Γιορτάζοντας την 50η του επέτειο σε μια αληθινά δύσκολη χρονιά, και με μια καινούρια διευθύντρια, την Βάνια Καλουτζέρτσιτς, επικεφαλής του, το φεστιβάλ του Ρότερνταμ ξετυλίγεται φέτος σε δύο τουλάχιστον φάσεις με την πρώτη να λαμβάνει χώρα από την 1η έως τις 7 Φεβρουαρίου, online και τη δεύτερη να έχει προγραμματιστεί για τις 2 με 6 Ιουνίου.
Τα διαγωνιστικά του προγράμματα προβάλλονται τώρα και το Flix παρακολουθεί τις προβολές των ταινιών του, που όπως μας έχει συνηθίσει το ολλανδικό φεστιβάλ είναι τις περισσότερες φορές απροσδόκητες, θαρραλέες, «διαφορετικές»
Πιο κάτω θα βρείτε την άποψή μας για όλα τα φιλμ που θα προβληθούν στο Tiger Competition. Νέες κριτικές θα προστίθενται στο κείμενο καθώς βλέπουμε τις ταινίες.
Δείτε ακόμη: Δύο νέα ελληνικά πρότζεκτ στη CineMart του Φεστιβάλ του Ρότερνταμ
Gritt της Ιτόνιε Σόιμερ Γκούτορμσεν (Νορβηγία)
Η Γκριτ, η ηρωίδα που δανείζει τον τίτλο της και σηκώνει στους ώμους της το βάρος ολόκληρης της ταινίας (και του κόσμου ολόκληρου θα μπορούσε να πει κανείς) είναι ένας χαρακτήρας που δεν είσαι ποτέ σίγουρος αν πρέπει να αγαπήσεις ή να πιάσεις από τους ώμους και να ταρακουνήσεις για να ξεφύγει από τις αυταπάτες και την εγωκεντρικότητα της. Performance artist που ονειρεύεται να οργανώσει μια συμβολική θεατρική πράξη εξαιρετικά φιλόδοξου μεγέθους δίχως ακριβώς και η ίδια να ξέρει για ποιο πράγμα θέλει να μιλήσει, βλέπει το καλλιτεχνικό κατεστημένο να της αρνείται την χρηματοδότηση και την ζωή να της προσφέρει το ένα χτύπημα μετά το άλλο. Η ίδια εν τούτοις κάθε άλλο παρά είναι άμοιρη των ευθυνών της, αφού χαραμίζει κάθε ευκαιρία, δηλητηριάζει κάθε σχέση και δεν μπορεί να δει πέρα από την ομίχλη της αμπελοφιλοσοφίας που ξεστομίζει με κάθε ευκαιρία. Η (καθοδική) διαδρομή της στην καλλιτεχνική σκηνή του Οσλο, θα την οδηγήσει άραγε σε έναν θρίαμβο ή έστω μια επώδυνη γνώση του αληθινού της εαυτού;
Η Ιτόνιε Σόιμερ Γκούτορμσεν ακολουθεί την ηρωίδα της κατά πόδας σε μια διαδρομή που είναι επώδυνη κι αστεία μαζί και κατορθώνει να διατηρήσει τα αμφίσημα αισθηματά σου απέναντί της συνεχώς σε ρευστότητα. Το αποτέλεσμα είναι μια πικρά αστεία σάτιρα για την συχνά επιφανειακή φύση της μοντέρνας τέχνης κι ένα συναρπαστικό (με πολλούς τρόπους) πορτρέτο μιας γυναίκας που μοιάζει πολύ πιο αληθινή, σύνθετη και μπερδεμένη απ΄ όσο οι περισσότεροι άνθρωποι (τολμούν να παραδεχτούν ότι είναι) στην αληθινή ζωή. Γιώργος Κρασσακόπουλος
Bipolar της Κουίνα Λι (Κίνα)
Μια νεαρή κοπέλα φτάνει στη Λάσα, πρωτεύουσα του Θιβέτ. Λέει πως έχει φτάσει εκεί ως προσκυνήτρια, αλλά στην πραγματικότητα δεν ξέρει ακριβώς τι αναζητά μέσα στο καλειδοσκοπικό σύμπαν ενός τουριστικού πανδαιμόνιου, πασπαλισμένου με φολκλόρ συνθετική πολυτέλεια και αποχρώσεις μυστικιστικής ενδοσκόπησης. Μαζί της κουβαλά εικόνες από το παρελθόν που προδίδουν μόνο ψήγματα της ταυτότητάς της ως ποπ τραγουδίστριας και μιας απώλειας που δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει με φόντο μια τεράστια πισίνα-δεξαμενή. Το πρώτο βράδυ στο εστιατόριο του ξενοδοχείου της, θα συγκινηθεί από τη θέα μιας ζωντανής ατραξιόν, ενός αστακού παγιδευμένου μέσα σε ένα δυσανάλογα μικρό για το μέγεθός του ενυδρείο και θα αποφασίσει να εγκαταλείψει την πορεία που είχε σημειώσει στο χάρτη της προκειμένου να φτάσει μαζί του μέχρι τη θάλασσα και να τον ρίξει πάλι στο νερό.
Σε αυστηρό ασπρόμαυρο (που ξεφεύγει όταν και όσο χρειάζεται σε φωσφορούχο έγχρωμο), το οπτικά παραισθησιογόνο «Bipolar» διαδραματίζεται ταυτόχρονα στον κόσμο της πραγματικότητας και σε αυτόν του ονείρου και, σε μια όχι και τόσο μακρινή αναφορά στο μύθο του Ορφέα, ταυτόχρονα στον κόσμο των ζωντανών και αυτό των νεκρών. Η διπολική του φύση είναι και αυτή που το αναδεικνύει σε ένα γοητευτικό αν και φλύαρο roller coaster που διασχίζει τις αντιθέσεις ενός τόπου μοιρασμένου ανάμεσα στο πνεύμα και την ύλη και μιας ηρωίδας που αναζητά το κέντρο της, με πιο δυνατές στιγμές του αυτές που η δημιουργός του, Κουίνα Λι, παραδίδεται στο χιούμορ και μια τρυφερή εκκεντρικότητα και αδύναμες αυτές που παρασύρεται σε ένα εικαστικό ηδονοβλεπτισμό και όταν προσπαθεί να επιβάλλει το φλύαρο φιλοσοφικό της μανιφέστο. Με όλες τις ελευθερίες ενός road movie που είναι πρώτη ταινία και που ίσως τελικά φιλοδοξεί κιόλας να χάνει διαρκώς την ευθεία του, προκειμένου να αναδείξει την αχαρτογράφητη περιοχή του ανθρώπινου μυαλού, το «Bipolar» ολοκληρώνεται σαν μια λυτρωτική διαδρομή προς το τέλος (ή την αρχή), το ίδιο επιτηδευμένη, πληθωρική αλλά και σαγηνευτική όσο και κάθε τουριστική ξενάγηση που αρκεί μια μικρή κατά λάθος παράκαμψη για να σε οδηγήσει στην αθέατη πλευρά του κόσμου. Μανώλης Κρανάκης
Madalena του Μαντιάνο Μαρκέτσι (Βραζιλία)
Ενα διαμελισμένο σώμα κείτεται νεκρό σ’ ένα χωράφι. Πώς βρέθηκε εκεί; Γιατί; Ποιος διέπραξε το έγκλημα; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Πρόκειται για τη Μανταλένα, μια τρανς που ζούσε σε μια no man’s land της βραζιλιάνικης περιφέρειας. Η ιστορία της ζωής της δίνεται υπαινικτικά, αλλά ο θάνατός της είναι η αφορμή για μια πολλαπλώς καταγγελτική αφήγηση.
Παρακολουθούμε διαδοχικά τον αντίκτυπο του θανάτου της Μανταλένα μέσα από στιγμιότυπα της ζωής τριών διαφορετικών πρωταγωνιστών. Δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, αλλά όλοι τους συνδέονται με κάποιον τρόπο μ’ εκείνη: H Λουζιάνε, ιδιοκτήτρια του κλαμπ, της χτυπά την πόρτα για να εισπράξει τα χρήματά της. O πλούσιος Κριστιάνο επιβλέπει τα χωράφια σόγιας του απαιτητικού πατέρα του καθώς απλώνονται ολοένα και περισσότερο σε ολόκληρη την περιοχή. Η τρανς Μπιάνκα μαζί με τις φιλενάδες της μοιράζονται τα πράγματα της Μανταλένα ανατρέχοντας στις κοινές τους αναμνήσεις.
Ο Μαρκέτσι φιλμάρει τη βραζιλιάνικη ύπαιθρο της γενέτειράς του. Τεράστια γεωργικά μηχανήματα αλώνουν το φυσικό τοπίο. Δίπλα τους οι άνθρωποι φαντάζουν έντομα. Από τα πρώτα λεπτά της ταινίας, τον θεατή υποδέχονται έκπληκτες στρουθοκάμηλοι που βοσκάνε στα λιβάδια, σαν να είναι εκείνες να παρακολουθούν εμάς κι όχι εμείς αυτές. Οσο οι πλοκές των ιστοριών προχωρούν, οι εικόνες αυτές παρεμβάλλονται, προσδίδοντας μια ακόμα πιο στοιχειωτική διάσταση από ό,τι το ίδιο το έγκλημα. Οι ιστορίες δεν συναντούν η μία την άλλη, μα προοδευτικά η ταινία γίνεται μια road movie με φόντο το ιδιόμορφο αυτό τοπίο∙ ένα τοπίο που την κατακλύζει τόσο καθοριστικά, ώστε στο τέλος δεν είναι ξεκάθαρο πιο είναι πιο ηχηρό: το ρέκβιεμ για την ανθρώπινη απώλεια ή το ρέκβιεμ για τη φύση;
Ολα αυτά τα στοιχεία συνδυαστικά καθιστούν τη «Madalena» μια νηφάλια, χαμηλών τόνων ταινία που κάνει μια σπαρακτική επίκληση για ενσυναίσθηση προς πάσα κατεύθυνση.
Στέλλα Πεκιαρίδη
Destello Bravío της Αϊνόα Ροντρίγκεζ (Ισπανία)
Το «Destello Bravío» της Αϊνόα Ροντρίγκεζ διαδραματίζεται σε ένα άχρονο τώρα σε μια αναγνωρίσιμη αλλά και παράδοξη επαρχιακή Ισπανία, σε έναν κόσμο γυναικών που φωτίζουν με την δική τους έντονη και ξαφνική λάμψη, αλλά και τις εξίσου έντονες σκοτεινές τους στιγμές την οθόνη. Το φιλμ χτίζεται από μικρές ιστορίες και στιγμές μιας ομάδας χαρακτήρων -γυναίκες μιας κάποιας ηλικίας- που διεκδικούν τον δικό τους χώρο, την δική τους ταυτότητα και τις δικές τους επιθυμίες. Σε έναν τόπο όπου η ζωή μοιάζει με νεκρή φύση, οι γυναίκες είναι εκείνες που δείχνουν να υποφέρουν από έναν παλιομοδίτικο, άδικο και πατριαρχικό τρόπο ζωής. Μια από αυτές, η Σίτα, μοιάζει παγιδευμένη και προσπαθεί να ξεφύγει, μια άλλη η Μαρία επιστρέφει στο πατρικό της όταν ο άντρας της πεθάνει, η Ισα μαγνητοφωνεί μηνύματα στον εαυτό της που ακούει μετά μόνη της και πιστεύει πως μια ξαφνική τεράστια λάμψη θα αλλάξει την ζωή της. Οι γυναίκες πίνουν καφέ και γλυκά, παραδίδονται σε ξαφνικές εξάρσεις της επιθυμίας τους, μια από αυτές ακούει έναν ήχο που κανείς άλλος δεν μπορεί να ακούσει.
Το φιλμ της Ροντρίγκεζ διαδραματίζεται σε ένα πεδίο μεταξύ του πραγματικού και του ονειρικού του ρεαλιστικού και του συμβολικού, μέσα από μια σειρά βινιέτες που φλερτάρουν με το παράδοξο ξεκινώντας από το ρεαλιστικό. Σαγηνευτικό και πανέμορφο, αρνείται πεισματικά κάθε κατηγοριοποίηση και κατορθώνει να σφηνώνεται στο μυαλό και να προβάλλει σαν ένα όλο και πιο σπάνιο στις μέρες μας δείγμα απροσδόκητου σινεμά.
Γιώργος Κρασσακόπουλος
Ι Comete του Πασκάλ Τανιάτι (Γαλλία)
Ενα ακόμη καλοκαίρι στην Κορσική. Τα παιδιά παίζουν ανέμελα, οι έφηβοι ανακαλύπτουν τη σεξουαλική τους ορμή και οι μεγαλύτεροι προσπαθούν να κρατηθούν από κάπου καθώς ο χρόνος περνάει, τα καλοκαίρια στοιβάζονται στους ώμους τους και ο κόσμος αλλάζει ερήμην όλων όσων δεν ειπώθηκαν ποτέ. Στο κέντρο ενός μωσαϊκού ηρώων που ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί - σαν χορός μιας όχι και τόσο αρχαίας τραγωδίας - χαρτογραφούν ένα μεσογειακό τοπίο, την ίδια στιγμή γνώριμο και όμως πάντα κρυπτικό ως προς το τι θα αποκαλύψει όταν ο ήλιος κάψει το δέρμα και η επιθυμία ανοίξει πάλι τις πληγές, βρίσκεται ο Αφρικανός Φρανσουά-Ρεζί, υιοθετημένο παιδί της οικογένειας που θέλει να ελέγξει τη δύναμη, τον πλούτο και την ιστορία ενός τόπου και περισσότερων από μιας γενεών.
Με την παρατηρητικότητα ενός Ερίκ Ρομέρ, μικρά - άλλοτε ψυχρά κι άλλοτε θερμά - ρεύματα από Nouvelle Vague και ένα τολμηρό αν και όχι πάντα εύστοχο ιμπρεσιονιστικό μείγμα εν είδει τεκμηρίωσης και απτής μυθοπλασίας, το ντεμπούτο του Πασκάλ Τανιάτι στέκεται αυθύπαρκτο ως μια ταινία που προκρίνει το στιλ απλά και μόνο για να υπηρετήσει το περιεχόμενό της. Ενα σκληρό, μαζί τρυφερό, άλλοτε με την αφέλεια της νεότητας και άλλοτε με την σοφία ενός δημιουργού που ξέρει να κινείται μέσα από τις διαφορετικές ηλικίες του ανθρώπινου κύκλου της ζωής, πολιτικό ημερολόγιο που χωράει μέσα του από ένα γυναικείο full frontal με τηλεκατευθυνόμενο δονητή, μια ερωτική εξομολόγηση σκέτη ποίηση, την αίσθηση του μεσογειακού καλοκαιριού που ξέρουν μόνο όσοι το έχουν ζήσει, όλο το ανθρωπολογικο χάος των σύγχρονων (μικρο)κοινωνιών και την κορυφούμενη έκρηξη του φινάλε που χωρίς ηχητικά εφέ αντηχεί για ώρα μετά τους τίτλους τέλους, δίνοντας δυνατό σήμα για ένα δημιουργό που πρέπει να προσέξουμε στο μέλλον.
Μανώλης Κρανάκης
Black Medusa των Ισμαέλ και Γιουσέφ Τσεμπί (Τυνησία)
Η Νάντα είναι μια νεαρή κωφή γυναίκα που ζει διπλή ζωή. Κατά τη διάρκεια της μέρας είναι ένα συνεσταλμένο και ήρεμο κορίτσι, αφοσιωμένο σε μια δουλειά γραφείου, μα μόλις πέφτει η νύχτα μεταμορφώνεται σε αιμοβόρο αρπακτικό με λεία ανυποψίαστους άντρες∙ βγαίνει ραντεβού μαζί τους, χτίζει με συνοπτικές διαδικασίες σχέση εμπιστοσύνης ως εχέμυθη ακροάτρια, τους ναρκώνει και στο τέλος της βραδιάς τούς κακοποιεί. Οταν βρίσκει ένα μαχαίρι-κειμήλιο στη βιβλιοθήκη ενός από τα θύματά της, τα πράγματα παίρνουν ακόμα πιο γκραν-γκινιόλ διάσταση. Τότε, ρόλο-κλειδί στη ζωή της θα κληθεί να παίξει μια νεοφερμένη συνάδελφός της στη δουλειά. Ωστόσο, ο έλεγχος από πλευράς της Νάντα έχει πλέον χαθεί.
Ενα σύγχρονο νουάρ με φόντο τη σημερινή Τυνησία, η οποία συμπρωταγωνιστεί ξεκάθαρα μαζί με την αφοπλιστική Νουρ Χάζαρι. Το σκοτεινό ασπρόμαυρο των Ισμαέλ και Τσεμπί, που προτιμούν να το φρενάρουν στο γκρίζο, η συντριπτική πλειονότητα των νυχτερινών σκηνών, και ο τρόπος που η κάμερα ακολουθεί την πρωταγωνίστρια στις περιπλανήσεις της παραπέμπουν στον πρώιμο Τζιμ Τζάρμους. Η αρχιτεκτονική αφήγηση για τη σημερινή μετεπαναστατική Τυνησία θυμίζει τον τρόπο του Αλφόνσο Κουαρόν.
Πέρα από το στιλιστικό κομμάτι, όμως, η σημασία του Black Medusa έγκειται στον τρόπο που οι δύο σκηνοθέτες φτιάχνουν το πορτρέτο της θυμωμένης νεαρής γυναίκας: αντιστρέφοντας ρητά το παράδειγμα της άσκησης βίας από το αρσενικό προς το θηλυκό. Πρόκειται για μια επιλογή που ελάχιστα χρόνια πριν θα χαρακτηρίζαμε τολμηρή, αλλά που, με τον καταιγιστικό τρόπο που μεταβάλλεται το πατριαρχικό αφήγημα, προβάλλει απολύτως φυσική τη δεδομένη στιγμή. Μέσα από μια τίμια low-budget ταινία (αποτέλεσμα δίμηνης συγγραφής και δωδεκαήμερων γυρισμάτων), το «Black Medusa» καταφέρνει ταυτόχρονα να αρθρώσει κινηματογραφικό λόγο σ’ ένα #metoo πλαίσιο που χρήζει επειγόντως από εναλλακτικές αρσενικές ματιές, να εκφράσει αδιέξοδα της γενιάς του, και να μιλήσει, εν τέλει, για κατακερματισμένες ζωές ανθρώπων και πόλεων.
Στέλλα Πεκιαρίδη
Landscapes of Resistance της Μάρτα Ποπιβόντα (Σερβία, Γερμανία, Γαλλία)
Ούτε ακριβώς ντοκιμαντέρ, ούτε κινηματογραφικό δοκίμιο, ούτε βίντεο αρτ, ούτε τελικά κάτι που έχει σημασία να ορίσεις, το φιλμ που ακολούθεί το «Yugoslavia: How Ideology Moved Our Collective Body» του 2013 και με την τότε συμμετοχή του στη Berlinale και τη συμπερίληψή του στη μόνιμη συλλογή του MoMA της Νέας Υόρκης τοποθέτησε τη Σέρβα δημιουργό του ανάμεσα στα ελπιδοφόρα ονόματα του σύγχρονου σινεμά τεκμηρίωσης, βάζει το θεατή στη θέση του ακροατή, αναγκάζοντάς τον να κρατήσει τα αυτιά του, ακόμη και περισσότερο από τα μάτια του, ορθάνοιχτα… στη φρίκη.
Η ιστορία της Σόνια που έγινε μέλος του κομμουνιστικού κόμματος στη Σερβία την εποχή της ναζιστικής κατοχής, και της μετέπειτα συμμετοχής της στην αντίσταση, της σύλληψης της, των βασανιστηρίων στο Αουσβιτς και της απόδρασή της, ξεδιπλώνεται με τη μορφή μιας εξομολόγησης που δεν κρύβει το ιστορικό της βάρος, αλλά παραμένει προσηλωμένη στη λογική μιας αυτοβιογραφίας που έτυχε να μπλέξει τις παραγράφους της με αυτές της σκοτεινής σελίδας του Ναζισμού στο μεγάλο βιβλίο του κόσμου. Η Ποπιβόντα δεν εικονογραφεί την αφήγηση με το γραμμικό τρόπο ή τη χρήση αρχειακού υλικού που έχουμε συνηθίσει στα ντοκιμαντέρ, αλλά με συνειρμικές ή και όχι εικόνες που αφήνουν τις λέξεις να φτάσουν αυτούσιες στα αυτιά του θεατή και οι οποίες εναλλάσσονται με την ηλικιωμένη Σόνια που στην ασφάλεια του σπιτιού της παίζει με τη γάτα της.
Στο παρόν μιας γυναίκας που θα χαρακτηρίζαμε ηρωίδα για περισσότερους από τους προφανείς λόγους, ο τρόμος του φασισμού δεν έχει πια τη μορφή ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης, αλλά μιας διαρκούς επικαιρότητας που η Ποπιβόντα υπενθυμίζει με γράμματα που υπενθυμίζουν την άνοδο της ακροδεξιάς, το σαρωτικό κύμα της σύγχρονης μισαλλοδοξίας, τη θλιβερή επανάληψη της Ιστορίας.
Από τα πιο ενδιαφέροντα δείγματα σινεμά τεκμηρίωσης που απαιτεί από τον θεατή όχι μόνο την προσοχή του, αλλά κυρίως την ενεργοποίηση όλων των αντοχών του.
Μανώλης Κρανάκης
The Edge of Daybreak του Ταΐκι Σακπίσιτ (Ταϊλάνδη)
Τοποθετημένο σε ένα φασματικό κόσμο, γυρισμένο σε ασπρόμαυρο, με τις εικόνες να κλέβουν την παράσταση και τις λέξεις απλά να γεμίζουν τα κενά της αφαιρετικής αφήγησης, το ντεμπούτο του Ταϊλανδού Ταΐκι Σακπίσιτ είναι άψογο αισθητικά ακόμη κι αν μοιάζει ερμητικά κλειστό στον θεατή.
Η ιστορία του διαδραματίζεται σε δύο στιγμές στο χρόνο, το 2006 όταν η Πλόι, περνά εκεί μια τελευταία νύχτα με τον άντρα της πριν αυτός διαφύγει στο εξωτερικό για να γλιτώσει από ένα πραξικόπημα και στην δεκαετία του 70 στην σκιά των φοιτητικών διαδηλώσεων όταν η Πλόι είχε γλιτώσει από έναν πνιγμό που την είχε αφήσει ανίκανη να μιλήσει.
Το τραύμα και τα φαντάσματα μιας χώρας και μιας οικογένειας εικονογραφούνται με τρόπο ονειρικό και ασφυκτικό με φόντο ένα μεγαλόπρεπο σπίτι που έχει γνωρίσει καλύτερες μέρες και την οικογένεια που το περισσότερο το στοιχειώνει παρά το κατοικεί και που επίσης βρίσκεται πολύ μακριά από την στιγμή της ακμής της.
Πλάνα σαν νεκρές φύσεις, συμβολισμοί και η αίσθηση μιας διαρκούς αδιόρατης απειλής δίνουν τον τόνο σε αυτό το όμορφο αλλά αργόσυρτο φιλμ που απαιτεί από τον θεατή του να γεμίσει τα κενά μιας λακωνικής σχεδόν αδιαπέραστης ιστορίας. Γιώργος Κρασσακόπουλος
Mayday της Κάρεν Τσινόρε (ΗΠΑ)
Μια ιστορία γυναικείας ενδυνάμωσης ειπωμένη ψιθυριστά σαν παραμύθι, το «Mayday» της Κάρεν Τσινόρε κατορθώνει να χτίσει έναν ολόκληρο κόσμο όπου η πιο σκληρή μάχη των φύλων είναι κυριολεκτική, περιλαμβάνει σφαίρες, μάχες και φόνους και λαμβάνει χώρα σε μια καλοκαιρινή ηλιόλουστη ακτή. Η Ανα βρίσκεται εκεί δίχως και η ίδια να ξέρει που ή πως όταν στην διάρκεια μιας καταιγίδας και μετά από μια σεξουαλική επίθεση στην δουλειά από το αφεντικό της βάζει το κεφάλι της στον φούρνο για να ξεφύγει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Και από εκεί βρίσκεται να κολυμπά στα νερά μιας θάλασσας που θα την φέρει σε έναν καλοκαιρινό κόσμο όπου μια ομάδα κοριτσιών την καλούν να συνταχθεί μαζί τους.
Τρία κορίτσια που έχουν σαν βάση τους ένα υποβρύχιο που έχει εξοκείλει στην παραλία κι απ΄ όπου στέλνουν σήματα κινδύνου σε περαστικά αεροπλάνα, και στο πληρωμά τους από άντρες που δεν μπορούν να αντισταθούν στην τρυφερή φωνή τους και στο καθήκον του να τους σώσουν. Ομως ο κίνδυνος περιμένει μόνο εκείνους αφού σαν άλλες σειρήνες, οι γυναίκες τους «Mayday» παρασύρουν τους άντρες σε μια παγίδα, στην καρδιά μιας καταιγίδας που θα σημάνει τον θάνατό τους, είτε από τα στοιχεία της φύσης είτε από τα χέρια τους. Η Ανα θα νιώσει επιτέλους να ανήκει ανάμεσα σ΄εκείνα τα κορίτσια αλλά θα δυσκολευτεί να δει τη λογική πίσω από έναν πόλεμο που μοιάζει να μην έχει τέλος και από πράξεις που δεν δείχνουν στο μυαλό της ηρωικές αλλά παρανοϊκές κι εγκληματικές. Υπάρχει όμως τρόπος να γυρίσει πίσω;
Η Τσινόρε χτίζει έναν γοητευτικό και όμορφο κόσμο με λιγοστά υλικά αλλά μπόλικη φαντασία, όμως η ιστορία γυναικείας ενδυνάμωσης και «ενηλικίωσης» που αφηγείται είναι λιγότερο ευρηματική και πετυχημένη. Η αρχικα ενδιαφέρουσα μεταφορά του (κυριολεκτικού) πολέμου μοιάζει γρήγορα επαναλαμβανόμενη και η δυναμική των σχέσεων ανάμεσα στα κορίτσια ακολουθεί μια μάλλον προβλεπόμενη διαδρομή. Ομως η εικονογράφηση της ιστορίας, η εντυπωσιακή φωτογραφία και η ατμόσφαιρα σε πείθουν να ακολουθήσεις την διαδρομή ως το τέλος της και αναδεικνύουν της Τσινόρε ως μια σκηνοθέτη που οφείλεις να προσέξεις. Γιώργος Κρασσακόπουλος
Looking for Venera της Νορίκα Σέφα (Κόσοβο)
Η νεαρή, ντροπαλή Βενέρα μεγαλώνει σε ένα μικρό χωριό στο Κόσοβο μέσα σε ένα θορυβώδες σπίτι όπου ζουν τουλάχιστον τρεις γενιές της οικογένειας της και σε μια κοινωνία που θα αγνοούσε ολοκληρωτικά την ύπαρξη της, αν δεν ήταν για να της υπενθυμίσει πως το να είσαι γυναίκα φέρει πρωτίστως την ευθύνη της διατήρησης της τιμής της. Η ζωή της θα αλλάξει όταν θα γνωρίσει την γεμάτη ενέργεια και επαναστατικότητα Ντορίνα, η οποία έχει ήδη αγόρι, το σκάει από τα μαθήματα για να την κεράσουν ένα ποτό στο τοπικό μπαρ και είναι αποφασισμένη να σπάσει την αλυσίδα μιας παράδοσης που θα τη βρει παντρεμένη με προξενιό, εγκλωβισμένη σε ένα σπίτι, χωρίς ποτέ να έχει γνωρίσει τον έρωτα.
Γυρισμένο με το ρυθμό που επιβάλλει η εφηβική ενέργεια των δύο κοριτσιών που το νιώθεις ότι ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμη να ελευθερωθεί για να εξουδετερώσει τον περιβάλλοντα χώρο - άψυχο ή έμψυχο, φωτισμένο με το σκληρό βαλκανικό φως που εισχωρεί σαν πρωταγωνιστής μέσα στα πολυπληθή σπίτια και αναδεικνύει ανάγλυφη την αγριάδα του τοπίου, ερμηνευμένο με ανατριχιαστική δύναμη από τις δύο πρωτοεμφανιζόμενες νεαρές ηθοποιούς, το ντεμπούτο της Κοσοβάρας, μόνιμης κατοίκου Πράγας, Νορίκα Σέφα δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας ως προς την ιστορία του, αλλά στέκεται ως ένα εξέχον δείγμα σινεμά που έχει γεννηθεί από το επείγον μιας αλήθειας.
Το χωριό στο οποίο η Βενέρα αναζητά τον εαυτό της (στον μεταφορικά και κυριολεκτικά εύστοχο τίτλο) δεν είναι μόνο μια χώρα που παραμένει με τις πληγές ανοιχτές από το ιστορικό της τραύμα, αλλά και ένας σκληρός πατριαρχικός κόσμος που δεν έχει καμία διάθεση να αλλάξει. Η Σέφα κάνει με την ταινία της ένα πρώτο μεγάλο βήμα προς την επανάσταση, κοιτώντας την πατρίδα της με κατανόηση, αλλά και με διάθεση να μην επιτρέψει σε κανένα κορίτσι να εξομολογηθεί ξανά πως δεν έχει δει ποτέ τους γονείς του να φιλιούνται στο στόμα.
Μανώλης Κρανάκης
Bebia, à Mon Seul Désir της Γιούγια Ντομπράτσκους (Γεωργία, Ηνωμένο Βασίλειο)
Η Αριάντνα, ένα νεαρό δυναμικό κορίτσι, που εργάζεται ως μοντέλο στην Τυφλίδα, δέχεται ξαφνικά ένα τηλεφώνημα όπου της ανακοινώνεται ο θάνατος της γιαγιάς της, η Μπέμπια. Φτάνει άρον άρον στη Μινγκρέλια, το χωριουδάκι όπου μεγάλωσε, προκειμένου να παραστεί στην κηδεία. Η επιστροφή αυτή όμως δεν αφορά μονάχα έναν τόπο, αλλά και ένα δυσλειτουργικό παρελθόν. Η Αριάντνα καλείται να αντιμετωπίσει ξανά τη συγκρουσιακή σχέση με τη μητέρα της συνάμα με την αναβίωση ενός οδυνηρού αισθήματος που σημάδεψε την παιδική της ηλικία, ότι μονίμως περίσσευε. Ο θρήνος στο χωριό είναι σοβαρή υπόθεση, το μοιρολόι έχουν αναλάβει οι καλύτερες μοιρολογίστρες και σύμπασα η κοινότητα συμμετέχει αφοσιωμένα. Μέσα σ’ όλο αυτό το άβολο και αφιλόξενο κλίμα, η Αριάντνα καλείται να επιτελέσει ένα αλλόκοτο τελετουργικό που αποτελεί παράδοση της περιοχής: ως το νεότερο μέλος της οικογένειας οφείλει να ξετυλίξει ένα κουβάρι νήμα 25 χιλιομέτρων, που ξεκινά από το νοσοκομείο όπου άφησε την τελευταία της πνοή η γιαγιά της ως το νεκροκρέβατό της στο χωριό∙ αυτό προστάζει το έθιμο όταν κάποιος πεθαίνει μακριά, για να ενωθεί η ψυχή του με το σώμα του πριν το μεγάλο ταξίδι. Το κορίτσι, ως άλλη Αριάδνη με τον μίτο, αναλαμβάνει αυτή την πρωτοφανή αποστολή, μετά το πέρας της οποίας δεν θα είναι πια ο ίδιος άνθρωπος.
Η Ζούζα Ντουμπράκους χρησιμοποιώντας τα συναισθήματα ως βασική πρώτη ύλη φτιάχνει μια υπνωτιστική εξπρεσιονιστική αφήγηση με έντονα ντοκιμαντερίστικη οπτική. Σ’ αυτό συμβάλλουν το στο μεγαλύτερο μέρος του ερασιτεχνικό καστ, και το ακατάπαυστο παιχνίδι με σκιές, υφές και κάδρα κορεσμένα – ένας μικρός φόρος τιμής στον Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν. To Bebia, à mon seul désir συνενώνει ένα γοητευτικό μυθολογικό πυρήνα, μια καίρια ματιά στα απολειφάδια του προνεωτερικού κόσμου και ένα εύγλωττο σχόλιο για το τι σημαίνει να είσαι γυναίκα. Πάνω απ’ όλα όμως, αποτελεί μια ιστορία απόρριψης με έκβαση λυτρωτική. Στέλλα Πεκιαρίδη
Liborio του Νίνο Μαρτίνεζ Σόζα
Ο Λιμπόριο, ένας βοσκός στην Δομινικανή Δημοκρατία στις αρχές του 20ου αιώνα, θα βρεθεί μακριά από το χωριό του στο έλεος ενός τυφώνα. Κι ενώ όλοι τον νομίζουν νεκρό, εκείνος θα επιστρέψει μετά από μέρες -οι χωρικοί πιστεύουν πεφωτισμένος από τον ουρανό-, για να γίνει αρχηγός μιας νέας πίστης και να οδηγήσει τον λαό του σε μια διαδρομή προς την αυτογνωσία και την ελευθερία. Βασισμένο στην αληθινή ιστορία του Papa Liborio, το φιλμ του Νίνο Μαρτίνεζ Σόζα αφηγείται με σχεδόν ασκητικό αλλά αποτελεσματικό τρόπο, μια στιγμή από την ιστορία της χώρας του, ο αντίκτυπος της οποίας δείχνει να μην έχει σβήσει ακόμη και σήμερα.
Ακόμη κι αν ο Λιμπόριο δεν επέστρεψε από τον ουρανό και τα «θαύματά» του είναι μάλλον αμφισβητούμενα, ο τρόπος που οδήγησε μια ομάδα ανθρώπων προς την αυτοδιάθεση τους, ενόχλησε τις αρχές -και αργότερα τους αμερικανούς εισβολεις- φέρνοντας το ειρηνικό του κίνημα αντιμέτωπο με όπλα.
Το φιλμ χωρισμένο σε εφτά σκηνές που παίρνουν τον τίτλο τους από ένα ποίημα για τον Papa Liborio (Liborio / Returns from heaven / To move the people / And raise the dead / Of this land of ours / Tearful / Blessed), μπορεί να αφηγείται την δική του ιστορία αλλά επιλέγει να τον κοιτάξει μέσα από τα μάτια των ανθρώπων γύρω του, δίνοντας μια ξεκάθαρη εικόνα για τον τρόπο που τους επηρέασε και τους άλλαξε. Ελάχιστα ένα τυπικό biopic αλλά μια ταινία εικόνων στιγμών και ερωτηματικών, το «Liborio» είναι ένα φιλμ που σε γοητεύει με την απλότητα του και σε εμπλέκει στο μυστήριο της ιστορικής φιγούρας που φέρνει στο φως. Γιώργος Κρασσακόπουλος
Friends and Strangers του Τζέιμς Βον (Αυστραλία)
Xωρισμένο σε τρεις βινιέτες με κεντρικό ήρωα τον Ρέι, το ντεμπούτο του Αυστραλού Τζέιμς Βον δεν κρύβει την παιχνιδιάρικη διάθεσή του να λειτουργήσει σαν μια off beat σάτιρα της γενιάς των millennials και μαζι ως μια υπαρξιακή κωμωδία που να φέρνει κάτι από Ζακ Τατί και Μπρούνο Ντιμόν σε ποσοστά που κανονικά θα έμοιαζαν απαγορευτικά και ως homage και ως επίδραση.
Στην αρχή της ταινίας ο Ρέι γνωρίζει την Αλις στην πόλη και αποφασίζουν να πάνε για κάμπινγκ, εξερευνώντας όχι μόνο τη σχέση τους με όσους άγνωστους θα γνωρίσουν εκεί αλλά και τη δική τους επαφή που φλερτάρει αλλά ποτέ δεν γίνεται μια κανονική ερωτική ιστορία. Στη συνέχεια ο Ρέι βρίσκεται σε ένα αυτοκίνητο μαζί με τον φίλο του Μάιλς. Κατευθύνονται προς ένα σπίτι στα προάστια όπου έχουν αναλάβει καθήκοντα σκηνοθετών για το βίντεο ενός γάμου. Στο δρόμο το αυτοκίνητο θα χαλάσει και όταν καταφέρουν να φτάσουν εκεί με το αυτοκίνητο της μαμάς του Ρέι, ο Μάιλς θα αρρωστήσει και έτσι οι δύο φίλοι θα βρεθούν στο σπίτι ενός καλλιτέχνη δίπλα σε αυτό που γίνεται ο γάμος. Λίγο πριν το τέλος, ο Ρέι θα βρεθεί στη θάλασσα, θα προσπαθήσει να πλησιάσει την Αλις που τη βλέπει από μακριά, αλλά δεν θα τα καταφέρει. Θα κοιμηθεί ή όλα ήταν ένα όνειρο από την αρχή;
Διασκεδαστικό στην αφηρημένη αφήγηση του, με ένα ρυθμό που διατηρεί το τέμπο της πειραγμένης κωμωδίας μέχρι το τέλος, αλλά και σωρεία καταστάσεων που μοιάζουν να βρίσκονται εκεί χωρίς προφανή (ούτε κουβέντ για… σεναριακό) λόγο, το «Friends and Strangers» λειτουργεί μέχρι ενός σημείου ως το πορτρέτο ενός μπερδεμένου μετά-νέου και άρα μια γενιάς, αν και η επιμονή του στην αποθέωση του παραλόγου και την προφανή κριτική στη μοντέρνα τέχνη το απομακρύνει επιθυμητά από τη… λογική, αλλά μαζί και από το θυμικό του θεατή.
Μανώλης Κρανάκης
«Feast» του Τιμ Λέιεντέκερ
Το 2007 στο Γκρόνινγκεν της Ολλανδίας, τρεις άντρες συνελήφθησαν με την κατηγορία της μόλυνσης άλλων ανδρών με AIDS μέσω από ενέσεις που τους έκαναν αφού πρώτα τους νάρκωναν σε σεξ πάρτι που διοργάνωναν. Από αυτή την αφετηρία, το «Feast» του Τιμ Λέιεντέκερ, χτίζει όχι ένα αστυνομικό μυστήριο ή μια ηθικολογική παραβολή, αλλά μια φιλοσοφική διερώτηση για τα απροσδόκητα σχήματα της επιθυμίας, τα όρια της συναίνεσης, την ενοχή και την αθωότητα, την κτητικότητα και την παράδοση, τις διαφορές και τις συμπτώσεις του πόθου και του έρωτα, τις πιο αχαρτογράφητες περιοχές της ανθρώπινης φύσης.
Το συμπόσιο του Πλάτωνα συναντά το gay chem sex και η ανάγκη για επαφή και ένωση δοκιμάζει τα όριά της σε αυτή την ταινία που εξερευνά με αληθινά ευρηματικό κι απροσδόκητο τρόπο. Μεταξύ μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ με ηθοποιούς να υποδύονται τους αληθινους χαρακτηρες, αλλα και συνεντεύξεις από τουλάχιστον έναν από τους θύτες, με βινιέτες που διαδραματίζονται σε ένα αστυνομικό τμήμα, ή σε ένα εργαστήριο γενετικής, με την συλλογιστική των θυτών να εξετάζεται με την ίδια σοβαρότητα με τα επιχειρήματα των θυμάτων, το «Feast» χτίζει ένα συναρπαστικό κινηματογραφικό, νοητικό και ηθικό παζλ που σε εκπλήσσει.
Από την πρώτη σκηνή όπου μια υπάλληλος της αστυνομίας τοποθετεί σε ένα τραπέζι μια σειρά από αντικείμενα-πειστήρια (dildos αλλά και πατατάκια, πόπερς, αλλά και ένα cd της Νίνα Σιμόν), μέχρι τα πλάνα ναρκωμένων ανδρών σε πάρκα ή παιδικές χαρές, το φιλμ του Λέιεντέκερ αψηφά κάθε προσδοκία ή κανόνα για να χτίσει ένα υπόκωφης έντασης meta-θρίλερ που σε στοιχειώνει.
Γιώργος Κρασσακόπουλος
Pebbles του Βινοθράζ Π.Σ. (Ινδία)
Σε μία ερημική, εξαθλιωμένη επαρχία της Ινδίας ένας άντρας περπατά ξυπόλητος στο χώμα. Φανερά οργισμένος και κάτω από την επήρεια αλκοόλ. Ορμά στο δημοτικό σχολείο του 6χρονου γιου του και αρπάζει το αγόρι από το μάθημα. Τον θέλει μαζί του τώρα που θα πάει στο γειτονικό χωριό, στο πατρικό της συζύγου του και μητέρας του μικρού. Η γυναίκα, απηυδησμένη από την κακοποίηση του αλκοολικού άντρα της, τους παράτησε και κατέφυγε στην μάνα και στον αδελφό της. Η διαδρομή από το ένα χωριό στο άλλο και πίσω στο σπίτι τους θα είναι ένα ταξίδι βίαιης ενηλικίωσης για τον αθώο πιτσιρικά κι ένα ενδοσκοπικό βλέμμα στην ινδική ενδοχώρα - έναν τόπο παγιδευμένο σε ένα αναχρονιστικό παρελθόν, όπου η γυναίκα είναι σκουπίδι και η τοξική πατριαρχία το απενοχοποιημένο σύστημα.
Ο Βινοθράζ και οι δυο διευθυντές φωτογραφίας του κινηματογραφούν με λυρισμό και καδράρουν με ακρίβεια τα σύμβολα αυτής της διαδρομής - τη φτώχια, τον ξερότοπο, το λιοπύρι. Τα φίδια, τους αρουραίους, το καυτό χώμα που βράζει. Πέλματα που καίγονται, βλέμματα που καίνε. Το σχόλιο είναι διακριτικό αλλά ξεκάθαρο: είσαι προιόν του τόπου σου, πόσο μπορείς να ξεφύγεις από εκεί - ένα ακόμα "πετραδάκι" στη βάση του συστήματος. Κι ενώ ο φακός εστιάζει στους άντρες (και κυριολεκτικά αλλά και συμβολικά: το παρόν και το μέλλον) οι γυναίκες είναι πάντα στο κάδρο. Υπομένουν, φροντίζουν, ταΐζουν, ποτίζουν, γεννούν. Η τελευταία εικόνα, απαράμιλλης ποίησης, μελαγχολίας και σκληρότητας είναι αφιερωμένη στην καρτερικότητά τους.
Πόλυ Λυκούργου
Agate Mousse του Σελίμ Μουράντ (Λίβανος)
Ο Σελίμ επισκέπτεται έναν πλαστικό χειρουργό για να διορθώσει κάτι στο σώμα του, αλλά το σώμα του τού επιφυλλάσσει μια έκπληξη: ένας όγκος στα γεννητικά του όργανα θα χρειαστεί, ναι, επέμβαση και παρέμβαση στη σεξουαλικότητά του. Αλλά όχι αυτή που περίμενε. Ο Σελίμ έρχεται αντιμέτωπος με το θάνατό του, με το τέλος. Ενας φιλόδοξος φωτογράφος μάλιστα τον φωτογραφίζει, στο φέρετρό του, και τοποθετεί τις φωτογραφίες σε στρογγυλά κάδρα στο κέντρο μιας έκθεσης. Το ίδιο το φορμά της εικόνας παίρνει κι αυτό το σχήμα του κύκλου. Μέσα από ένα ποιητικό, φιλοσοφικό σπικάζ, ο Σελίμ (αλλά κι ο φωτογράφος) ξεκινούν αφηγήσεις και αποφθέγματα για τη ζωή και το θάνατο, το τέλος και την αρχή, τη σήψη και την αναγέννηση. Γυμνά σώματα, με τις ουλές τους, παίρνουν την πρωταγωνιστική θέση μπροστά από την κάμερα, ενώ οι ήχοι της Βαγδάτης πάντα υποψιάζουν για το πώς μεγάλωσε αυτή η γενιά σε μία εμπόλεμη ζώνη. Οταν ο Σελίμ παραθέτει όλα τα ζώα που έχουν εξαφανιστεί από τον πλανήτη, βάζει και τον εαυτό του στο τέλος της λίστας: «Ο Σελίμ από τη Βαγδάτη».
Κάτι ανάμεσα σε video-essay και πειραματικό tableau vivant, το άμορφο, μη-αφηγηματικό σινεμά του Μουράντ, με τον ίδιο να κάνει περφόρμανς στην καρδιά της ιστορίας του, αρχικά σε παρασύρει σε μια διαδρομή να ανακαλύψεις τι βαθύτερο υπάρχει κάτω από την επίφαση, σύντομα όμως σε πετάει εκτός (στρογγυλού) κάδρου. Σε γοητεύει η μελαγχολία του, αναγνωρίζεις τη σύνδεση σάρκας και ζωής, τέχνης και θανάτου, όμως λείπει μία εμπνευσμένη ιδέα που θα συνέδεε τα κομμάτια του παζλ σε κάτι ισχυρότερο της ρηχής εικαστικής αισθητικής και θα έκανε τον καταιγισμό των φιλοσοφημάτων να αγγίζει βαθύτερες χορδές. Το πολύτιμο στοιχείο (ή "πετράδι", καθώς αυτός είναι κι ο τίτλος) του σινεμά άλλωστε είναι η ικανότητά του να μας κάνει να αισθανόμαστε, ακόμα κι όταν δεν καταλαβαίνουμε. Κι εδώ δεν νιώθουμε πολλά.
Πόλυ Λυκούργου