Η πρώτη σκηνή του «The Climb» είναι η καλύτερη. Δυο φίλοι, ο Μάικ και ο Κάιλ κάνουν ποδήλατο στη Νότιο Γαλλία και μιλούν (ασταμάτητα) για τον πρόσφατο χωρισμό του Μάικ, τον αθλητισμό, τη φιλία τους, για τίποτα συγκεκριμένο, για τον επικείμενο γάμο του του Κάιλ. Μέχρι τη στιγμή που, ανάμεσα σε λαχανιάσματα και ορθοπεταλιές ο Μάικ θα του εξομολογηθεί ότι έχει κάνει σεξ με τη μέλλουσα γυναίκα του. Ολη σκηνή είναι ένα μονοπλάνο, γυρισμένη με την επιτήδευση που της αρμόζει, το bumblecore που το ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά θα αργήσει πολύ να απορρίψει ως παλιομοδίτικο και την αφοπλιστική πρώτη γνωριμία με τους δύο πρωταγωνιστές αυτού του bromance που θα απλωθεί μέσα στο χρόνο σαν ένα πειραγμένο love story.
Αυτό το πρώτο μονοπλάνο ήταν και η αφορμή για το «The Climb», αφού ως μικρού μήκους παρουσιάστηκε το 2018 στο Φεστιβάλ του Σάντανς για να κερδίσει το δικό του μερίδιο στην επιτυχία και να πείσει τον δημιουργό του ότι αξίζει τον κόπο να αναπτυχθεί σε μια σειρά από βινιέτες που μοιάζουν με επεισόδια στο βιβλίο μιας ανδρικής φιλίας που θα αντέξει στο χρόνο παρά τα αναπόφευκτα σκαμπανεβάσματά της και όλα όσα χωρίζουν (αλλα και ενώνουν) τους δύο πρωταγωνιστές της.
Καθώς ο Κάιλ προσπαθεί να ενηλικιωθεί, κάνοντας σοβαρές σχέσεις και ακόμη πιο σοβαρές προσπάθειες απογαλακτισμού από την οικογένειά του, ο Μάικ παραμένει ένα κακομαθημένο παιδί που χωρίς καμία κακή πρόθεση την πέφτει στις κοπέλες του κολλητού του, καταστρέφει τα χριστουγεννιάτικα πάρτι του, τις γαμήλιες τελετές του και δεν γενικά δεν λέει να ξεκολλήσει από πάνω του. Η σχέση τους είναι BFF for life αλλά και μια τοξική ανακύκλωση της εφηβείας τους που αν δεν τελειώσει σύντομα θα βρει και τους δύο οριστικά losers και στο υπόγειο ενός σπιτιού να ονειρεύονται το μέλλον.
Οι βινιέτες που επιλέγει ο Κοβίνο για να χτίσει την περιπετειώδη σχέση τους είναι σαν μικρές κινηματογραφικές συνθέσεις. Οχι όλες μονοπλάνα σαν το πρώτο, αλλά με κάμερα που προσδίδει διάρκεια στις σκηνές και διαπερνά το χρόνο, παίζοντας με πρωτοτυπία πάνω στην αίσθηση του χρόνου που περνάει. Στο πυρήνα τους οι σκηνές αυτές είναι κωμικές, αλλά με μια αδικαιολόγητη αγωνία το χιούμορ να είναι συνέχεια κάπως πειραγμένο, οι καταστάσεις να σε φέρνουν σε μια αμηχανία, το σωματικό τους φορτίο να σε κάνει να γελάς με τους ίδιους τους ήρωες και όχι με τις καταστάσεις που περνάνε.
Θέλοντας να παίξει με τα κλισέ, ο Κοβίνο δεν υπερβαίνει τόσο τον εαυτό του ώστε να μην πέσει θύμα τους και η διαρκής προσπάθειά του να επιβάλλει «ένα άλλο βλέμμα» σε πράγματα που το αμερικάνικο σινεμά (αλλά και η τηλεόραση) έχει εξαντλήσει, κάνει την ταινία του απλά χαριτωμένη. Με το νου του στην κάμερα και στην φιλοδοξία μιας πειραγμένης εκδοχή ενός κινηματογραφικού sitcom, o Κοβίνο ξεχνάει στα μισά το σενάριο (και τους αυτοσχεδιαστικούς διαλόγους ανάμεσα στον ίδιο και τον Κάιλ Μάρβιν) και αναμοχλεύει μια εκδοχή ενός buddy movie που δεν έχει ούτε αυθεντικότητα και κυρίως δεν σε κάνει ποτέ να συμπαθήσεις αυτούς τους δύο ανθρώπους.
Μερικά αμήχανα γέλια, κάποιες περίτεχνες σκηνές, μικρά ψήγματα τρυφερότητας και μια - δυο στιγμές που σε εκπλήσσουν με την πρωτοτυπία τους, δεν αρκούν για να καλύψουν το κενό που συναντάς τελικά σε αυτήν την «ανηφόρα», υπενθύμιση και προειδοποίηση μαζί για την έντονη προσπάθεια του σύγχρονου σινεμά να γινει μοντέρνο με έναν αντιπαθητικό τρόπο και να μιλήσει για τις πιο ανθρώπινες στιγμές με έναν τρόπο που τις απομακρύνει από την ανθρώπινη βάση τους, πριμοδοτόντας το quirkiness για το quirkiness και χάνοντας τελικά και ό,τι σημαντικό είχε ξεκινήσει να πει.
Είναι σαφές πως καμία φιλία δεν μπορεί να αντέξει υπό αυτές τις συνθήκες.
Δείτε εδώ τη μικρού μήκους ταινία που ήταν η αρχή του «The Climb» όπως το γνωρίζουμε πλέον σήμερα: