Ο Γιέσπερ, εκτός από κούκλος (ο Ρόναλντ Ζέρφελντ που γνωρίσαμε στο «Barbara», είναι αξιωματικός του γερμανικού στρατού στο Αφγανιστάν. Παρότι πρόσφατα σκοτώθηκε στο ίδιο μέτωπο ο αδελφός του, ο Γιέσπερ θα θελήσει να επιστρέψει στην εμπόλεμη ζώνη, για να προστατεύσει ένα χωριό από τους Ταλιμπάν. Εκεί θα χρησιμοποιήσει ως διερμηνέα τον Ταρίκ, ο οποίος καταδιώκεται από τους συντοπίτες του ως προδότης. Ο Γιέσπερ θα βρεθεί μόνος ανάμεσα σε δυο κόσμους, εγκλωβισμένος στη στρατιωτική γραφειοκρατία και θα προσπαθήσει να κάνει το καλό, παρότι οι προσπάθειές του συχνά θα χαθούν στη μετάφραση. Η πρόκληση θα έρθει όταν ο Γιέσπερ θ’ αποφασίσει να θέσει σε κίνδυνο τη διμοιρία του για να σώσει τη ζωή της αδελφής του Ταρίκ, γιατί εξάλλου άνθρωπος είναι κι αυτή.
Το «Inbetween Worlds» δεν πάσχει από τα αμιγώς κινηματογραφικά χαρακτηριστικά του. Η αυστριακή ηθοποιός Φέο Αλανταγκ σκηνοθετεί για δεύτερη φορά (μετά το «When We Leave» του 2010) και καταφέρνει να διατηρήσει ένα ρυθμό που ρέει και κλιμακώνεται, να χειριστεί το ανοιχτό, σκονισμένο τοπίο της ερημιάς του Αφγανιστάν, να προσδώσει στις σκηνές της μια χάρη, ένταση ή συγκίνηση αναλόγως. Πάσχει από τις ερμηνείες και, κυρίως, από το σενάριο. Οι ηθοποιοί της, ο έμπειρος Ζέρφελντ και ο πρωτοεμφανιζόμενος Μοχσίν Αχμάντι, κοιτάζουν με βλέμμα που αλλάζει ύφος διαλέγοντας από «κοστουμάκια»: το θλιμμένο, το τρομαγμένο, το αποφασιστικό. Και ξεστομίζουν τις ατάκες τους προσεκτικά και στρογγυλεμένα, με τόσο περιποιημένους διαλόγους που, θεωρητικά, δε θα χρειάζονταν καν… διερμηνεία.
Ακόμα χειρότερα, το σενάριο μοιάζει να είναι βγαλμένο από σχολική έκθεση ιδιωτικού δημοτικού σχολείου, με θέμα «γιατί οι ξένοι είναι κι αυτοί άνθρωποι», με μια απόλυτα προβλέψιμη εξέλιξη, ανθρωπισμό του σαλονιού και τακτικά βαπτίσματα στο μελόδραμα. Οχι, η αποτυχία της ταινίας δεν οφείλεται στο ότι μια γυναίκα σκηνοθέτης εισέρχεται στο στρατιωτικό σύμπαν και το «στολίζει». Το «The Hurt Locker» της Κάθριν Μπίγκελοου έχει καταρρίψει αυτό το επιχείρημα μια για πάντα, για όλες τις γυναίκες σκηνοθέτες. Οφείλεται, απλώς, στο ότι η Αλανταγκ, με μια σχετική Δυτική υπεροψία, θέλησε να μετατρέψει τον πόλεμο και το ρατσισμό σε μια τακτοποιημένη και στρογγυλεμένη εικόνα ανθρωπισμού. Το ότι βρέθηκε, με αυτό της το πόνημα, στο Διαγωνιστικό του Βερολίνου, δεν μπορούμε να μαντέψουμε πού οφείλεται.