«Νομίζω πως όλο το θέμα με τους τίτλους ευγενείας διαιωνίζει με αργά αλλά σταθερά βήματα μια από τις μεγαλύτερες παθήσεις της Αγγλίας, το σνομπισμό.»
Ο Αλμπερτ Φίνεϊ δεν αρνήθηκε να γίνει Σερ επειδή ήταν σνομπ. Δεν αρνήθηκε να παρευρεθεί σε πέντε ισάριθμες με τις υποψηφιότητές του τελετές των Οσκαρ επειδή ήταν σνομπ. Δεν αρνήθηκε να γίνει διάδοχος του Σερ Λόρενς Ολίβιε στο Βρετανικό Εθνικό Θεάτρο επειδή ήταν σνομπ. Δεν αρνήθηκε πεισματικά να δώσει περιττές συνεντεύξεις ή να κάνει δημόσιες εμφανίσεις επειδή ήταν σνομπ.
Ο Αλμπερτ Φίνεϊ ήταν ηθοποιός και αυτό ήταν αυτό που τον όριζε (και τον ενδιέφερε) περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή του.
Σε ηλικία 20 ετών, το 1956
Γεννημένος το 1936, ο Φίνεϊ γεννήθηκε σε μια οικογένεια που ο ίδιος αποκαλούσε «κατώτερης μέσης τάξης» και με ενθάρρυνση του διευθυντή του σχολείου του μπήκε στη Βασιλική Δραματική Σχολή του Λονδίνου, στην ίδια τάξη με τον Πίτερ Ο' Τουλ και τον Αλαν Μπέιτς και όπως και αυτοί έδεσε το όνομά του για πάντα με το βρετανικό θεάτρο και το σινεμά.
Σε ηλικία 24 ετών στον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Σάββατο Βράδυ, Κυριακή Πρωί» του Κάρελ Ράις
Από το «Τομ Τζόουνς» του 1963
Στο «Two for the Road» με την Οντρεϊ Χέπμπορν το 1967
Ο πρώτος του μεγάλος, εμβληματικός ρόλος στο σινεμά ήταν στο «Σάββατο Βράδυ, Κυριακή Πρωί» του Κάρελ Ράιζ, μια από τις σημαντικότερες ταινίες του βρετανικού free cinema, ακριβώς πάνω στην αυγή της δεκαετίας του '60. H επιτυχία ήταν ακαριαία και θα οδηγούσε στο θρίαμβο όταν τρία χρόνια αργότερα ο Τόνι Ρίτσαρντσον θα του έδινε τον ομότιτλο ρόλο στο «Τομ Τζόουνς» που προτάθηκε για δέκα Οσκαρ (ανάμεσα σε αυτά και αυτό του Α' Ανδρικού Ρόλου για τον Φίνεϊ) και έφυγε από την απονομή με το αναπάντεχο Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας.
[Η ειρωνεία θέλει τον Αλμπερτ Φίνεϊ να αποτελεί την πρώτη επιλογή για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον «Λόρενς της Αραβίας» του Ντέιβιντ Λιν. Ο Φίνεϊ όμως δεν θέλησε να δεσμευτεί για το μεγάλο χρονικό διάστημα που απαιτούσαν τα γυρίσματα της ταινίας και έτσι απέρριψε το ρόλο, επιλέγοντας αντ' αυτού να παίξει στο «Τομ Τζόουνς».]
Με τη Λάιζα Μινέλι στο «Charlie Bubbles», τη μοναδική ταινία που σκηνοθέτησε το 1967
Με τον Τομ Κόρτνεϊ στον «Αμπιγιέρ» το 1983
Από το «Annie» του Τζον Χιούστον το 1982
Με την Ζακλίν Μπισέ στο «Κάτω από το Ηφαίστειο» του Τζον Χιούστον, το 1984
Ο Αλμπερτ Φίνεϊ θα προτεινόταν ακόμη τέσσερις φορές για Οσκαρ - για τον εμβληματικό Ηρακλή Πουαρό του στο «Εγκλημα στο Οριαν Εξπρές» του 1974, για τον αλησμόνητο «Αμπιγιέρ» του το 1983, για το επιτέλους επανεκτιμημένο από τις νεότερες γενιές «Κάτω από το Ηφαίστειο» του Τζον Χιούστον το 1984 και για Β' Ανδρικό Ρόλο το 2000 για την «Εριν Μπρόκοβιτς» του Στίβεν Σόντερμπεργκ.
Δεν παραβρέθηκε, όμως, σε καμία απόνομη των Οσκαρ, έδωσε φειδωλά συνεντεύξεις και έκανε μόνο περιορισμένες δημόσιες εμφανίσεις σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Αρνήθηκε ακόμη και να αναλάβει το Βρετανικό Εθνικό Θεάτρο, παρόλο που ήταν η πρώτη επιλογή του Λόρενς Ολίβιε όταν αυτός αποσύρθηκε. Οπως είχε πει χαρακτηριστικά το 1961: «Η δουλειά μου είναι η ηθοποιία και γι' αυτό μισώ τις συνεντεύξεις ή τις διαλέξεις, να πρέπει να εξηγώ τον εαυτό μου μπροστά στο κοινό.»
Στο «Πέρασμα του Μίλερ» των αδελφών Κοέν
Στο «Before the Devil Knows That You're Dead του Σίντνεϊ Λιούμετ του 2007
Από τους σημαντικότερους Βρετανούς ηθοποιούς του 20ου αιώνα, ο Αλμπερτ Φίνεϊ ενδιαφερόταν για το κοινό μόνο όταν έπαιζε, είτε στο θέατρο το οποίο βοήθησε να αναμορφωθεί ολοκληρωτικά στα 50s και τα 60s, είτε στο σινεμά όπου συνεργάστηκε με τεράστιους σκηνοθέτες και τους μεγαλύτερους συμπρωταγωνιστές. Στις τελευταίες του χαρακτηριστικές εμφανίσεις στο σινεμά, αξίζει κανείς να αναφέρει το «Big Fish» του Τιμ Μπάρτον, το «Before the Devil Knows that You're Dead» του Σίντνεϊ Λιούμετ και το κύκνει άσμα του στο σινεμά, τη μικρή αλλά αξέχαστη σκηνή του στο «Skyfall» του Σαμ Μέντες, το 2008, ένα χρόνο μετά που είχε διαγνωσθεί με καρκίνο στα νεφρά.
«Για να καταφέρεις να γίνεις ένας χαρακτήρας με βαθιά συναισθήματα, πρέπει να βουτήξεις μέσα στη μνήμη σου και να φτιάξει ένα θλιμμένο μίξερ των αναμνησεών σου», έλεγε. Τόσο απλά. Τόσο ουσιαστικά. Καθόλου σνομπ.
Από παράσταση του «Μάκβεθ» το 1978 στο Εθνικό Βρετανικό Θέατρο