Το μεγάλο αφιέρωμα του Φεστιβάλ συστήνει στο ελληνικό κοινό τον Εγιάλ Σιβάν από το Ισραήλ, έναν ντοκιμαντερίστα, συγγραφέα και θεωρητικό που παραμένει εδώ και χρόνια μια από τις σπουδαιότερες κινηματογραφικές φωνές αντίστασης διεθνώς.
Ο Σιβάν γεννήθηκε το 1964 στη Χάιφα, εργάστηκε ως φωτογραφος στο Τελ Αβίβ και το 1985 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Μοιράζοντας το χρόνο του ανάμεσα στην Ευρώπη και το Ισραήλ, ο Σιβάν καταγράφει μέσα από τα ντοκιμαντέρ του τη φορτωμένη Ιστορία του Ισραήλ ασκώντας δριμεία κριτική στην πατρίδα του για το Παλαινιστιακό.
Ο Δημήτρης Κερκινός, που επιμελήθηκε του αφιερώματος στο έργο του Εγιάλ Σιβάν, συνόψισε το έργο και τη σημασία του: «Εχοντας ως αφετηρία ότι το ντοκιμαντέρ αποτελεί στάση και άποψη για την πραγματικότητα, ο Εγιάλ Σιβάν είναι μία ξεχωριστή περίπτωση στο σινεμά τεκμηρίωσης. Χρησιμοποιώντας το ντοκιμαντέρ ως μέσο έκφρασης ενός κριτικού λόγου και πολιτικής συνείδησης, μας δίνει την ευκαιρία να δούμε τα πράγματα επανεξετάζοντας την πραγματικότητα μέσα από τη γλώσσα του μοντάζ. Τα θέματα που τον απασχολούν είναι οι ισραηλινο-παλαιστινιακές σχέσεις, η πολιτική του Ισραήλ, η αποικοιοποίηση και η από-αποικιοποίηση, ενώ δε διστάζει να σπάει μύθους, γεγονός που τον φέρνει σε ρήξη με την λογική του Ισραήλ».
ο Διευθυντής του Φεστιβάλ, Δημήτρης Εϊπίδης, είπε προλογίζοντας τη συζήτηση, «Πρόκειται για έναν σκηνοθέτη που με αφετηρία τον ανθρωπισμό, ξεπερνά σύνορα και προκαταλήψεις» και ο σκηνοθέτης ανταπέδωσε, λέγοντας «Είναι εξαιρετική τιμή για μένα να βρίσκομαι εδώ και θέλω να ευχαριστήσω τον διευθυντή του φεστιβάλ απλά και μόνο που υπάρχει».
Ξεκινώντας το masterclass, ο Σιβάν αποκάλυψε πως ανέκαθεν ένιωθε άβολα με την ιδέα του «master», προτιμώντας τον όρο του «αδαούς master». «Το μόνο που μπορεί να φέρει κάποιον σε θέση να του γίνονται αφιερώματα είναι η σκληρή δουλειά, τίποτε άλλο. Δεν πιστεύω στο φοβερό ταλέντο, αυτό που οφείλεις είναι να βρίσκεσαι στη θέση του εργάτη και όχι του παντογνώστη», εξήγησε ο δημιουργός.
Αμέσως μετά, όρισε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται το ντοκιμαντέρ ως όχημα αναθεώρησης της πραγματικότητας, χρησιμοποιώντας παραδείγματα από την Ιστορία. «Αναθεώρηση σημαίνει μία νέα οπτική για κάτι που προϋπάρχει. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να ορίσουμε και το ντοκιμαντέρ, ως την έννοια της αναθεώρησης κάποιου γνωστού πράγματος. Στο ντοκιμαντέρ, το σημαντικό για μένα είναι αυτό που ονομάζω κατασκευή, αυτό που μας βοηθά να δώσουμε δομή στην ιστορία. Για παράδειγμα, μαθαίνουμε στην επίσημη Ιστορία ότι η Αμερική ανακαλύφθηκε το 1492. Αν μπαίναμε στη διαδικασία να αναθεωρήσουμε αυτήν την άποψη, θα βλέπαμε ότι δεν ισχύει για εκείνους που ήδη έμεναν στην Αμερική πριν τον Κολόμβο. Με αυτόν τον τρόπο είναι δυνατό να μετατοπίσουμε την άποψη του κόσμου για τα γεγονότα και να αλλάξουμε την Ιστορία», εξήγησε ο Εγιάλ Σιβάν και συνέχισε, δίνοντας άλλο ένα χαρακτηριστικό ιστορικό παράδειγμα: «Εχει ενδιαφέρον το πώς χωρίζεται η Ιστορία σε περιόδους. Αμφιβάλλω αν στο Μεσαίωνα υπήρχε κάποιος που περίμενε καρτερικά την Αναγέννηση για να αλλάξουν τα πράγματα. Αν προσπάθησα κάτι να κάνω μέσα από τις ταινίες μου, αυτό είναι μία αναθεώρηση της Ιστορίας. Αυτό προϋποθέτει να αρνηθείς κάτι ιστορικό. Κοινώς, εκείνο που προτείνω είναι μία άλλη Ιστορία, η οποία έρχεται αντιμέτωπη με την επικρατούσα, την οποία ονομάζω αντι-ιστορία (counter-history). Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι το ζητούμενο στο ντοκιμαντέρ δεν είναι να δοθεί μία ξεκάθαρη απάντηση αλλά να γεννηθούν ερωτήσεις».
Στη συνέχεια ο Σιβάν επικεντρώθηκε στο κάδρο, τη βάση μιας εικόνας: «Το κάδρο εμπεριέχει μία υποκριτική, αλαζονική οπτική, καθώς εντάσσουμε σ’ αυτό κάτι που δεν μπορεί να φανεί διαφορετικά. Για μένα όμως το κάδρο είναι λογοκρισία, αφορά αυτό που αποφασίζουμε να μη δείξουμε. Εκεί κάπου ξεκινά και η κουβέντα περί υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας».
«Το ντοκιμαντέρ είναι μία πρόταση να κοιτάμε κάτι από μία ασυνήθιστη οπτική γωνία», παρατήρησε ο Σιβάν, κάνοντας λόγο για την έννοια του «άλλου», ως την εγκαθιδρυμένη οπτική γωνία που επικρατεί στο σινεμά τεκμηρίωσης: «Η παράδοση του ντοκιμαντέρ επιβάλλει τον τρόπο που εμείς κινηματογραφούμε τον “άλλο” ώστε να τον κάνουμε το βασικό χαρακτήρα της ταινίας. Ο “άλλος”, που δε μ’ αρέσει σαν όρος, είναι συνήθως οι φτωχοί, οι πόρνες, τα θύματα, οι φυλακισμένοι. Το σινεμά γίνεται έτσι κάτι σαν μία κοσμική εκκλησία, όπου αντί για τον κρεμασμένο Εβραίο στο σταυρό, βλέπουμε τα θύματα της ζωής και ξαφνικά νιώθουμε ανθρωπιά, συμπόνια, νιώθουμε ανθρώπινοι». Με αφορμή τον «άλλο», ο Σιβάν έδειξε μια σκηνή από το «Ακαμπατ-Τζάμπερ: Είμαστε Περαστικοί», εξηγώντας πώς χρησιμοποίησε και ο ίδιος αυτή την εγκαθιδρυμένη οπτική γωνία: «Οπως φαίνεται από τη σκηνή, πήγα ως νέος Ισραηλινός να συναντήσω τον “άλλο”, τον πρόσφυγα, σκεφτόμενος ότι αυτό που πρέπει να κάνω είναι δώσω τη δυνατότητα σε αυτούς του ανθρώπους να μιλήσουν. Γρήγορα κατάλαβα ότι δεν κατέλυα επί της ουσίας καμία εξουσία: Παρέμενα ο λευκός που πήγαινα να δω τους κατώτερους και είναι σαν να τους έλεγα ότι “εγώ θα σας δώσω την ευκαιρία να μιλήσετε”. Ηταν η τελευταία φορά που έκανα κάτι τέτοιο. Κατάλαβα ότι δεν είμαι εδώ για να δώσω το λόγο στους αδύναμους αλλά να χρησιμοποιήσω την κάμερα προκειμένου να αποδομήσω την έννοια της εξουσίας και να αντιμετωπίσω αυτούς που είναι στο ίδιο επίπεδο με μένα».
Ακολούθησε ένα σύντομο απόσπασμα από την ταινία «Ιζκόρ: Οι Σκλάβοι Της Μνήμης». Στο φιλμ αυτό ο Σιβάν θέτει το θεατή εντός της κοσμικής, λαϊκής εκπαίδευσης των Ισραηλινών, ξεκινώντας από την ηλικία των 5-6 ετών και φτάνοντας μέχρι τους στρατιώτες που ορκίζονται στο κράτος του Ισραήλ. «Με το Ιζκόρ εκδικήθηκα τρόπον τινά το εκπαιδευτικό σύστημα και τους φορείς του. Αυτή ακριβώς ήταν για μένα η στιγμή που έγινα αιρετικός, ακόμη και εγκληματίας, καθώς αποκάλυψα το σύστημα αναγιγνώσκοντάς το όχι ως Ιστορία αλλά ως αντι-ιστορία. Είναι ενδεικτικό ότι ακόμα και συντηρητικοί Ισραηλινοί αντιμετώπισαν την πρώτη μου ταινία ως μία θετική ενέργεια. Φυσικά δεν ίσχυσε το ίδιο για τη δεύτερη. Είμαι όμως λευκός και προέρχομαι από ένα κράτος Απαρτχάιντ, οπότε το να ασκώ κριτική είναι το στοιχειώδες, το αυτονόητο. Αν δεν το έκανα θα ήμουν δοσίλογος. Κάθε καλλιτέχνης και διανοούμενος οφείλει να περάσει στην αντι-ιστορία, αλλιώς είναι ένας δοσίλογος. Ο Φουκώ είπε ότι η πολιτική έχει να κάνει με λέξεις. Παραφράζοντάς τον εγώ θα πω ότι έχει να κάνει με εικόνες».
Ο Σιβάν ανέπτυξε στη συνέχεια τον τρόπο μέσα από τον οποίο το ισραηλινό σινεμά, ενισχύει τη θυματοποίηση του εθνικού συλλογικού ασυνειδήτου: «Είναι ενδεικτικό αυτό που είχε ειπωθεί κάποτε πως εμείς οι Ισραηλινοί δε θα συγχωρέσουμε ποτέ τους Παλαιστινίους γιατί μας αναγκάζουν να γίνουμε δολοφόνοι!».
Περνώντας στη σχέση μεταξύ Ιστορίας και μνήμης, ο Σιβάν τόνισε: «Είναι βλακεία το πόσο σημαντική θεωρείται η μνήμη. Για να υπάρχει μνήμη πρέπει να υπάρχει λήθη. Αντιστοίχως και με την Ιστορία, όταν μιλάμε για μνήμη το ερώτημα που εγείρεται είναι τι είναι αυτό που έχει ξεχαστεί. Είναι ενδιαφέρον ότι κανένα έθνος δεν θυμάται τον εαυτό του ως δράστη εγκλημάτων, αλλά ως θύμα. Οτι οι Γάλλοι που συνεργάστηκαν με τους Ναζί το έχουν εξαιρέσει από τη συλλογική μνήμη. Οι Κούρδοι θεωρούν εαυτούς θύματα, ξεχνώντας ότι για λογαριασμό των Τούρκων συμμετείχαν στη γενοκτονία των Αρμενίων. Οι Ισραηλινοί, παραδοσιακά θύματα επίσης, ήταν εκείνοι που έδιωξαν τους αυτόχθονες Παλαιστινίους από τον τόπο τους. Θέλω να πω ότι η μνήμη μπορεί κάλλιστα να είναι εργαλείο διάπραξης εγκλημάτων. Μπορεί βέβαια να προτιμούμε να αυτοχαρακτηριζόμαστε θύματα, ωστόσο η αλήθεια είναι πως όλοι μάλλον εν δυνάμει είμαστε θύτες».
Ο Σιβάν χαρακτήρισε το μοντάζ ως την απόλυτη εξουσία, «αφού στο τέλος όλα εκεί καταλήγουν. Αυτό που προτιμώ περισσότερο απ’ όλα άλλωστε είναι το δωμάτιο του μοντάζ και όχι το γύρισμα. Δε μου αρέσει να προσπαθώ να φανώ ευχάριστος ή έξυπνος, ξέρω εξαρχής ότι η απόλυτη εξουσία και ο έλεγχος είναι στα δικά μου χέρια μέσω του μοντάζ».
Αμέσως μετά, προβλήθηκε ένα απόσπασμα από την ταινία «Ο Σπεσιαλίστας», η οποία παρουσιάζει τη δίκη του ναζιστή Αντολφ Αϊχμαν το 1961 στην Ιερουσαλήμ. «Οταν ψάχναμε με τον συνεργάτη μου, τον Ρόνι Μπράουμαν, να βρούμε βιντεοκασέτες με τη δίκη Αϊχμαν στα αρχεία, τις βρήκαμε κρυμμένες στις μη χρησιμοποιημένες τουαλέτες του πανεπιστημίου. Κλασσική περίπτωση όπου η ιστορία είχε πεταχτεί στην τουαλέτα. Πήραμε λοιπόν το πρωτότυπο υλικό και αποφασίσαμε να ασχοληθούμε με το θέμα του “κακού” στην πολιτική. Δε θέλαμε μία ταινία για το Ολοκαύτωμα αλλά για τη γραφειοκρατία. Προσπαθήσαμε μέσα από τον Σπεσιαλίστα να δώσουμε όχι το πορτρέτο ενός ψυχοπαθούς, αλλά ενός ‘κανονικοπαθούς’» επεσήμανε ο Εγιάλ Σιβάν και συνέχισε: «Στον «Σπεσιαλίστα» έγινε επανασχεδιασμός των σκηνών. Πρόκειται όντως για βεβήλωση του αρχείου και κάποιοι έθεταν ζήτημα κατά πόσο επιτρεπόταν να κάνω τόσο σημαντικές παρεμβάσεις σε ένα ευαίσθητο για τους Ισραηλινούς ζήτημα».
Σε ερώτηση σχετικά με το αν θα μπορούσε να οδηγηθεί μέσα από το έργο του, στην αντίθετη ακραία άποψη από αυτή που απορρίπτει, ο Σιβάν τόνισε: «Ο στόχος μου είναι ασφαλώς πολιτικός. Η μνήμη, όμως, από μόνη της είναι αναμφισβήτητα επιλεκτική. Οταν μιλάτε για την άλλη πλευρά, για μένα εκεί δε βρίσκονται οι Αραβες. Αλλωστε, δεν προσπαθώ να είμαι αντικειμενικός. Ο,τι κάνω το κάνω επειδή υπάρχει ένα κράτος στον κόσμο που έκανε όλους τους Εβραίους θύματα του Ολοκαυτώματος και πολίτες του Ισραήλ χωρίς να τους ρωτήσει. Το Ισραήλ έχει προκύψει μέσα από την αντίθεση που γεννήθηκε στην Ευρώπη μεταξύ της Βίβλου και του Αουσβιτς».
Ο Σιβάν δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στις κάμερες παρακολούθησης αλλά και γενικότερα τις κάμερες της εξουσίας: «Οταν η εξουσία γυρίζει ντοκιμαντέρ ονομάζεται προπαγάνδα. Ενα ωραίο παράδειγμα για αυτό είναι η Ανατολική Γερμανία, όπου το μόνο που ήθελαν ήταν να παρακολουθούν την αντεπανάσταση και τελικά αυτό ήταν το μόνο που δεν κατέγραψαν. Ποτέ μία κάμερα παρακολούθησης δεν προλαβαίνει το έγκλημα. Ποτέ δε λειτουργούν προληπτικά για αυτόν που έχει αποφασίσει να δράσει».
Διαβάστε περισσότερα για το 14ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
φωτογραφία στο gallery: Βασίλης Βερβερίδης, Motionteam