Γυρισμένο στις Αλπεις, στην κορυφή της Μόντε Ρόζα (αλλά δίχως να έχει απολύτως καμία συγγένεια με την ταινία του Λάνθιμου), μπορείς να κατηγορήσεις για πολλά πράγματα το φιλμ της Κριστίνα Κομεντσίνι, αλλά όχι για το ότι δεν είναι ευχάριστο στα μάτια.
Εξοχα κινηματογραφημένα τοπία, γραφικά αλπικά χωριουδάκια, θεματικές βουνοκορφές, λιτά βουνίσια καταλύματα που θα ήθελες να κλείσεις για τις διακοπές σου. Αν μόνο το σενάριο δεν γκρεμιζόταν σε απύθμενες χαράδρες από κλισέ και ευκολίες.
Η ηρωίδα του Μαρίνα, φτάνει σε ένα μικρό χωριό μόνη με τον δίχρονο γιο της, προκειμένου το μαγουλάκι του μικρού να κοκκινίσει από τον καθαρό αέρα. Ο σύζυγος μένει στην πόλη, θα έρθει να την πάρει τρεις εβδομάδες αργότερα και το μόνο που προσφέρει στην ιστορία είναι να την αγχώνει υπενθυμίζοντας της την προσοχή που πρέπει να δίνει στο μονάκριβο τέκνο του.
Το διώροφο απομονωμένο σπίτι που έχει νοικιάσει, έχει έναν μόνο ακόμη ένοικο τον ιδιοκτήτη του, που μένει στον κάτω όροφο, έναν μονόχνοτο άντρα τον οποίο η γυναίκα του έχει εγκαταλείψει.
Στην διάρκεια των δυο εβδομάδων, η ταλαιπωρημένη από το συνεχές κλάμα του μωρού Μαρίνα και ο λιγομίλητος Μάνφρεντ θα έρθουν κοντά με αφορμή μια παρ ολίγον τραγική στιγμή, αλλά ο έρωτάς τους θα σκοντάψει στο παρελθόν, τις διαφορές, τους χαρακτήρες, την περηφάνια τους. Μέχρι τουλάχιστον τη στιγμή που ο Μάνφρεντ θα σκοντάψει κυριολεκτικά κατεβαίνοντας το βουνό...
Στην δημοσιογραφική του προβολή, το φιλμ χαιρετίστηκε με (δικαιολογημένα κατά στιγμές) γέλια στις πιο δραματικές στιγμές του, κάτι που έκανε την Κομεντσίνι να δηλώσει ότι το κοινό των φεστιβάλ δεν τα πηγαίνει καλά με τα συναισθήματα.
Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, το «Quando La Notte» ακόμη κι εντελώς μπανάλ, έχει μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία, αλλά φλερτάρει με την ανοησία και τον ξεδιάντροπο μελοδραματισμό τόσο έντονα, που μοιάζει σαν να βάζει το ίδιο τρικλοποδιές στον εαυτό του.
Κάτι που, όπως μπορεί να διαβεβαιώσει και ο παθών πρωταγωνιστής του, μπορεί να είναι πολύ επικίνδυνο στις βραχώδεις βουνοκορφές...