Η αίθουσα δεν ήταν γεμάτη - ίσως γιατί η Ταινιοθήκη ως αίθουσα είναι επιλογή που σε απομακρύνει από την καρδιά και τον παλμό του φεστιβάλ. Ισως γιατί ο συναγωνισμός του προγράμματος ήταν μεγάλος. Πάντως ο Βασίλης Κατσίκης («CCTV») υποδεχόταν στην πόρτα του Λαΐς τον κόσμο που ήρθε για να δει την μη τελειοποιημένη ακόμα κόπια του «Lurk» με ευγένεια και ταπεινό ενδιαφέρον. «Θέλω να μου πείτε τι δεν σας άρεσε. Θα με βοηθήσετε πολύ».
Μετά την επίσημη παρουσίαση από τον καλλιτεχνικό διευθυντή του φεστιβάλ Ορέστη Ανδρεαδάκη, ο Βασίλης Κατσίκης πήρε το λόγο και μίλησε για τις δυσκολίες που προκύπτουν από την εμπειρία του με μία ταινία είδους, μία ταινία τρόμου που έχει τις δικές της συμβάσεις «ειδικά αν τη χρησιμοποιήσεις γιατί θέλεις κάτι να πεις». Ο ίδιος ήθελε να μιλήσει για τη συλλογική μνήμη. Αν έχει χαθεί, σβηστεί και ποιος ευθύνεται για αυτό. Οσοι είχαν συμφέρον να μας στερήσουν την πολιτική σκέψη ή εμείς που αφεθήκαμε σε βολικό, καταναλωτικό, εύκολο λήθαργο;
Η υπόθεση «Lurk» μας προσγειώνει σε μία απομακρυσμένη βίλα και σε μία αδιευκρίνιστης ταυτότητας χώρα της νότιας Ευρώπης. Οι σκηνές που παίζονται από την ανοιχτή τηλεόραση παραπέμπουν έντονα στην οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας και τις αιματοβαμμένες διαδηλώσεις στο Σύνταγμα (όμως η Κυβέρνηση της ταινίας είναι ξεκάθαρα φιξιόν: είχε την τσίπα να παραιτηθεί, όπως μας ενημερώνει ο εκφωνητής των ειδήσεων).
Η Αν είναι μία νεαρή γυναίκα, παντρεμένη με έναν μεσήλικα ψυχίατρο, μαθητή του πατέρα της, ο οποίος δολοφονήθηκε πριν από δύο χρόνια - γεγονός που την έχει κλονίσει. Ο σύζυγός της την χαπακώνει καθημερινά, της εξηγεί ότι χωρίς την φαρμακευτική της αγωγή είναι παράφρων και επικίνδυνη, ή, το λιγότερο, «μπερδεμένη». Η Αν έχει φτάσει σε σημείο να μην θυμάται τίποτα. Ούτε τον κωδικό για να ξεκλειδώσει το κινητό της.
Μόνο που εκείνη την μέρα, που ο άντρας της την αφήνει μόνη για να τρέξει στην κλινική για κάτι έκτακτο κι επείγον, η Αν δε θα πάρει τα χάπια της. Μέσα στον βαθύ της ύπνο ακούει κάποιον να παραβιάζει την μπαλκονόπορτα και πριν καταλάβει τι έχει συμβεί, πέφτει θύμα ενός νεαρού που βιάζει το σώμα και τη λογική της: νομίζει ότι ο άντρας της την αγαπάει, νομίζει ότι η ψυχιατρική κλινική του επιτελεί έργο, νομίζει ότι εκείνος θα επιστρέψει απόψε για να τη σώσει. Στην ουσία θα τη σκοτώσει και θα δραπετεύσει με τα οικογενειακά χρήματα.
Ο,τι ακολουθεί ανάμεσα σε αυτό το τρίγωνο -γυναίκα, το βίαιο ξύπνημα της συνείδησής της και τον σκοτεινών προθέσεων σύζυγο- φλερτάρει με την πραγματικότητα, την παράνοια και το ξύπνημα σε εφιάλτη μέσα στον εφιάλτη.
Οι ιδέες λοιπόν είναι βέβαιο ότι υπάρχουν. Οπως υπάρχουν και οι καλές προθέσεις. Οπως υπάρχουν και οι φιλόξοξες επιρροές (από την χιτσκοκική αστή ξανθιά, μέχρι την «Τριερική» απομόνωση του ζεύγους στην «Antichrist» απειλητική εξοχή, μέχρι το κλείσιμο ματιού στον Πέκινπα με το σπάσιμο των γυαλιών του ήρωα).
Αυτό που μπερδεύει είναι η εκτέλεση. Δεν είναι ξεκάθαρο αν ο Βασίλης Κατσίκης στοχεύει σ' ένα στιβαρό θρίλερ, με τον τρόπο που θα το χειριζόταν ο Κιούμπρικ, ο Πολάνσκι ή ο Χίτσκοκ, ή αν επιθυμεί και καλωσορίζει την camp διάσταση των ταινιών τρόμου που φλερτάρουν με την υπερβολή και, σε στιγμές, την παρωδία. Οσα συμβαίνουν μέσα στο σπίτι καλύπτονται με ένα πέπλο σοβαροφάνειας (όχι μόνο σεναριακά, αλλά και στο στήσιμο - κινηματογράφηση, φωτισμοί, σκηνογραφία κλπ). Οσα αποκαλύπτονται στο ψυχιατρικό ίδρυμα καταφεύγουν, μάλλον άθελά τους, σε μία εξωφρενική cult διάσταση.
Η Τες Σπέντζος, η ξανθιά πρωταγωνίστρια (και ανηψιά της γνωστής κινηματογραφικής οικογενείας) είναι ένα ωραίο κορίτσι, αλλά δεν έχει την υποκριτική στιβαρότητα για να ανταποκριθεί με δυναμισμό στη φρενήτιδα του ρόλου. Παράλληλα, η επιλογή του Αρις Αθαν για το ρόλο του νεαρού εισβολέα, παραπέμπει σε Ρόμπερτ Πάτινσον εφηβικές ταινίες τρόμου. Μόνο ο Πίτερ Τζέραλντ, ως διπρόσωπος σύζυγος, επιδεικνύει ταλέντο και ικανότητα για να κρατήσει ισορροπίες και σε στιγμές να παγώσει το αίμα σου.
Είναι πράγματι δύσκολη η ταινία τρόμου στην Ελλάδα (το «Lurk» γυρίστηκε στην Ελλάδα αλλά στα αγγλικά, στοχεύοντας σε ένα διεθνές άνοιγμα). Χρειάζεται πολύ ξεκάθαρο genre βλέμμα, ακόμα πιο ευκρινή στόχο και ένα ευέλιγκτο χέρι που θα καθοδηγεί εικόνα και ηθοποιούς ανάμεσα στις συμπληγάδες πέτρες που «ελλοχεύουν».
Tags: ΝΥΧΤΕΣ ΠΡΕΜΙΕΡΑΣ 2013