Εμπνευσμένη από το ομότιτλο βιβλίο του Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ και βασισμένη σε υλικό αρχείου από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η νέα ταινία του Σεργκέι Λοζνίτσα διατυπώνει ένα κρίσιμο ερώτημα: είναι ηθικά αποδεκτό να χρησιμοποιείται εργαλειακά ο άμαχος πληθυσμός σε καιρό πολέμου; Είναι δυνατόν να δικαιολογηθεί η μαζική καταστροφή στο όνομα ενός ανώτερου «ηθικού» ιδεατού; Το ερώτημα παραμένει εξίσου φλέγον σήμερα όσο ήταν και πριν από 80 χρόνια, μιας και η επείγουσα φύση του αποτυπώνεται τραγικά στην επικαιρότητα.
(από την επίσημη υπόθεση στον κατάλογο του 25ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης)
Μπορείτε να δείτε εδώ την «Φυσική Ιστορία της Καταστροφής» και να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα στην online πλατφόρμα του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ.
Παρακάτω οι δύο γνώμες των Χρήστου Μπακατσέλου και της Βένας Γεωργακοπούλου για την ταινία.
«Οι μόνοι χαμένοι σε αυτή την ιστορία είναι οι απλοί άνθρωποι» - Γράφει ο Χρήστος Μπακατσέλος
Από την αρχή μέχρι το τέλος η νέα ταινία του Σεργκέι Λοζνίτσα δεν είναι εύκολη στη θέαση, τόσο στην θεματική, όσο και στην ίδια την κινηματογράφησή της. Από τη μια βλέπουμε ανθρώπους να ζουν την καθημερινότητά τους στους δρόμους μιας πόλης, παιδιά να παίζουν, ζευγάρια να χορεύουν, να γελάνε και να τρώνε, κάτω από ναζιστικές σημαίες και πυροτεχνήματα στον βραδινό ουρανό. Μόνο που με μια καλύτερη θέαση καταλαβαίνεις αμέσως πως πρόκειται για βομβαρδισμούς, για εκρήξεις και φωτιές που μαίνονται ανελέητες και αμέσως μετά εικόνες με νεκρούς παντού, από μικρά παιδιά στα πεζοδρόμια μέχρι και διαμελισμένα πτώματα και ανθρώπους να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και να φεύγουν από τις πόλεις.
Πηγαίνοντας από τις Συμμαχικές Δυνάμεις στους Ναζί και πίσω πάλι, χωρίς κάποια εξήγηση, ο Λοζνίτσα σκόπιμα προσπαθεί να σε αποπροσανατολίσει, απομακρύνοντας την όποια αίσθηση του χρόνου και του τόπου, αλλά ταυτόχρονα, με το κλειστό του κάδρο στα 4:3, σε κάνει να μη μπορείς να απομακρύνεις το βλέμμα σου από τις φρίκες του πολέμου. Αποφεύγοντας την όποια κλασική αφήγηση (η πρώτη κουβέντα που ακούγεται είναι μετά από μισή ώρα σχεδόν και μόνο με φράσεις από πομπώδεις λόγους στρατιωτικών και πολιτικών) και χωρίς να εξηγήσει ακριβώς τι βλέπεις, αφήνοντάς σε να βγάλεις όποια συμπεράσματα θες, ο Λοζνίτσα προσπαθεί να δώσει μια κάποια λογική σε αυτόν τον σχεδόν υπνωτικό ρυθμό του.
Πηγαίνοντας από τη μια καταστροφή, στα πλάνα με την κατασκευή των αεροπλάνων, τους ενδιάμεσους λόγους πολιτικών και μετά στους βομβαρδισμούς, για να επιστρέψει πίσω εκεί απ' όπου ξεκίνησε, στα πτώματα και στην καταστροφή, ο Λοζνίτσα σε αφήνει μουδιασμένο γιατί απλώς κάνει σαφές κάτι που ήδη γνωρίζεις. Σε έναν πόλεμο δεν υπάρχουν οι ήρωες και οι κακοί. Η βαρβαρότητα έρχεται από κάθε πλευρά και οι μόνοι χαμένοι σε αυτή την ιστορία είναι οι απλοί άνθρωποι.
«Κανένας δημιουργός... δεν διανοήθηκε ποτέ να ταυτίσει τον Μόντι και τον Ουίνστον Τσόρτσιλ με τον Γκέμπελς και τον Χίτλερ» - Γράφει η Βένα Γεωργακοπούλου
Θέλει μεγάλη αλαζονεία και ανοησία για να γυρίσει κανείς σήμερα ένα ντοκιμαντέρ σαν τη «Φυσική Ιστορία της Καταστροφής» του Σεργκέι Λοζνίτσα. Ο αγαπημένος μου (μέχρι χθες) Ουκρανός δημιουργός δοκίμασε άγρια τα νεύρα και τη λογική μου, τόσο που όρμησα να διαβάσω ο,τιδήποτε έχει γραφτεί για την ταινία του. Ουφ, δεν είμαι η μόνη που ενοχλήθηκε τρελά.
Ο Λοζνίτσα έκανε αυτό το κατά τα άλλα «ωραιότατο» ντοκιμαντέρ (ωχ και δεν με νοιάζει) για να μάς δείξει πόσο ανήθικο είναι να την πληρώνουν οι απλοί πολίτες στον πόλεμο, όταν οι κακοί στρατοί βομβαρδίζουν από τον αέρα και ισοπεδώνουν πόλεις και χώρες. Τι μας λες; Φοβερά πρωτότυπο. Ποιος θα διαφωνούσε; Τι κάνει, όμως;
Εστιάζει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Χρησιμοποιώντας απίστευτα ντοκουμέντα (στην συντριπτική τους πλειονότητα γερμανικά, η χαρά, δηλαδή, της ναζιστικής προπαγάνδας) αφηγείται το εξής παραμύθι. Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια πανέμορφη, ειδυλλιακή, ευτυχισμένη, ειρηνική χώρα, που έβοσκε χήνες, χόρευε βαλς και έπινε μπίρες. Που είχε πόλεις πανέμορφες με ποταμάκια, εκκλησίες και τέχνη. Και, ξαφνικά, κάτι κακοί άνθρωποι ήρθαν από τον ουρανό, έριξαν τόνους από βόμβες, σκότωσαν παιδάκια και κατέστρεψαν τα πάντα. Το «ποιος» και το «γιατί» δεν υπάρχει στο μυαλουδάκι του Λοζνίτσα.
Τι εννοώ; Καμμία σημασία δεν έχει για τον σκηνοθέτη το ότι τεράστια λάβαρα με σβάστικες παραστέκουν τους ανέμελους, ξανθούς Γερμανούς της ονειρικής αρχής της ταινίας του. Δεν βολεύει το ιδεολογικό του κατασκεύασμα, γι’ αυτό και βγάζει εντελώς από την εικόνα το ότι την ώρα που οι πολίτες του Γ’ Ραιχ κόβουν τις βόλτες τους στα κομψά καφέ του Βερολίνου, κάποιοι Εβραίοι γείτονές τους περνάνε τα πάνδεινα, κάποιοι φούρνοι ετοιμάζονται και κάποιες χώρες της Ευρώπης δέχονται η μία μετά την άλλη άγρια εισβολή των κομψών, ακίνδυνων, στρατιωτών, που, πάλι στο αρχειακό υλικό της αρχής, τους βλέπουμε να προστατεύουν χαμογελαστοί τους ανύποπτους Γερμανους.
Επιπλέον, κάνει σχεδόν γαργάρα το ότι τόνοι από βόμβες πέφτουν από γερμανικά αεροπλάνα στην άλλη άκρη της Ευρώπης, παιδάκια σκοτώνονται και μια πόλη ισοπεδώνεται. Υπέφερα επί μία ώρα και δέκα λεπτά μέχρι να δω επιτέλους μιά σκηνή από το blitz και το Λονδίνο. Αδιανόητο. Μπας και του ξέφυγε;
Οχι τίποτα άλλο, αλλά η πατρίδα του, η Ουκρανία, δέχεται εδώ κι ένα χρόνο επίθεση από τον Πούτιν. Παιδάκια σκοτώνονται και πόλεις γίνονται ερείπια. Θα 'πρεπε αυτό να τον έχει διδάξει, αν δεν είχε προκάνει να το καταλάβει μέχρι τα 58 του χρόνια, ότι όπως οι συμπατριώτες του δίνουν τώρα το αίμα τους για την χώρα τους, έτσι κάποτε και η Ευρώπη αντιστάθηκε στον Χίτλερ. Και, ναι, η Γερμανία ισοπεδώθηκε, το ξέρουμε, το έχουμε δει σε ταινίες, το έχουμε διαβάσει στη λογοτεχνία. Εχουμε κλάψει γι’ αυτό. Κανένας, όμως, δημιουργός, ούτε καν Γερμανός, δεν διανοήθηκε ποτέ να ταυτίσει τον Μόντι και τον Ουίνστον Τσόρτσιλ με τον Γκέμπελς και τον Χίτλερ. Μόνο ο Σεργκέι Λοζνίτσα.