Υπάρχουν στιγμές που μια συγκλονιστική - αληθινή συχνά - ιστορία - μπερδεύει τον (επαγγελματία και μη) θεατή και στο μυαλό του ταυτίζεται με μια συγκλονιστική ταινία. Το πιο συχνό παράδειγμα είναι οι ιστορίες που αφορούν τον Α' και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ιστορίες που λίγοι γνωρίζουν και που με την απαραίτητη απόσταση του χρόνου αλλά και τη δύναμη που έχει το σινεμά να φτάνει με ευκολία σε μεγάλο κοινό, βγαίνουν από το σκοτάδι για να συμπληρώσουν με χαμένα κομμάτια το μεγάλο παζλ του πολύπαθου 20ού αιώνα.
Στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, αυτές οι ταινίες αξίζουν μόνο για την ιστορία που λένε ή, πιο σωστά, για την ιστορία που φέρνουν στην (κινηματογραφική) επιφάνεια και που, σε έναν πλανήτη που μοιάζει να μην μαθαίνει από τα λάθη του, λειτουργούν ως πολύτιμη υπενθύμιση και προειδοποίηση. Πράγμα, ωστόσο, όχι αρκετό για να τις κάνει κάτι πραγματικά (κινηματογραφικά) αξιοσημείωτο και σίγουρα όχι αρκετό για να τις δικαιώσει συλλήβδην από κάθε αδυναμία τους.
Μια τέτοια ταινία είναι και το «Mr. Jones» της Ανιέσκα Χόλαντ, της 70χρονης Πολωνέζας που εξαργυρώνει χρόνια τώρα τη διεθνή φήμη που απέκτησε στα 90s (κυρίως με το υποψήφιο για Οσκαρ «Europa Europa») με ταινίες που δεν φέρουν κανένα προσωπικό στίγμα, εκτός ίσως από ένα γενικό μοτίβο ενός ήρωα ή μιας ηρωίδας που στέκεται στο κέντρο της ιστορίας με μικρό ή κεφαλαίο γιώτα.
To «Mr. Jones» αφηγείται την ιστορία του δημοσιογράφου Γκάρεθ Τζόουνς, του ανθρώπου που κατέγραψε το θάνατο εκατομμυρίων Ουκρανών από το λιμό του 1932-1933. Η ταινία ξεκινάει όταν ο Τζόουνς έχει ήδη αποκτήσει ένα όνομα επειδή έχει κάνει συνέντευξη από τον ανερχόμενο τότε Χίτλερ και συνεχίζει ακολουθώντας τον στο μεγάλο του ταξίδι στη Σοβιετική Ενωση για να συναντήσει τον Στάλιν και να ανακαλύψει την αλήθεια γύρω από το μεγάλο σχέδιο ανάπτυξης της χώρας που θα τον οδηγήσει στα βάθη της Ουκρανίας, αντιμέτωπο με τον εφιάλτη της γενοκτονίας που έμεινε γνωστή ως ο Μεγάλος Λιμός της Ουκρανίας ή Γολοντομόρ.
Η Ανιέσκα Χόλαντ δεν πρωτοτυπεί. Σαν να διαβάζει μια μυθοπλαστική διασκευή των πραγματικών γεγονότων, ξεφυλλίζει με την κάμερά της τη διαδρομή του Τζόουνς, σε ένα φιλμ που θα ήθελε να έχει κάτι από το κινηματογραφικό μεγαλείο του Ντέιβιντ Λιν, αλλά εκτός από κάποιες μικρές στιγμές δύναμης, αναλώνεται στο μεγαλύτερο μέρος του σε αλληλουχία σκηνών που καλύπτουν το χρόνο των (σε στιγμές πραγματικά ατέλειωτων) 140 λεπτών που διαρκεί. Με το ενδιαφέρον της να στρέφεται φαινομενικά γύρω από την εμμονή του Τζόουνς να ξεσκεπάσει τον Στάλιν και το καθεστώς του, η Χόλαντ μιλάει μόνο επιφανειακά και απλοϊκά για τη δύναμη της δημοσιογραφίας, ενώ οι (αυθαίρετες;) παρεμβολές της παράλληλης πορείας του Τζορτζ Οργουελ και της «Φάρμας των Ζώων» που, θεωρητικά, εμπνεύστηκε από το Λιμό της Ουκρανίας, λειτουργούν μάλλον αποπροσανατολιστικά για το ταξίδι του πρωταγωνιστή.
Μια μνεία στον Τζέιμς Νόρτον (του τηλεοπτικού «Happy Valley») που ερμηνεύει πειστικά τον Τζόουνς και άλλη μία στο χιονισμένο απόκοσμο τοπίο που ομολογουμένως μεταφέρει κάτι από την απεραντοσύνη της φρίκης, δεν αρκούν για να κάνουν το «μήνυμα» της Ανιέσκα Χόλαντ πιο δυνατό από μια ταινία που θα μπορούσε να είχε γυριστεί σε κάθε εποχή. Και που σε κάθε εποχή θα την ξεχνούσες το ίδιο εύκολα όσο και σήμερα, αμέσως μετά τους τίτλους τέλους.