Ο Κλαούντιο Τζιοβανέζι κάνει μια ταινία για την εφηβεία και την έμφυτη αίσθηση του κατεπείγοντος που αυτή φέρνει μαζί της. Το γεγονός ότι η εφηβεία της ταινίας συναντιέται στην καρδιά του οργανωμένου εγκλήματος της σημερινής Νάπολης είναι συμπτωματικό και, μαζί, καθοριστικό.
Εχοντας υπογράψει το άκρως επιτυχημένο τηλεοπτικό «Gomorrha», ο Τζιοβανέζι συνεργάζεται ξανά με τον συγγραφέα του, Ρομπέρτο Σαβιάνο, διασκευάζοντας για το σινεμά το νέο του best seller. Ο ήρωας της ταινίας είναι ο 15χρονος Νικόλα ζει με τις... τρεις οικογένειές του. Η μία είναι η χήρα μητέρα του, νέα και τρυφερή, που λειτουργεί το καθαριστήριο της γειτονιάς τους, της Σανιτά και ο μικρότερος αδελφός του τον οποίο ο Νικόλα φροντίζει και προστατεύει. Η δεύτερη είναι οι φίλοι του, συνομήλικα αλάνια που μαζί παίζουν μπάλα και πάνε βόλτες δικάβαλο με τα μηχανάκια τους. Κι η τρίτη είναι η μαφία, αποτελούμενη από θείους, γείτονες και γονείς φίλων, η ισχυρότερη οικογένεια απ' όλες.
Ο Νικόλα, με την αδρεναλίνη και την απερισκεψία της ηλικίας του και με μια δυνατή φιλοδοξία, σ' έναν τόπο όπου οι επιλογές είναι περιορισμένες, θα δει ένα «άνοιγμα» στην ιεραρχία της μαφίας, θα το διεκδικήσει, θα το κερδίσει και θα γίνει, με πρωτοπαλίκαρα τους φίλους του, μέλος του οργανωμένου εγκλήματος, αντιμετωπίζοντας τα χρήματα, τον νόμο τιμής και τον θάνατο μ' ένα μείγμα ενθουσιασμού και μοιρολατρίας. Η νέα του ζωή θα του χαρίσει τα πάντα και θ' απαιτήσει, ως τίμημα, τις εφηβικές εμπειρίες του: την ανεμελιά, τη φιλία και τον πρώτο του, σαρωτικό έρωτα.
Βλέποντας το «Πιράνχας», αυθόρμητα κανείς νομίζει ότι βλέπει το «Bugsy Malone» του Αλαν Πάρκερ, παιδιά που, κωμικοτραγικά, υποδύονται τα στερεότυπα ενός γκανγκστερικού φιλμ. Μόνο που εδώ, τα δεδομένα είναι ρεαλιστικά, στη Νάπολη το οργανωμένο έγκλημα απλώνεται στα παιδιά που ενηλικιώνονται αστραπιαία. Κι οι ήρωες της ταινίας είναι χαρακτηριστικά παιδιά, με την ευφορία, τη βιασύνη, την πεποίθηση ότι είναι άτρωτα κι ότι, μέσα από το κακό, κάνουν το καλό, προστατεύουν την κοινότητά τους, γίνονται ήρωες. Ως έφηβοι, έχουν ακριβώς τις αναμενόμενες επιθυμίες, να ψωνίζουν ρούχα μάρκες, να κλείνουν στο κλαμπ τραπέζι με μπουκάλι, να γίνουν μαζί νέοι Ρομπέν των Δασών και σούπερ σταρ.
Αυτή την ομορφιά και την αλλόκοτη αθωότητα, ο Τζιοβανέζι την αποτυπώνει θαυμάσια. Το ίδιο και το σκηνικό της ταινίας του, τη Νάπολη του σήμερα, όχι πολύ αλλαγμένη από το '50, με τη φτώχεια του ιταλικού Νότου, τα συγκλονιστικά κτίρια νικημένα από το χρόνο, τα δαιδαλώδη στενά, τα μικρά μαγαζάκια, τη ζωή που ξετυλίγεται κυρίως έξω από τα σπίτια, στο δρόμο. Είναι η Νάπολη του «Gomorra» του Ματέο Γκαρόνε, στο αρνητικό: ηλιόλουστη, γεμάτη ζεστασιά, σε χρώματα κίτρινα και κόκκινα του καλοκαιριού, τόσο ρομαντική όσο το πανέμορφο πρόσωπο του νεαρού πρωταγωνιστή, με το εμβληματικό όνομα Φραντσέσκο Ντι Νάπολι, ενός άλλου Ρωμαίου σ' ένα τραγικό love story με μοναδικό δηλητήριο την επιθυμία μιας καλής ζωής.
Με όλο αυτό το υλικό στα χέρια του, όμως, από το βιβλίο ως το καστ, τη φωτογραφία, το θέμα της ιστορίας του, τη μαγεία του ντεκόρ του, ο Τζιοβανέζι δεν καταφέρνει να κάνει κάτι περισσότερο από μια πανέμορφη απεικόνιση. Από το φιλμ του λείπει ο ρυθμός, η ένταση στην εξέλιξη της, θεωρητικά γεμάτης αγωνία, ιστορίας, αλλά κι η ένταση η υπαρξιακή κι η δραματική, που έχει να κάνει με ένα μάτσο παιδιά που θυσιάζονται σ' ένα βρώμικο σύστημα. Μένει στο ωραίο, το, αν μπορεί κανείς να το πει, «τουριστικό», χωρίς βάθος, χωρίς αιχμή και χωρίς δύναμη. Απλώς, με αξέχαστη ομορφιά.