Οι φωτογραφίες που θα δείτε στο τέλος του κειμένου είναι από το αφιέρωμα που έκανε το περιοδικό LIFE στις αρχές της δεκαετίας του 70 στην περίεργη αυτή ιστορία που αφορά την οικογένεια της Τίπι Χέντρεν (της πρωταγωνίστριας του Χίτσκοκ στα «Πουλιά»). Μία ιστορία που μας ξεναγεί στο πώς η Χέντρεν κι ο δεύτερος σύζυγός της Νόελ Μάρσαλ (ο διάσημος παραγωγός του «Εξορκιστή») πήραν την απόφαση να ζήσουν με τα παιδιά τους (και την μικρή Μέλανι Γκρίφιθ, την κόρη της Χέντρεν από τον πρώτο της γάμο με τον Πίτερ Γκρίφιθ) και... τα λιοντάρια τους, στην έπαυλή τους στην Καλιφόρνια.
Ολα ξεκίνησαν το 1969, όταν η Χέντρεν γύριζε μία ταινία στην Αφρική και, στις περιηγήσεις της στην άγρια ενδοχώρα της Μοζαμβίκης, συνάντησε ένα εγκαταλειμένο σπίτι που τώρα είχε καταλάβει μία αγέλη λεονταριών και τα μικρά τους. Η Χέντρεν, μαζί με τους ντόπιους οδηγούς της, επέστρεφε ξανά και ξανά σε αυτό το σπίτι κι ο χρόνος που πέρασε να παρατηρεί τα άγρια ζώα την επηρέασε βαθιά. Και της έδωσε την ιδέα για μια ταινία που ο άντρας της θα έγραφε και θα σκηνοθετούσε, ενώ εκείνη και τα παιδιά τους θα πρωταγωνιστούσαν: το «Roar». Ενα θρίλερ που θέλει μία οικογένεια που ζει σε απομονωμένη φάρμα στην Αφρική να δέχεται ένα βράδυ την εισβολή μίας αγέλης λιονταριών στο σπίτι τους.
Αυτό που φυσικά δεν γνώριζε η φιλόδοξη Τίπι ήταν ότι μία τέτοια ιδέα που απαιτούσε την μεταφορά κι εκπαίδευση λιονταριών της Αφρικής θα της κόστιζε εκατομμύρια δολάρια, 11 χρόνια από τη ζωή της και, εν τέλει, το γάμο της. Πρώτα από όλα οι απαιτήσεις ήταν πολύ συγκεκριμένες, όπως τους τις εξήγησε χωρίς περιστροφές ο βετεράνος εκπαιδευτής που προσέλαβαν: χρειαζόντουσαν 50 λιοντάρια για αυτή την ταινία, τα οποία φυσικά δεν μπορούσαν «να πετάξουν ξαφνικά σ' ένα κινηματογραφικό σετ και να περιμένουν ότι δε θα κατασπαράξουν τους πάντες». Θα έπρεπε να τα υιοθετήσουν από μωρά κι όχι απλά να τα εκπαιδεύσουν, αλλά να μένουν μαζί τους. Επίσης αυτό δεν μπορούσε να γίνει απότομα ή βιαστικά. «Τα λιοντάρια είναι μοναδικά όντα. Θα πρέπει να τα συστήνεις μεταξύ τους σταδιακά, διαφορετικά θα αλληλοσκοτωθούν. Ή θα σκοτώσουν εσάς...»
Τι έπρεπε να γίνει λοιπόν: να τα υιοθετούν ένα ένα και να τα φέρνουν στο σπίτι τους. Η Χέντρεν ξεκίνησε τη διαδικασία από τη φάρμα κάποιου Ρον Οξλεϊ στο Soledad Canyon (ο οποίος προμήθευε τσίρκα κι άλλα θεάματα σε εποχές ακόμα βαθύτερης περιφρόνησης στα δικαιώματα των ζώων, από ό,τι φαίνεται).
Το πρώτο λιοντάρι τους ήταν ο «Νιλ». Αυτός ήταν ο άρχοντας του σπιτιού και το διάσημο pet της μικρής Μέλανι - ο σταρ στις περισσότερες φωτογραφίες που έχουν κυκλοφορήσει όλα αυτά τα χρόνια. Ο Νιλ κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι με τα παιδιά, έπαιζε μαζί τους στην πισίνα, χουζούρευε με την μαμά όταν διάβαζε την εφημερίδα της, μάλωνε με βρυχηθμούς τον μπαμπά όταν αργούσε το deadline του στο σενάριο (ένα τέτοιο κατοικίδιο χρειαζόμαστε πολλοί). Ολοι μαζί, οικογενειακά, έβαζαν τα κεφάλια τους ανάμεσα στα σαγόνια του και εμπιστευόντουσαν την μαλακή κοιλιακή τους σάρκα στα παιχνίδια των νυχιών του.
Σταδιακά, η βίλα της οικογένειας στο Sherman Oaks μετατράπηκε σε καταφύγιο λιονταριών - τα οποία δε ζούσαν εκεί συνεχώς, αλλά όμως περνούσαν τουλάχιστον 4-5 μέρες την εβδομάδα με την ανθρώπινη οικογένειά τους. «Πόσο υπέροχη ήταν η εποχή που τα έβλεπες να μετατρέπονται από μωρά σε ενήλικα λιοντάρια - την περίοδο μεταξύ 6 εβδομάδων κι 6 μηνών» είχε δηλώσει τότε η μαμά Τίπι.
Ολη η οικογένεια είχε ευθύνη απέναντι στα λιοντάρια: όλοι τα τάιζαν, τα περιποιόντουσαν, τα χάιδευαν, έπαιζαν μαζί τους. Περισσότερες δηλώσεις τις Χέντρεν στον Τύπο είχαν σοκάρει την κοινή γνώμη τότε: «Βάζω τα παιδιά μου να κοιμούνται με ένα λιοντάρι το καθένα κάθε βράδυ. Θεωρώ απαραίτητη την επικοινωνία τους μέρα και νύχτα...»
Μόνο που όλο αυτό ήταν πολύ καλό (και εξαιρετικά αφελές) για να είναι αληθινό: οι γείτονες φρίκαραν, οι καταγγελίες ανάγκασαν την οικογένεια να φύγει από το σπίτι της και να μετακομίσει σε απομονωμένη φάρμα στο Soledad Canyon, όπου ξεκίνησαν και το γύρισμα του «Roar» (μίας ταινίας που τους κατέστρεψε και οικονομικά τελικά, καθώς κόστισε τότε 17.5 εκ. δολάρια κι έφερε πίσω σκάρτα 2 εκ. δολάρια).
Πάνω από όλα αποδείχτηκε το προφανές: δεν μπορείς, ούτε σου επιτρέπεται να δοκιμάσεις, να αλλάξεις τη φύση του άγριου ζώου. Στα 19 της χρόνια η Μέλανι δέχτηκε επίθεση από το αγαπημένο της λιοντάρι και κατέληξε με 50 ράμματα στο πρόσωπο. Λιοντάρι άρπαξε από τα μαλλιά και τα ξερίζωσε μαζί με την επιδερμίδα του κεφαλιού, το διευθυντή φωτογραφίας. Λιονταρίνα επιτέθηκε και δάγκωσε το μπράτσο της Χέντρεν, ενώ ένα βουνίσιο λιοντάρι τη δάγκωσε, σχεδόν μοιραία, στο στέρνο.
«Είναι επικίνδυνα» αναγκάστηκε να ομολογήσει. «Ολοι στην οικογένειά μου δέχτηκαν επιθέσεις, οπότε, ναι, σήμερα γνωρίζω από πρώτο χέρι την επικινδυνότητα του να επιχειρήσεις να ζεις με άγρια ζώα...»
Οταν η παραγωγή της ταινίας ολοκληρώθηκε το 1983, η Χέντρεν οδήγησε όλα τα λιοντάρια τους στο νέο τους σπίτι. Ενα καταφύγιο που ίδρυσε η ίδια για τα άγρια ζώα της Αφρικής, το «Shambala Preserve». Το καταφύγιο υποδέχεται ετησίως δεκάδες ζώα (λιοντάρια, τίγρεις, λεοπαρδάλεις, αγριόγατες) που εισάγονται παράνομα στις Η.Π.Α. για να πουληθούν και δέχονται την ανθρώπινη κακομεταχείριση. Τους προσφέρει το περιβάλλον που θα τα επανεντάξει σ' ένα φυσικό τρόπο ζωής και, όταν ολοκληρωθεί η θεραπεία τους, θα τους χαρίσει ξανά την ελευθερία τους και την επιστροφή τους στη φύση. Πρόσφατο παράδειγμα, οι δύο τίγρεις του Μάικλ Τζάκσον: μετά το κλείσιμο του ζωολογικού του κήπου στη Neverland, τα ζώα οδηγήθηκαν στη Shambala.
Ακόμα και σήμερα η Χέντρεν ασχολείται ενεργά με το καταφύγιο και ομολογεί ότι της λείπει να ταΐζει η ίδια τα μωρά της: «Μου λείπουν οι μέρες που έδινα γάλα στα μωρά. Δεν υπάρχει πιο γλυκό ζώο στον κόσμο από ένα λιονταράκι. Αλλά έμαθα πικρά ότι δεν μπορούμε να τα έχουμε ως κατοικίδια...»
Δείτε όλες τις φωτογραφίες:
Διαβάστε ακόμα: