Το σινεμά της Κέλι Ράιχαρντ είναι ήσυχο, αθόρυβο, λεπτό στις αποχρώσεις του, πολλές φορές χωρίς λόγο «άδειο» από δράση, ένα σινεμά που τελικά παρατηρεί - πάντα προσπαθώντας να κατανοήσει, ίσως και με μια διάθεση να επιβάλλει το δικό του ρυθμό στη συνήθως ανθρώπινη φρενήρη καθημερινότητα. Το σινεμά της Κέλι Ράιχαρντ είναι και άνισο, αφού μπροστά στην ολοκληρωμένη (και σε στιγμές συναρπαστική για τα δεδομένα της δημιουργού του) «Πρώτη Αγελάδα» θα υπάρχει πάντα ένα φιλόδοξα αποτυχημένο «Night Moves» και για κάθε καρδιοχτύπι του «Wendy and Lucy» θα υπάρχει πάντα η για πολλούς άδεια ψυχή του «Certain Women».
Το «Showing Up» παραπαίει ανάμεσα στην αποτυχία και την τόσο αναγνωρίσιμη γραφή του που από τη μία μοιάζει με ιδανικό κομμάτι της φιλμογραφίας της Κέλι Ράιχαρντ κι από την άλλη ξενίζει ως προς την αποστασιοποίηση του απέναντι σε μια από τις - θεωρητικά - πιο ενδιαφέρουσες, πολύπλοκες και αυτοβιογραφικές (;) ηρωίδες της - η Μισέλ Γουίλιαμς στην τέταρτη συνεργασία της με τη σκηνοθέτη μετά τα «Wendy and Lucy», «Meek's Cutoff» και «Certain Women».
Η Γουίλιαμς υποδύεται την Λίζι, μια γλύπτρια που έχει μια εβδομάδα για να ολοκληρώσει τα έργα της για μια έκθεση που είναι η πρώτη της μεγάλη ευκαιρία να αναδειχθεί στον κόσμο της τέχνης. Είναι αγχωμένη, το σπίτι και το γκαράζ που νοικιάζει από τη Τζο, μια φίλη επίσης καλλιτέχνη στο Πόρτλαντ δεν έχει ζεστό νερό, ο φούρνος που «ψήνει» τα κορίτσια που πλάθει με τα χέρια της καίει τις δημιουργίες της και ενώ πρέπει να μείνει πάση θυσία μόνη της για να ολοκληρώσει τη συλλογή της, η ζωή θα εισβάλλει από κάθε πιθανή ανοιχτή πόρτα σαν υπενθύμιση.
Ενα περιστέρι που θα πληγώσει η γάτα της θα βρεθεί - από ένα γύρισμα της τύχης - στα χέρια της για να γίνει θεραπευτεί, ο αδερφός της θα βυθιστεί μέσα σε αυτήν την εβδομάδα στη σχιζοφρένιά του απαιτώντας την παρουσία της και η ατζέντισσα που θα της εξασφαλίσει την καριέρα που ονειρεύεται δεν είναι σίγουρο ότι θα προλάβει να βρεθεί στην έκθεση. Ενδιάμεσα οι γονείς της, οι συζητήσεις στη σχολή καλών τεχνών και οι μικροί διάλογοι που έχει με τα γλυπτά της θα φέρουν τη Λίζι ενώπιον μιας κρίσης που απαιτεί γρήγορες και αποτελεσματικές λύσεις.
Δεν υπάρχει τέτοια ταχύτητα στο σινεμά της Κέλι Ράιχαρντ. Ολα θα γίνουν αργά, με επαναλαμβανόμενους κύκλους, με ένα off beat χιούμορ που δεν είναι πάντα αρκετό για να δικαιολογήσει τη βαθιά μελαγχολία της Λίζι (σε αντίθεση με τα άλουστα μαλλιά της - λόγω της έλλειψης του ζεστού νερού΄), ενώ η ματιά της Ράιχαρντ πάνω στους νέους καλλιτέχνες δεν είναι συμπαθητική, θέλει να υπογραμμίσει τον ανταγωνιστικό κόσμο μέσα στον οποίο ενηλικιώθηκε και η ίδια, αλλά αντιμετωπίζοντας τα νέα παιδιά ως χαμένα σε αψυχολόγητες προσπάθεις που αν ποτέ γίνουν τέχνη δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα τους κάνουν διάσημους.
Σε 100 λεπτά φιλμικού χρόνου, η Μισέλ Γουίλιαμς που μοιάζει όσο περνά η ώρα και περισσότερο με τα «άσχημα» κορίτσια που φτιάχνει με τα χέρια της, πλάθει ένα χαρακτήρα - παρατηρητή που νιώθει ότι το πραγματικό υλικό για να σμιλέψει είναι η ζωή, αλλά που κρατιέται πίσω, έντρομη, απλώνοντας γύρω της κυνισμό και όχι μια χείρα βοηθείας. Ανεκμετάλλευτη παρά μόνο ως φιγούρα, η ηθοποιός - φετίχ της Ράιχαρντ αναπαράγει το στερεότυπο της χαμένης φιλόδοξης καλλιτέχνη με τόσο λεπτές αποχρώσεις που τελικά δεν καταφέρνει να μιλήσει παρά μόνο περιορισμένα για τον αβάσταχτο κόσμο της τέχνης. Τα μικρά στιγμιότυπα - εκπλήξεις που αναστατώνουν τη ζωή της, γραμμένα με μελέτη από την Ράιχαρντ και τον μόνιμο συνεργάτη της, Τζόναθαν Ρέιμοντ, μοιάζουν πολύ λίγα για να δικαιολογήσουν την, σαν το πληγωμένο περιστέρι που θεραπεύεται, απελευθερωσή της.