Φεστιβάλ / Βραβεία

24ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης | Μέρα 6η | Με μάτια και αυτιά ανοιχτά

στα 10

To Flix βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη και μεταδίδει όλα όσα συμβαίνουν μέσα κι έξω από τις σκοτεινές αίθουσες του 24ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Flix Team
24ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης | Μέρα 6η | Με μάτια και αυτιά ανοιχτά

Εκτη μέρα του Φεστιβάλ με ένα masterclass που έκλεψε την (ηχητική) παράσταση, την πρώτη ελληνική προβολή του «Η Πόλη και η Πόλη» των Χρήστου Πασσαλή και Σύλλα Τζουμέρκα για την εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, άρτι αφιχθές από την παγκόσμια πρεμιέρα του στη Berlinale και ταινίες που συζητιούνται όλο και περισσότερο και μια Θεσσαλονίκη που συνεχίζει να ζει μέρες πραγματικότητας μέσα κι έξω από τις αίθουσες.

tdf

ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΜΕ ΗΧΟΥΣ - ΣΤΟ MASTERCLASS ΤΗΣ ΦΡΕΝΤΕΡΙΚ ΠΡΕΣΜΑΝ

Για την εξέλιξη, τα εργαλεία, τις ιδιαιτερότητες και τα είδη του ηχητικού ντοκιμαντέρ, καθώς και για τις διαφορές ανάμεσα στο ηχητικό και το κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ, μίλησε η γαλλίδα σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ και καλλιτέχνης του ήχου, Φρεντερίκ Πρεσμάν, στο masterclass «Γράφοντας με Ήχους», που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 15 Μαρτίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, στο 24ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

«Τα είδη του ηχητικού/ραδιοφωνικού ντοκιμαντέρ είναι εναλλάξιμα, υπάρχει μια πληθώρα από όρους που περιγράφουν παρόμοια είδη. Οι πιο πολύ από εσάς είστε εξοικειωμένοι με το podcast. Υπάρχει μια παρανόηση: το podcast δεν είναι είδος, είναι πιο πολύ εργαλείο αναμετάδοσης με πολλά επιμέρους είδη, όπως φαντασία, talk shows, αθλητικά. Περιέχει κυρίως αφήγηση, με ορισμένα ηχητικά εφέ», ανέφερε αρχικά η Φρεντερίκ Πρεσμάν.

Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στο άρθρο του Άρη Δημοκίδη στον Α-Κατάλογο του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, με τίτλο «Η Άνοδος -και η περαιτέρω άνοδος- των ηχητικών ντοκιμαντέρ», μιλώντας για το πώς ο ήχος, παράλληλα με την εικόνα στα οπτικά ντοκιμαντέρ, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο αφήγησης: «Όπως φαίνεται και στο άρθρο του Άρη Δημοκίδη, πολλά πράγματα υπήρχαν πριν τον ερχομό του διαδικτύου, τα οποία δεν ανακαλύφθηκαν με την έλευσή του. Μπορούμε απλώς να πούμε ότι εξελίχθηκαν ή μεταλλάχθηκαν», ανέφερε σχετικά. «Έχω εμπειρία στον χώρο τόσο του οπτικού όσο και του ηχητικού ντοκιμαντέρ. Πάντα γνωρίζω ποιο από τα δύο ταιριάζει σε κάθε περίπτωση. Κατά την άποψή μου, η πληθώρα των πληροφοριών που δεχόμαστε είναι οπτικές. Ωστόσο, ορισμένες εικόνες παραμένουν περιττές. Η αφήγηση στις περιπτώσεις αυτές συνεχίζεται με τον ήχο, ενώ οι εικόνες απλώς συνδράμουν ως ένα είδος εικονογράφησης. Ζούμε σε έναν κόσμο σαφώς κορεσμένο από εικόνες. Το να δουλεύεις αποκλειστικά και μόνο με ήχο είναι αναζωογονητικό: ο ήχος δίνει περισσότερο χώρο στη φαντασία. Όπως έχει πει και ο Όρσον Γουέλς: ανάμεσα στο ραδιόφωνο και τον κινηματογράφο, προτιμώ το ραδιόφωνο, διότι έχει μεγαλύτερη οθόνη», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Ο ήχος είναι πιο ελαφρύς και λιγότερο αδιάκριτος, όπως εξήγησε η Φρεντερίκ Πρεσμάν: «είναι πολύ πιο εύκολο να δουλέψεις με εξοπλισμό ήχου, παρά με κινηματογραφικό εξοπλισμό. Είναι και πολύ πιο οικονομικό! Συχνά δουλεύεις μόνος, το πολύ με ένα ή δύο ακόμη άτομα, γίνεσαι έτσι περισσότερο ευέλικτος. Σε κάθε περίπτωση, είτε το ντοκιμαντέρ είναι οπτικό είτε ηχητικό, έχουν μάλλον τον ίδιο σκοπό: να μοιραστούν μία οπτική γωνία με τον κόσμο, να πουν μια ιστορία. Έχουν και τα δύο έναν βασικό κορμό, ένα σενάριο κάποιου είδους, το οποίο και δείχνει τον τελικό στόχο της ιστορίας (και βοηθά στην εύρεση παραγωγών). Το ντοκιμαντέρ είναι θέμα οπτικής γωνίας και άποψης. Αυτή η άποψη συχνά δεν είναι διαυγής και εμφανής, προκύπτει μάλλον οργανικά από τα στοιχεία της αφήγησης. Η διαφορά του ντοκιμαντέρ με την ταινία μυθοπλασίας είναι ότι στο πρώτο (επανα)κατασκευάζεις την πραγματικότητα με ρεαλιστικά στοιχεία, ενώ στην ταινία μυθοπλασίας ξαναγράφεις την πραγματικότητα από την αρχή διότι δεν είναι ποτέ δεδομένη», συμπλήρωσε.

tdf

Αμέσως μετά, αναφέρθηκε στην ποικιλομορφία του ηχητικού ντοκιμαντέρ και στην ελευθερία που το χαρακτηρίζει. «Δεν έχεις εικόνα, έχεις δηλαδή περισσότερο χώρο και περισσότερη ελευθερία. Με τον ήχο δεν μπορείς να δημιουργήσεις ψεύτικες σκηνές, όπως κάνουμε στις ταινίες με ένα καλό μοντάζ. Τον ήχο δεν μπορείς παρά να τον παραλείψεις ή να τον “σπάσεις” διακριτικά, ώστε να μικρύνεις ένα μεγάλο απόσπασμα ή να αλλάξεις την σειρά που ειπώθηκαν ορισμένα πράγματα, σε ένα δημιουργικό ηχητικό μοντάζ». Στο σημείο αυτό, αναφέρθηκε στις διαφορές του ραδιοφωνικού ντοκιμαντέρ και του ηχητικού ρεπορτάζ: «στο ηχητικό ντοκιμαντέρ χρειάζεσαι πολύ χρόνο και μια ισχυρή άποψη. Πρέπει να βρεις τη σωστή φόρμα που ταιριάζει στην ιστορία που θέλεις να διηγηθείς. Επίσης, το ντοκιμαντέρ προαπαιτεί αρκετή (καλλιτεχνική) έρευνα και περισυλλογή. Όπως το σινεμά δεν είναι η βιντεοσκόπηση μιας θεατρικής παράστασης, έτσι και το ραδιοφωνικό ντοκιμαντέρ δεν είναι η απλή ανάγνωση ενός κειμένου».

Στη συνέχεια, αναφέρθηκε σε ορισμένα εργαλεία που συνθέτουν το είδος του ραδιοφωνικού ντοκιμαντέρ: «Οι συνεντεύξεις είναι ένας υπέροχος και ενδιαφέρων τρόπος να λάβεις πληροφορίες. Αν χειριστείτε σωστά τη συνέντευξη, μπορείτε να λάβετε πολύτιμες πληροφορίες. Επίσης, το λεγόμενο cinéma vérité, το situational cinema, στην ηχητική του μεταφορά: το να ακολουθείς τη δράση δίχως να παρεμβαίνεις σε αυτή, όπως έκανε ο κινηματογραφικός master του είδους, Φρέντερικ Γουάιζμαν. Η παρουσία σας στον χώρο βεβαίως επηρεάζει τη δράση, αλλά πρέπει να προσπαθήσετε να είστε όσο το δυνατόν πιο διακριτικοί. Επίσης, το λεγόμενο ambience, η δημιουργία ατμόσφαιρας με ήχους που δεν γίνονται άμεσα αντιληπτοί, ούτε επικοινωνούν κάποια ορισμένη πληροφορία: απλώς θέτουν το πλαίσιο και δημιουργούν ατμόσφαιρα (για παράδειγμα, ήχοι δρόμου ή μια συζήτηση που δεν ακούμε ακριβώς τι λέγεται). Έπειτα, το close up, ρυθμικά στοιχεία στον περιβάλλοντα χώρο (για παράδειγμα, μια πόρτα που κλείνει ή μια γραφομηχανή που χτυπά). Μπορούμε να συμπεριλάβουμε, επίσης, το (δημιουργικό) μοντάζ ως εργαλείο, το alternate editing, στο οποίο διαφορετικοί ήχοι συμπλέουν και διαφορετικές, ή μάλλον κατασκευασμένες, πραγματικότητες αλληλοκαλύπτονται. Φυσικά, η μουσική, την οποία εγώ προσωπικά δεν χρησιμοποιώ πολύ. Μπορείτε να τη χρησιμοποιήσετε είτε αυτούσια ως score είτε ενσωματωμένη, δηλαδή ένα τραγούδι που ακούγεται μέσα από το σύμπαν που έχετε δημιουργήσει. Τέλος, η αφήγηση, το πιο διαδεδομένο εργαλείο, το οποίο, αν χρησιμοποιηθεί δημιουργικά, μπορεί να φέρει όμορφο αποτέλεσμα. Αποδέχομαι και κατανοώ όλα τα εργαλεία, αρκεί να μην καταφεύγουμε σε αυτά λόγω βαρεμάρας. Συχνά αναφέρομαι στην αφήγηση ως το τελευταίο καταφύγιο, ακριβώς επειδή καταλήγεις να εξηγείς στους ακροατές τι ακριβώς θέλεις να πεις. Μου αρέσει συχνά να αναρωτιέμαι πώς μπορώ να επικοινωνήσω κάτι, δίχως να χρειαστεί να το εξηγήσω».


ΠΡΕΜΙΕΡΑ «Η ΠΟΛΗ ΚΑΙ Η ΠΟΛΗ»

τδφ

τδφ

τδφ

τδφ

τδφ

τδφ


To 24o Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης διεξάγεται φέτος σε υβριδική μορφή, με φυσική παρουσία αλλά και online προβολές από τις 10 μέχρι και τις 20 Μαρτίου. Το πρόγραμμα προβολών, είναι διαθέσιμο στο επίσημο site του Φεστιβάλ.


ΤΟ FLIX ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΟΥ 24ου ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Film is Dead

Το Σινεμά είναι Νεκρό (El cine ha Muerto) του Χουάν Μπενίτες Αγιάσια

Το ντοκιμαντέρ του Χουάν Μπενίτες Αγιάσια είναι ένας αποχαιρετισμός.

Φαινομενικά είναι ένας αποχαιρετισμός σε μία πόλη. Τη Σάντα Φε της παιδικής του ηλικίας, εκεί όπου τα σπίια της γειτονιάς ήταν σκαλοπάτια για να κοιτάξεις τον κόσμο από πιο ψηλά, ο ερχομός του τρένου ήταν ένα κοσμογονικό γεγονός ικανό να αλλάξει τον κόσμο και η «οικογένεια» που συγκεντρωνόταν στο Cine Monumental δικαίωνε την ονομασία του ως «μνημειώδης».

Με μια κατασκευή που μοιάζει τόσο χειροποίητη όσο και νομοτελειακά μετά - μοντέρνα, ο νεαρός Αργεντίνος προβάλλει πάνω στα κτίρια, τους σταθμούς και τα έρημα τοπία της παιδικής του ηλικίας φιλμ γυρισμένα σε ανύποπτο χώρο και χρόνο - σαν διπλοτυπίες που ακυρώνουν το χώρο, το χρόνο και την όποια απόσταση ανάμεσά τους. Δεν το κάνει από νοσταλγία (όπως το απαθανάτισε μυθικά το «Σινεμά ο Παράδεισος») ή από ανάγκη (επειδή τα σινεμά της παιδικής του ηλικίας έκλεισαν αφήνοντας πίσω τους ένα δυσαναπλήρωτο κενό).

Το κάνει για ένα και μοναδικό λόγο που θα τον εξηγήσει λίγο πιο αργά μέσα σε αυτό το συναρπαστικά οπτικό υπνωτιστικό και βαθιά μελαγχολικό φιλμικό εξομολογητήριο:

«Αυτό κάνουν οι ταινίες. Γεμίζουν τους χώρους».

Ο Χουάν Μπενίτες Αγιάσια γεμίζει το χώρο. Αλλά αυτό που αποχαιρετά δεν είναι η πόλη που μεγάλωσε, ούτε καν η δική του παιδική ηλικία. Λίγο τον νοιάζουν και οι ταινίες ή το φως που τρεμόσβηνε και, ναι το ήξερε πως έδειχνε πάντοτε προς τη σωστή… έξοδο κινδύνου. Λιγότερο ίσως και τα σινεμά - φαντάσματα που περισσότερο από άλλα εγκαταλελειμμένα κτίρια φαντάζουν πιο άδεια και από την καρδιά σου όταν κάποιος στον οποίον πίστεψες σε πληγώνει.

Αυτό που αποχαιρετά είναι ο πατέρας του που ζούσε μέσα στις αίθουσες. «Δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω αν ήθελε να γίνει σκηνοθέτης και δεν το κατάφερε;», θα πει κάποια στιγμή ο γιος του, παίρνοντας μια μικρή εκδίκηση από το σύμπαν επειδή με μια κάμερα στο χέρι και με χειροποίητα home (πέστα και neighbourhood) movies, γίνεται ο ίδιος μια αόριστη μετενσάρκωση της κοσμικής επιθυμίας μιας ολόκληρης γενιάς που έμεινε θεατής και όχι δημιουργός.

Το «Σινεμά είναι Νεκρό» του τίτλου δεν είναι η διαπίστωση που με έκσταση αναζητεί μια ολόκληρη γενιά για να εφεύρει και να ανασκευάσει θεωρίες γύρω από το νέο τρόπο που (θα) βλέπουμε σινεμά. Το «Σινεμά είναι Νεκρό» είναι κάτι απείρως πιο σημαντικό και προσωπικό (και άρα οικουμενικό) για τον νεαρό δημιουργό αυτής της ταινίας. Είναι η ανάγκη ενός παιδιού να δεχθεί το θάνατο του πατέρα του.

Και να τον αποχαιρετήσει ως έναν εμβληματικό ήρωα στα μέρη που τον είδε ή θα ήθελε να τον δει σαν μια bigger than life φιγούρα - σαν έμπνευση δηλαδή και μαζί μύθο. Σαν σινεμά, ζωντανό.

(Μπορείτε να δείτε το «Σινεμά είναι Νεκρό» online εδώ μέχρι τις 20 Μαρτίου)

Μανώλης Κρανάκης

i get knocked down

I Get Knocked Down των Σόφι Ρόμπινσον και Ντάνσταν Μπρους

Ακόμη κι αν δεν έχεις ιδέα τι είναι (ούτε καν τι σημαίνει…) η λέξη Chumbawamba, είναι μάλλον αδύνατον να μην έχεις ακούσει κάπου κάπως κάποτε το τραγούδι που άφησε το εν λόγω βρετανικό γκρουπ στην Ιστορία. Για όσους βυθίστηκαν στην brit pop αφήνοντας μέσα σε λευκές ρίγες από Adidas ένα μεγάλο κομμάτι της αθωότητάς τους, το «Tubthumping» που κυκλοφόρησε το 1998 ήταν ταυτόχρονα μια μικρή ένοχη απόλαυση και ένα anthem από αυτά που τουλάχιστον όταν έπεφταν στο club ήσουν υποχρεωμένος να χορέψεις.

Αλλωστε ήταν δύσκολο να μην ταυτιστείς έστω και εν είδει συνθήματος με το «I get knocked down, but I get up againYou are never gonna keep me down» που έφερε τους πάλαι πότε αφανείς στο ευρύ κοινό Chumbawamba στην a-list στέλνοντας ρίγη ανατριχίλας και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού - μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την ψευτό πανκ (για τους άλλους), νεοαναρχική κολεκτίβα (για τους ίδιους) να σπείρει λίγο ευπρόσδεκτο πανικό στη mainstream κουλτούρα.

Το ντοκιμαντέρ με τον εύγλωττο τίτλο «I Get Knocked Down» βρίσκει τον ηγέτη και τραγουδιστή των Chumbawamba τώρα, δύο και κάτι δεκαετίες μετά την επιτυχία του «Tubthumping» να φοράει ένα καλοραμμένο κοστούμι καθώς έχει αναλάβει μια δύσκολη (συναισθηματική κυρίως) απόστολή: να ξαναβρεί τα μέλη του γκρουπ όπου κι αν βρίσκονται σήμερα, καθώς το alter ego του (μια σαφή αναφορά στη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του Τσαρλς Ντίκενς) τον καταδιώκει, αναγκάζοντάς τον να έρθει αντιμέτωπος με τα λάθη, τις ενοχές, όσα αποθήκευσε η μνήμη και όσα τελικά χρειάζονται μόνο μια σπίθα για να γίνουν πάλι φωτιά.

Στα 59 του χρόνια σήμερα, ο Ντάνσταν Μπρους είναι κάτι παραπάνω από ένας γοητευτικός post-dandy που έχει και χιούμορ και σαφή άποψη για τι ακριβώς συνέβη στη ζωή του (άφησε τους Chumbawamba το 2004, ίδρυσε τους Interrobang το 2012), αλλά κυρίως και παραδόξως την ίδια φιλοσοφία ζωής που είχε και την εποχή που μπορούσε να λέει ό,τι θέλει και να κάνει ό,τι θέλει - σίγουρος ότι η μουσική μπορεί, όταν θέλει να αλλάξει τον κόσμο - αρκεί στο song list κάθε συναυλίας του συγκροτήματος να υπάρχει το «Tubthumping». Ναι, είναι πιο σοφός και η στάση του απέναντι στον αμείλικτο χρόνο (και το θάνατο) είναι ζηλευτή, η δε συνάντηση του με τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ είναι βαθιά συγκινητική ακόμη μέσα στην μελοδραματική της εκβιαστική νοσταλγία, ωστόσο από κάποια στιγμή και μετά το ντοκιμαντέρ, που συνυπογράφει και ο ίδιος ως σκηνοθέτης. αρχίζει να επαναλαμβάνεται και να βγάζει νόημα περισσότερο για τον ίδιο παρά για τον (μόνιμως) ανυποψίαστο θεατή.

Η νοσταλγία είναι καθαρή, όπως και το δίδαγμα περί του τιμήματος της δόξας. Αρκούν; Το σύνθημα έτσι κι αλλιώς παραμένει πάντα ίδιο. Αλλά όπως παραδέχεται και ο Μπρους «είναι δύσκολο να είσαι ένα οργισμένος γέρος».

(Μπορείτε να δείτε το «I Get Knocked Down» online εδώ μέχρι και τις 20 Μαρτίου)

Μανώλης Κρανάκης


To 24o Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης διεξάγεται φέτος σε υβριδική μορφή, με φυσική παρουσία αλλά και online προβολές από τις 10 μέχρι και τις 20 Μαρτίου. Το πρόγραμμα προβολών, είναι διαθέσιμο στο επίσημο site του Φεστιβάλ.


TΟ #TDF24 ΣΤΑ SOCIAL MEDIA


To 24o Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης διεξάγεται φέτος σε υβριδική μορφή, με φυσική παρουσία αλλά και online προβολές από τις 10 μέχρι και τις 20 Μαρτίου. Το πρόγραμμα προβολών, είναι διαθέσιμο στο επίσημο site του Φεστιβάλ.