει εμπιστευθεί στους προπονητές, τους φυσιοθεραπευτές, τους μασέρ της. Αυτό κάνουν οι πρωταθλήτριες - παραδίδουν το κορμί τους στους ειδικούς στα γήπεδα, εμπιστεύονται, υπακούουν. Ο βαν Ντάιλ αφήνει μία σεκάνς εξέτασης από τον γιατρό της να τραβήξει λίγο παραπάνω από το κανονικό και, ενώ τίποτα ένοχο δεν συμβαίνει στο πλάνο, μέσα μας έχει σημάνει κόκκινος συναγερμός - πόσο εύκολο είναι να συμβεί, αν ο ενήλικας είναι εγκληματίας...
Ο βαν Ντάιλ έχει στο πλευρό του τον ελληνικής καταγωγής Διευθυντή Φωτογραφίας Νικόλα Καρακατσάνη («I, Tonya», «Cruella»). Ki εκείνος μιλά με τους φωτισμούς του - κρύβει το πρόσωπο της Ζουλί στις σκιές των δωματίων, ή τη λούζει με τους αδιάκριτους, εκτυφλωτικούς προβολείς των γηπέδων στις βραδινές προπονήσεις. Η παλέτα των χρωμάτων είναι γκρι, γαλάζια, ξεβαμμένη, φθινοπωρινή - να διακόπτεται μόνο από τα φλούο κίτρινα μπαλάκια του τένις που πέφτουν στα κάδρα δυνατά, αδιάκριτα, μαζικά, επιθετικά. Οι μόνες στιγμές που η εικόνα γλυκαίνει είναι όταν το κορίτσι είναι με την παρέα του. Οταν ξεχνιέται και του επιτρέπεται να ξεκλέψει στιγμές αθωότητας.
Συγκλονιστική στον πρωταγωνιστικό ρόλο η ερασιτέχνης Τέσα Βαν ντεν Μπρεκ, μία 18χρονη που ο σκηνοθέτης βρήκε κυριολεκτικά στα σχολικά γήπεδα. Ο ρόλος της Ζουλί θα ήταν δύσκολος ακόμα και για μία βετεράνο ηθοποιό, πόσο μάλλον για ένα κορίτσι φρέσκο και άγουρο, ανέμπειρο και μονοκόματο. Κι όμως, αυτή είναι η μαγεία του. Υπό τις οδηγίες του βαν Ντάιλ και νιώθοντας πάντα την προστασία του πίσω από το φακό, η Βαν ντεν Μπρεκ λάμπει και συγκινεί, παραδίδει ένα πορτρέτο νατουραλιστικό και αδάμαστο, πονεμένο και δυναμικό, εφηβικό και old soul.
Η έλλειψη σαφήνειας, απαντήσεων, τιμωρίας, κάθαρσης προσθέτει, δεν αφαιρεί. Φουντώνει μέσα μας την επαγρύπνηση. «Μα γιατί δεν μιλάς» ρωτάνε επίμονα την Ζουλί όλοι. Κι εκείνη μένει σιωπηλή. Αμέσως μετά κάνει το δυνατό σερβίς της και παίρνει τη θέση της πίσω στην ουρά. Ερχεται η επόμενη κοπέλα, κάνει το σερβίς της, παίρνει τη θέση της πίσω στην ουρά. Ενα επόμενο αγόρι, κάνει το σερβίς του, παίρνει τη θέση του πίσω στην ουρά. Κι ένα ακόμα, και μία ακόμα. Σχηματίζεται έτσι μία αλυσίδα, παιδιά ως κρίκοι ενός κύκλου που η επόμενη μπαλιά θα ξεκινήσει τη διαδικασία ξανά από την αρχή. Δεν χρειαζόμαστε ξεκάθαρο διδακτικό μήνυμα. Ο φαύλος κύκλος της κακοποίησης είναι μπροστά στα μάτια μας.
H ταινία έκανε πρεμιέρα στην Εβδομάδα Κριτικής στο πρόσφατο φεστιβάλ Καννών φέτος, κερδίζοντας το Βραβείο SACD («Société des Auteurs et Compositeurs»). Θα κυκλοφορήσει στις ελληνικές αίθουσες από την One from the Heart.