Ο Ναζίφ και η Σενάντα μένουν με τις δύο τους κόρες σε μία παράγκα στον καταυλισμό των Ρομά στο σκουπιδότοπο του απομονωμένου, βιομηχανικού χωριού Πόλτζιτς. Εκείνος μαζί με τον φίλο γείτονά του μαζεύουν παλιοσίδερα είτε από τη χωματερή, είτε διαλύοντας σκελετούς παρατημένων αυτοκίνητων και τα πουλούν με το κιλό για ένα κομμάτι ψωμί. Εκείνη, συντηρεί ένα σπιτικό μαγειρεύοντας, πλένοντας και μεγαλώνοντας τα γεμάτα ενέργεια 5χρονα κορίτσια με όσα μέσα διαθέτουν. Μια ζωή στημένη μέρα προς μέρα, χωρίς καμία ασφάλεια - συμβολική ή κυριολεκτική: αν κάποιος αρρωστήσει, είναι στο έλεος ενός κράτους που λειτουργεί με τις αυστηρές δομές του. Αν δεν είσαι ασφαλισμένος στα κρατικά ταμεία, θα πληρώσεις ποσά που είναι ανέφικτα για την καθημερινότητα των ανθρώπων του οικονομικού και κοινωνικού περιθωρίου. Οταν η Σενάντα υποφέρει μία αποβολή, ξεκινάει ένας σιωπηλός, σπαραχτικός εφιάλτης: πόση τιμή έχει η υγεία;
Ο Τάνοβιτς άκουσε αυτή την αληθινή ιστορία στις ειδήσεις το 2011, έκανε το ταξίδι μέχρι το Πόλτζιτς, συναντήθηκε με το πραγματικό ζευγάρι και τους ζήτησε να την αναπαραστήσουν στο φακό. Δεν έγραψε σενάριο και αρνήθηκε να επέμβει στην φυσικότητά τους. Η κάμερα μπήκε στην παράγκα και στάθηκε όσο το δυνατό αόρατη, αφήνοντας τον Ναζίφ και την Σενάντα να αφηγηθούν την αδιέξοδη περιπέτειά τους σε ιατρεία, νοσοκομεία και γραφεία κοινωνικής πρόνοιας με τον δικό τους τρόπο.
Ο Τάνοβιτς ήταν εκεί απλώς για να συλλέξει κι εκείνος το υλικό που κάνει αυτούς τους ανθρώπους να επιβιώνουν μέσα στα χρόνια. Ομως η σκηνοθεσία του αποφεύγει να κρίνει, προτιμά να επιτρέψει στον θεατή να βγάλει από μόνος του τα συμπεράσματά του έτσι όπως περνούν μπροστά από τα μάτια του εικόνες του καλοστημένα "δίκαιου" ρατσισμού του συστήματος.
Τίποτα δεν είναι υπογραμμισμένο ή μελό. Ο Ναζίφ μεταξύ άλλων εξομολογείται ότι υπηρέτησε 4 χρόνια στα χαρακώματα στον πόλεμο - τότε που το σώμα του είχε αξία στο κράτος, αλλά δεν έχει δει ποτέ καμία σύνταξη ή άλλη αναγνώριση. Η τρυφερότητα του ως πατέρας και σύζυγος καταγράφεται στις λεπτομέρειες. Η έντονη συλλογική συνείδηση της κοινότητας στον τρόπο που ο γείτονας θα τρέξει, ως κάτι το απολύτως φυσικό να φυλάξει τα παιδιά σου, να δανείσει το αμάξι του ή να πιάσει την άλλη πλευρά από το πριόνι και να σε βοηθήσει.
Με την κάμερα στο χέρι να μεταφέρει την ταχυπαλμία του παρόντος και την αβεβαιότητα για το μέλλον, ο Τάνοβιτς καταθέτει ένα πορτρέτο μελαγχολίας για τους ξεχασμένους ανθρώπους, για την αξία της ζωής για τη σχετικότητα της ευημερίας σε μία κυριολεκτική No Man's Land εν καιρώ ειρήνης.
Tags: berlinale 2013