Η Ειρήνη Παππά ήταν - και θα είναι για πάντα - ένα έμβλημα: μια ηθοποιός με την εσωτερική φλόγα του ηφαιστείου, με την εξωτερική μορφή της απόλυτης, δωρικής, αυστηρής ομορφιάς, μια γυναίκα με δυναμικό πολιτικό λόγο, μια καλλιτέχνης ευρηματική και τολμηρή. Ηταν ταυτόχρονα η κατ' εξοχήν Ελληνίδα και μια από τις λίγες πραγματικά διεθνείς ηθοποιούς της χώρας μας.
Γεννήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1926, αν και η ίδια έχει αναφέρει αρκετές φορές πως γεννήθηκε το 1929, στο Χιλιομόδι Κορινθίας ως Ειρήνη Λελέκου. Γεννήθηκε σε οικογένεια δασκάλων, όπως ο παππούς της, οι γονείς της και η θεία της που την επηρέασαν στη μόρφωσή της. Η μητέρα της Ελένη Λελέκου, από το γένος Πρεβεζάνου, ήταν δασκάλα, από την οποία είχε ακούσει πολλά παραμύθια και ιστορίες. Ο πατέρας της Σταύρος Λελέκος ήταν καθηγητής κλασικού δράματος, υπήρξε διευθυντής στο σχολείο του Σοφικού Κορινθίας και την έμαθε να διαβάζει αρχαίους Ελληνες. Οι γονείς της είχαν τέσσερα κορίτσια. Ο προπάππος της Σταύρος Λελέκος, γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα, έγραψε το πρώτο συντακτικό της ελληνικής γλώσσας (1881), όπως και άλλα βιβλία για την δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οι γονείς της είχαν αντιρρήσεις όταν στην εφηβεία της τους είπε ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός.
Παρόλα αυτά όμως η ίδια ξεκίνησε από την ηλικία των 12 ετών ως ραδιοφωνική παραγωγός, τραγουδίστρια και χορεύτρια σε διάφορες εκδηλώσεις. Παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, που τότε ονομαζόταν Εθνική Σχολή Κλασικού Θεάτρου με σπουδαίους δασκάλους όπως τους Γιώργο Γληνό, Νικόλαο Παρασκευά, Λουκά Καρυντινό, Πέλο Κατσέλη, Δημήτρη Ροντήρη κ.α.
Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε το 1948, στην επιθεώρηση των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου «Ανθρωποι… Ανθρωποι», στη Λυρική Σκηνή, με τους σημαντικότερους ηθοποιούς της εποχής. Στην αυτοβιογραφία του ο Αλέκος Σακελλάριος, γράφει ότι την πρωτοείδε στο Σύνταγμα και λόγω της εμφάνισής της, της ένδυσης και του περπατήματος της του έμοιαζε σαν «ζωντανή Καρυάτιδα». Την παρουσίασε στον Φίνο και έπαιξε στην πρώτη της ταινία το 1948, που ήταν οι «Χαμένοι Αγγελοι» του Νίκου Τσιφόρου.
Το 1951 έγινε γνωστή διεθνώς με την κοινωνική δραματική ταινία «Νεκρή Πολιτεία» της Φίνος Φιλμ, στον Μυστρά, που προβλήθηκε, αντιπροσωπεύοντας την Ελλάδα, στο Φεστιβάλ των Καννών, του σκηνοθέτη Φρίξου Ηλιάδη και συμπρωταγωνιστή τον Γιώργο Φούντα (ο οποίος εμφανίζεται για πρώτη φορά στον κινηματογράφο) και διαδραματίζεται στον Μυστρά.
Η Ειρήνη Παππά δεν «αγαπούσε» απλώς την αρχαία ελληνική τραγωδία, δεν κατάφερε, απλώς, να τη μεταφέρει με μορφή σύγχρονη κι επιδραστική στο θέατρο, στην Ελλάδα και, κυρίως, στη Νέα Υόρκη. Επιπλέον, άφησε για πάντα σ' αυτήν το στίγμα της, μαζί με τον Μιχάλη Κακογιάννη με τον οποίο μοιράζονταν το ίδιο όραμα, με την κινηματογραφική απόδοση της «Ηλέκτρας» το 1962 και της «Ιφιγένειας» το 1977. Αυτές ήταν οι δύο από τις τρεις ταινίες με πρωταγωνίστρια την Ειρήνη Παππά που προτάθηκαν γα Οσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας: το κέρδισε η τρίτη, το «Ζ» του Κώστα Γαβρά, το 1969. Η ίδια όμως ποτέ δεν κέρδισε ένα Οσκαρ.
Δεν κέρδισα ποτέ Οσκαρ... και τα Οσκαρ δεν κέρδισαν ποτέ την Ειρήνη Παππά.»
Οταν οι πόρτες του διεθνούς σινεμά άνοιξαν για την Ειρήνη Παππά, εκείνη σκόπευε να μην επιστρέψει στην Ελλάδα για δουλειά: θεωρούσε ότι η ελληνική κριτική την αντιμετώπιζε εχθρικά κι ότι ποτέ δεν αναγνώρισε τις προσπάθειές της και το ταλέντο της. Εκτός από την «Μπουμπουλίνα» του Κώστα Ανδρίτσου, το 1959 και την «Αντιγόνη» του Γιώργου Τζαβέλλα, του 1961, όπου συμπρωταγωνίστησε με τον Μάνο Κατράκη, οι περισσότερες ταινίες της τις δεκαετίες του '60 και του '70 έγιναν στην Ιταλία και στην Αμερική. Το 1979 στο Ηρώδειο, όταν ήταν να παιχτεί το «Αντώνιος και Κλεοπάτρα», βρέθηκε σε διαμάχη με τον Δημήτρη Χορν που είχε εκφραστεί απαξιωτικά εναντίον της
Η σχέση της με το αμερικανικό και το ευρωπαϊκό σινεμά ήταν ένδοξη, έστω κι αν, συνήθως, η Παππά καλούνταν να ενσαρκώσει «την Ελληνίδα». Ο Καζάν ήταν μεγάλος θαυμαστής της υποκριτικής δύναμής της, ο Φεντερίκο Φελίνι λάτρευε την ενέργειά της στην οθόνη, η Κάθριν Χέπμπορν ήταν φίλη της και συμπρωταγωνίστρια στις «Τρωάδες» το 1971, ο Μάρλον Μπράντο ήταν σύντροφός της (η ίδια τον χαρακτήρισε ως «το μεγάλο πάθος της ζωής της») κι αργότερα πιστός φίλος της. Με τον Αντονι Κουιν συμπρωταγωνίστησε σε επτά ταινίες: τον «Αττίλα» το 1954, τα «Κανόνια του Ναβαρόνε» το 1961, τον «Ζορμπά» το 1964, το «A Dream of Kings» το 1969, τη «Δολοφονία του Ιούλιου Καίσαρα» το 1973, το «The Messenger» το 1977 και το «Ο Λέων της Αραβίας» το 1981.
Η Ειρήνη Παππά «επέστρεψε» στο ελληνικό σινεμά το 1991, με το «Πάνω, Κάτω και Πλαγίως» του Κακογιάννη, τη «Λίμνη των Στεναγμών» του Γρηγόρη Γρηγορίου το 1996 και μπήκε στη νέα χιλιετία με το «...το Τρένο Πάει στον Ουρανό» του Γιάννη Ιωάννου, αλλά και το «Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι» το 2001. Ο Μανοέλ ντε Ολιβέιρα τη θεωρούσε μούσα του, μαζί έκαναν τρεις ταινίες, το «Party», το «Inquietude» και, το 2003, το «Λόγια μιας Ταινίας», την τελευταία της εμφάνιση στο σινεμά.
Στην Ελλάδα δεν έχει αναγνωριστεί τόσο, όσο διεθνώς. Τιμήθηκε με το Παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο το 1995. Το 2008, η Ιταλία την τίμησε με το «Βραβείο Ρώμη» στο αρχαίο θέατρο της «Όστια Αντίκα». Τότε όταν παρέλαβε το βραβείο είχε πει: «Δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να κλάψω, μπορώ μόνο να πω ότι η Αθήνα θα είναι πάντα η μητέρα μου, αλλά η Ρώμη, παράλληλα, είναι δεύτερη μητέρα μου, από ξεκάθαρη επιλογή μου».
Στην Ιταλία συνεργάστηκε με πολλούς Ιταλούς σκηνοθέτες και οι Ιταλοί την αγάπησαν, λέγοντας Bella Greca και Irene Nostra (δηλ. «η δικιά μας Ειρήνη»). Στην Ιταλία κατέφυγε τα χρόνια της χούντας, δεδομένου ότι ήταν υποστηρίκτρια του κομμουνισμού. Η Πορτογαλία έδειξε την εκτίμησή της με την υποστήριξη στο θέατρο που ίδρυσε εκεί για να παίζονται αρχαίες τραγωδίες.Γι' αυτό το θέατρο η Ειρήνη Παππά διέμενε στην Πορτογαλία τα τελευταία ενεργά χρόνια της. Το 2000 τιμήθηκε με τον τίτλο «Γυναίκα της Ευρώπης» και το 2009 με τον Χρυσό Λέοντα Μπιενάλε του Θεάτρου της Βενετίας, από τα χέρια του σκηνοθέτη Μαουρίτσιο Σκαπάρο. Τα τελευταία χρόνια είχε τιμηθεί και με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα στο Πανεπιστήμιο Τορ Βεργκάτα της Ρώμης στην Ιταλία. Συνολικά έλαβε περισσότερες από 24 τιμητικές διακρίσεις και βραβεία.
Το 1947 παντρεύτηκε τον σκηνοθέτη και ηθοποιό Αλκη Παππά (1922-2018), με τον οποίο χώρισαν το 1951, αλλά διατήρησε μέχρι και σήμερα το επίθετό του. Η ίδια προτιμούσε να γράφει το επίθετο με ένα «π», δηλαδή «Παπά» (όπως στα αγγλικά «Irene Papas»). Σύμφωνα με άλλες πληροφορίες ο γάμος τους διήρκεσε από το 1943 έως το 1947. Η ίδια είχε αποκαλύψει το 2004 στην ιταλική εφημερίδα Corriere della Sera, μετά τον θάνατο του Μάρλον Μπράντο, ότι υπήρξε μεταξύ τους μια μακρά και «μυστική αγάπη». Η ίδια είχε πει ότι είχαν συναντηθεί το 1954 στη Ρώμη. Όπως είπε τον εκτιμούσε πολύ, ήταν το «μεγάλο πάθος της ζωής της» και συναντήθηκαν για τελευταία φορά το 1999 στην Αθήνα.
Η Ειρήνη Παππά δεν έκανε παιδιά. Ανιψιός της είναι ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Μανούσος Μανουσάκης, γιός τής αδελφής της Δέσποινας. Επίσης ανιψιός της είναι και ο ηθοποιός Αίαντας Μανθόπουλος, γιος της αδελφής της Ευαγγελίας.
Η Ειρήνη Παππά έζησε τη ζωή της όπως εκείνη θέλησε, δυναμικά, ακέραια, ατρόμητα, απολαμβάνοντας τον τίτλο της «ωραίας», αλλά σε καμία περίπτωση αρκούμενη σ' αυτόν. Οπως η ίδια έλεγε, «Δεν ήθελα ποτέ να παίζω τους ρόλους τους αισθησιακούς, αυτούς της μοιραίας γυναίκας. Ηθελα να παίζω τον εαυτό μου. Την ανεξάρτητη αγωνίστρια.»
Η σπουδαία Ειρήνη Παππά πέθανε σήμερα σε ηλικία 96 ετών.