Υπάρχει κάτι το απίστευτα αναζωογονητικό στον τρόπο που ο Κριστόφ Ονορέ κινηματογραφεί τα μιούζικαλ του. Στην ίδια λογική με το «Les Chansons d'Amour» του 2007, στο «Les Bien-Aimes» οι ήρωες του Ονορέ σταματούν την πρόζα και πιάνουν το τραγούδι χωρίς αυτό να έχει καμία σημασία ούτε για την ταινία, ούτε για τους ίδιους. Με τον ίδιο τρόπο που, ενώ περπατάς στο δρόμο, μια μελωδία έρχεται να σου καρφωθεί στο μυαλό και ξαφνικά νιώθεις την ανάγκη να την τραγουδήσεις.
Πιστός στο ελαφρύ και ποπ σινεμά που τον έκανε διάσημο, ο Ονορέ καταπιάνεται ξανά με τα αγαπημένα του ερωτικά μπερδέματα, με αφορμή αυτή τη φορά την ιστορία μιας μητέρας και μιας κόρης. Ξεκινώντας από τα 60s και φτάνοντας στα 00s, διασχίζει τέσσερις δεκαετίες μέσα σε 135 λεπτά, παίζει με τις μόδες (τα πολύχρωμα 60s, τα σκοτεινά 80s, τα αμήχανα 00s), τις αναφορές του στο γαλλικό σινεμά (με το φάντασμα του Ζακ Ντεμί να ευλογεί σχεδόν κάθε του σκηνή) και φυσικά την ειρωνική ιδιαιτερότητα των δύο κεντρικών πρωταγωνιστριών του.
Σε μια σοφή επιλογή που θα έκανε κάθε σινεφίλ να νιώσει ρίγη ανατριχίλας, δίνει τους ρόλους της μητέρας στην Κατρίν Ντενέβ και τον ρόλο της κόρης στην κόρη της Ντενέβ, Κιάρα Μαστρογιάνι χαρίζοντας τους χωρίς υπερβολή τους ρόλους της ζωής τους. Και με αφετηρία την ιστορία της μητέρας (η Λουντιβίν Σανιέ υποδύεται την μικρή Κατρίν Ντενέβ), συνοψίζει την προ και μετά Aids εποχή μέσα από δύο ζευγάρια: αυτό της μητέρας πρώην πόρνης με έναν Τσεχοσλοβακο γιατρό και αυτό της κόρης με έναν bisexual αμερικάνο.
«Είμαι η σεξουαλική ζωή των γονιών μου», θα πει κάποια στιγμή στην ταινία η Κιάρα Μαστρογιάνι, περπατώντας στους ρομαντικούς δρόμους του Παρισιού. Δίνοντας στον Ονορέ μια πρώτης τάξεως αφορμή για να διηγηθεί μια ιστορία για όσους αγάπησαν πολύ και ανακάλυψαν κάποια στιγμή στη διαδρομή της ζωής τους πως αυτό που τελικά εχει μεγαλύτερη σημασία είναι να έχεις αγαπηθεί.
Φλύαρος, όχι πάντοτε εύστοχος και σχεδόν ανεπίτρεπτα ρομαντικός, ο Ονορέ δεν είναι σπουδαίος σκηνοθέτης. Είναι, όμως, ένας από τους τελευταίους θιασώτες μιας ελαφρότητας που μοιάζει να έχει χαθεί στο σύγχρονο σινεμά της σοβαροφάνειας. Το φιλόδοξο μιούζικαλ του κατοικεί στα όρια του camp, της σινεφιλίας, ενός εμπορικού σινεμά που θέλει και μπορεί να αναπνέει «ελευθερία». Και το κυριότερο; Ρέει σαν ένα συναρπαστικό φτηνό ρομάντζο που διαβάζεται μαζί με ένα μπουκάλι κρασί και ένα πακέτο τσιγάρα στο οποίο μπορείς να επιστρέφεις κάθε φορά που νιώθεις μόνος...
Tags: Cannes 2011