Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του μπαλέτου της Νέας Υόρκης ετοιμάζεται να ανεβάσει μια καινούρια εκδοχή της «Λίμνης των Κύκνων» που θα αναδείξει ταυτόχρονα μια νέα μπαλαρίνα σε καινούρια μεγάλη σταρ. Η Νίνα, μια ταλαντούχα αλλά συνεσταλμένη χορεύτρια που βρίσκεται στη σκιά της καταπιεστικής μητέρας της, έχει όλα όσα απαιτούνται για να υποδυθεί τον «λευκό κύκνο», είναι όμως ικανή να βυθιστεί στη σκοτεινή πλευρά της για να βρει το «μαύρο κύκνο» που θα πρέπει να χορέψει επίσης;

Με τον ίδιο τρόπο που το «Μωρό της Ρόζμαρι», ή η «Λάμψη» σημάδεψεαν μια γενιά, και μας έκαναν να αντιληφθούμε ότι μια ταινία είδους, ένα φιλμ με σχεδόν ανυπόληπτες καταβολές, μπορεί κάλλιστα να είναι ένα αξιοθαύμαστο κινηματογραφικό κατόρθωμα, ο «Μαύρος Κύκνος» του Ντάρεν Αρονόφσκι υψώνει το δικό του όραμα για το σινεμά στο σημείο όπου η απόλυτη απόλαυση συναντά τη μεγάλη τέχνη, ακόμη κι αν τσαλαβουτά τα πόδια της στις λασπωμένες όχθες του pulp.

Εκ πρώτης όψεως ο «Μαύρος Κύκνος» έχει τόσα πολλά που βαραίνουν εναντίον του, που μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο όχι απλά να απογειωθεί, αλλά απλώς ν' ανοίξει τα φτερά του. Ο camp κόσμος του μπαλέτου, η κουρασμένη ιδέα μιας ψυχοσεξουαλικά μπερδεμένης ηρωίδας, η τόσες φορές ξεπεσμένη σε καρικατούρα μορφή της καταπιεστικής μητέρας, ο χορογράφος που μιλά την αγγλική με έντονη, ξενική προφορά, η καινούρια φίλη που κουβαλά τη δική της ατζέντα, η αγωνία για την κορυφή που μοιάζει βγαλμένη από φτηνή γυναικεία λογοτεχνία, η αντιζηλία και η παράνοια, ρετάλια ιδεών ξεφτισμένα σε τόσες κακές, άτεχνες ταινίες.

Κι όμως το φιλμ του Αρονόφσκι με όλα αυτά τα γνώριμα σε βαθμό αντιπάθειας υλικά, κατορθώνει να φτιάξει ένα συναρπαστικό σκοτεινό παραμύθι για την ενηλικίωση, την αγωνία της δημιουργίας, τη σκληρή όψη του ονείρου, την πτώση, ως την τελική δοκιμασία πριν την ανύψωση.

Με μια σκηνοθεσία που κατορθώνει να κάνει πράξη το μαγικό μότο «ούτε μια βαρετή σκηνή» και με τη βοήθεια ενός εξαιρετικού καστ που οδηγεί με τόλμη η Νάταλι Πόρτμαν, ο Αρονόφσκι προσθέτει αντί να αφαιρεί: Λεσβιακές φαντασιώσεις, είδωλα στον καθρέφτη, πίνακες που έχουν δική τους ζωή, σκιές στο μετρό, απειλητικές φωνές, κάτι σκοτεινό που ετοιμάζεται να αναδυθεί. Κι αντί το αποτέλεσμα να βαραίνει, η δράση να αποπροσανατολίζεται, το ενδιαφέρον να μειώνεται, αυτό το θολό καλειδοσκόπιο εικόνων και συναισθημάτων επιταχύνει σε ένα συναρπαστικό κρεσέντο που καθηλώνει, και σου θυμίζει ξανά την καθαρή, μανιασμένη δύναμη που μπορεί να έχει το σινεμά. Υποκλινόμαστε!