Η Λόλα είναι μια νέα γυναίκα, με αυστηρή περιβολή κι ακόμα πιο συγκρατημένη συμπεριφορά. Είναι ξανθιά, λεπτή, ανάμεσα στο όμορφο και στο άχρωμο. Δουλεύει σε μια έντονα ανταγωνιστικήεταιρία συμβούλων επιχειρήσεων, η καθημερινότητά της είναι εγκλωβισμένη σ' ένα ταγιέρ και σε γραφεία συνεδριάσεων με ηχομόνωση: τίποτα απ' όσα συζητιούνται δεν πρέπει να ξεφύγει προς τα έξω.
Τίποτα δεν πρέπει να ξεφύγει προς τα έξω απ' ολόκληρη τη ζωή της Λόλα. Ούτε η ερωτική σχέση της με τη διευθύντριά της, την Ελίζ. Ούτε τα σχέδια της Ελίζ να δώσει προαγωγή στη Λόλα και να φύγουν μαζί για το Σίδνεϊ. Ούτε οι υπολογισμοί της Λόλα που θα διαλύσουν το ανθρώπινο δυναμικό της εταιρίας που «συμβουλεύει». Ούτε, κυρίως, η ύπαρξη της αδελφής της, της Κόνι.
Η Κόνι είναι σχιζοφρενής, περνά τα μεγαλύτερα κομμάτια της ζωής της σε κλινικές, με τον πανικό της, την καχυποψία της και την οργή της απέναντι στη ζωή, τιθασευμένα φαρμακευτικά. Είναι λίγο μεγαλύτερη από τη Λόλα κι οι δυο αδελφές, ορφανές από παιδιά, μοιράζονται μια μοναδική αγάπη, μια διαφορετική σχέση εξάρτησης: υπάρχουν, με ολόκληρο το εσωτερικό σύμπαν τους, μόνο η μία για την άλλη. Οταν η Κόνι κάνει (άλλη μία) απόπειρα αυτοκτονίας κι αρχίσει επίμονα να ζητά βοήθεια από τη Λόλα, εκείνη, η υγιής αδελφή, θ' αρχίσει να χάνει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ λογικής και παράνοιας.
Η Αυστριακή σκηνοθέτης Μαρί Κρόιτσερ, στο τέταρτο μεγάλου μήκους φιλμ της, διερευνά τη γυναικεία φύση με... δυο ταινίες σε μία. Από τη μια πλευρά, την απασχολεί η θέση της γυναίκας στον επαγγελματικό χώρο. Με στεγνή φωτογραφία, σε στεγνά γραφεία, με στεγνά ρούχα, παρακολουθεί την ηρωίδα της καθώς φορά την «πανοπλία» της, γίνεται λεία της διευθύντριάς της, αγωνίζεται να επιβληθεί σε μια αγορά ακόμα έντονα ανδρικής κυριαρχίας, πέφτει θύμα της σεξουαλικής παρενόχλησης συναδέλφων και πελατών, υποχρεωμένη ν' αντιδράσει σαν όλα αυτά να είναι μέρος του modus operandi μιας γυναίκας στη θέση και στη δουλειά της.
Αυτό το μέρος, η Κρόιτσερ το σκηνοθετεί και, κυρίως, το γράφει, ακουμπώντας σε απλοϊκή ερμηνεία των σχέσεων των φύλων, με μια διάθεση κατηγορώ στερεοτυπική, με τρόπο χοντροκομμένο και, μαζί, μπερδεμένο στις σεναριακές επιλογές της, όπως την καθοριστική, του ότι η διευθύντρια της εταιρίας είναι γυναίκα κι όχι άντρας. Προσπαθώντας να σχολιάσει τη μοναξιά της εργαζόμενης γυναίκας, παγιδεύεται στα ίδια της τα επιχειρήματα και φτιάχνει σεκάνς αθέλητα ψυχρές κι επιφανειακές.
Αντίθετα, τα κομμάτια όπου... η λογική λείπει, τη σχέση των δυο αδελφών, εγγύτατη στην καρδιά της, αλλά παραμορφωμένη από τη σχιζοφρένεια κι από ένα διττό μυαλό που λειτουργεί με το δικό του τρόπο, η Κρόιτσερ τα χειρίζεται θαυμάσια, ατμοσφαιρικά, ευαίσθητα. Ξεχνώντας τα κλισέ του «εργασιακού» μέρους, χτίζει δυο ηρωίδες ιδιαίτερες κι ευάλωτες, αναγνωρίσιμες παρότι αντισυμβατικές, ισχυροποιημένες από δυο υπέροχες ερμηνείες, της («Wilde Mouse») Πία Χίρτσεγκερ και της Βάλερι Πάκνερ που θα δούμε προσεχώς (πότε;) να πρωταγωνιστεί στο «Radegund» του Τέρενς Μάλικ. Μόνο που στη ζυγαριά της ταινίας, το πρώτο μέρος υπερισχύει, στερώντας της το εγκεφαλικό ενδιαφέρον και την αισθητική δημιουργικότητα.