Ανιση είναι η πορεία του Καρίμ Αΐνούζ, με στιγμές αριστουργηματικές, σαν την «Αόρατη Ζωή της Ευριδίκης Γκουσμάο» μέχρι οριακά αδιάφορες όπως το μόλις περσινό και χαμένο έκτοτε «Firebrand», σέξι εφετζίδικες κι όμως ανούσιες, σαν το «Futuro Beach» του 2014. Στο οποίο θα έφερνε αυτή, η νέα του ταινία, αν δεν ήταν τόσο πολύ χειρότερη.
Σε μια αμμουδερή βραζιλιάνικη παραλία με φοίνικες, η Μπαμπίνα, μία ισχυρή κυρία των καρτέλ της περιοχής, έχει στήσει την επιχείρησή της. Ζητά από δύο αδέλφια, τα πρωτοπαλίκαρά της, να πάρουν πίσω από έναν ευρωπαίο πελάτης της «όσα της χρωστάει». Μόνο που ο Χεράλντο περνάει την προηγούμενη νύχτα σ' ένα «με την ώρα» μοτέλ, παγιδεύεται από το one night stand του που τον κλέβει και τον κλειδώνει και κρεμάει τον αδελφό του στο ραντεβού για τη δουλειά. Κι αυτό έχει συνέπειες: το heist πάει κατά διαβόλου, ο αδελφός του σκοτώνεται και η «Μπαμπίνα» βάζει λυτούς και δεμένους να βρουν τον Χεράλντο και να τον τιμωρήσουν.
Εκείνος καταφεύγει πίσω στο «Μοτέλ Ντεστίνο». Το Destino δεν είναι ένα τυχαίο μοτέλ. Κατ' αρχάς, το λένε Destino, για να μπορέσει ο Αϊνούζ να ξεκαθαρίσει την πρόθεσή του ότι κάνει μια ταινία για τη σχέση του ανθρώπου με το μοιραίο. Κατά δεύτερον, από τις κλειστές πόρτες, στους διαδρόμους, στις κρυφές οθόνες από τις κρυφές κάμερες, ακούγεται ο βόμβος ή οι ιαχές αδιάκοπου σεξ. Ολοι κάνουν σεξ στο Μοτέλ Ντεστίνο κι ο ήρωας, ο Χεράλντο (ο «αγγελιοφόρος», άλλος καταφανής συμβολισμός που ο Αϊνούζ έχει την αγαρμπάδα να διατυπώσει και στο ίδιο του το σενάριο), δεν αποτελεί εξαίρεση. Ούτε ο κακοποιητικός ιδιοκτήτης Ελίας, ούτε η κακοποιούμενη σύζυγός του και συνιδιοκτήτρια Νταϊάνα, που γρήγορα λιγουρεύεται και γεύεται επανειλημμένα τον Χεράλντο. Μόνο που αυτή η συμφωνία σεξουαλικών συνευρέσεων, ακολουθώντας την τυπολογία ενός νεονουάρ, κρύβει σε κάθε της στροφή μια εν δυνάμει ζοφερή αναμέτρηση με το έγκλημα ή τον νόμο.
Αυτό, τουλάχιστον, μοιάζει να θέλει να κάνει ο Καρίμ Αϊνούζ. Ο οποίος χρησιμοποιεί το μεγαλείο της διευθύντριας φωτογραφίας Ελέν Λουβάρ για να κάνει μια «φλεγόμενη» αισθητικά ταινία υπερκορεσμένων χρωμάτων με μια απολυτοσύνη στα κόκκινα και στις σκιές της (θαυμάσιες αφίσες φτιάχνουν τα κάδρα της), τις γενικές αναφορές σε μυστηριακή ατμόσφαιρα του Ντέιβιντ Λιντς και στους γεμάτους συμβολισμούς (πάλι) εφιάλτες του ήρωα με τα φίδια και τα απειλητικά ζώα, φυσικά τον «Ταχυδρόμο» που χτυπάει πάντα δυο φορές, και τα συνδέει σε μια ταινία απόλυτα κενή.
Γιατί στην ουσία το «Motel Destino» έχει μόνο ένα σκελετό δράσης, που επαναλαμβάνεται σε λούπα, με κάθε της έκφανση και πιο άνευρη. Κι έχει μια χούφτα ήρωες χωρίς χαρακτήρες, που λειτουργούν λες σαν αυτόματα, δρώντας και αντιδρώντας χωρίς κάποια βαθύτερη ουσία, τόσο «νευροσπαστικά» όσο κάνουν και σεξ. Το οποίο κι αυτό σεξ, παρότι άφθονο, δεν είναι κι ερεθιστικό, ούτε καν σα μια βίαιη ξεπέτα, πόσω μάλλον ως λειτουργικό εργαλείο μιας ταινίας που αναζητά το στόχο της και δεν τον βρίσκει ούτε όταν, τελικά, σπάει τους τοίχους του μοτέλ του τίτλου και ξεχύνεται στη σκοτεινή, φωτογραφικά αλλά όχι υπαρξιακά, παραλία και σ' ένα ανεκδιήγητο φινάλε επιφανειακού εντυπωσιασμού.
Σίγουρα η βραζιλιάνικη ταυτότητα, όπως, τουλάχιστον, εκφράζεται τουριστικά, περιλαμβάνει την ιερή τριάδα ζέστη-δέρμα-ιδρώτας, αλλά αν ο Αϊνούζ ήθελε σ' ετούτη την ταινία του, ν' αποτυπώσει την ταυτότητα αυτή, ξεχνά το πιο σημαντικό, την ψυχή και καταλήγει με μια αδιάφορη, βαρετή ιστορία κι ένα μοτέλ στο οποίο κανείς δεν θέλει να μείνει.
Ευχαριστούμε την Aegean Airlines για τη βοήθεια πραγματοποίησης του ταξιδιού στο 77ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών.