Παρακάτω σκέψεις, συσχετισμοί και κρίσεις για το επεισόδιο 702 του «Mad Men». Μην προχωρήσετε αν δεν το έχετε δει, για ν' αποφύγετε τα spoilers.
Όλοι οι άνθρωποι θέλουμε να πιστεύουμε πως έχουμε μια συγκεκριμένη, παγιωμένη θέση απέναντι στην αλήθεια. «Είμαι πάντα ειλικρινής», λέμε με αυτοπεποίθηση για τον εαυτό μας ή «αυτός λέει συνέχεια ψέμματα» ή οποιαδήποτε άλλη γενίκευση επιθυμεί να χρησιμοποιήσει ο καθένας για να απλοποιήσει ένα σύνολο συνθηκών. Μόνο που κανείς δεν είναι πάντα «κάτι».
Αυτό το σιωπηλά πυκνό επεισόδιο είναι γραμμένο ως μια επιφανειακά διασκεδαστική φάρσα Αγίου Βαλεντίνου αλλά περασμένη με υπόγειες δόσεις αναζήτησης ηθικών στάνταρ και εξερεύνησης διαφυλετικών δυναμικών, καταλήγοντας ως ένα από τα πιο εντυπωσιακά λεπτοδουλεμένα σενάρια που έχει παραδώσει ποτέ ο Μάθιου Γουάινερ (εδώ μοιράζεται το credit με τον Τζόναθαν Ίγκλα). Αρκεί μόνο να αναλογιστείς πώς εντοπίζει τις καλύτερα κρυμμένες γωνίες βαθιά στον ψυχισμό των ηρώων του, μέσα -κατά κύριο λόγο- από ψέμματα, από αλήθειες που αποσιωπούνται, από κωδικοποιημένα λόγια.
Αγαπημένη τέτοια ‘κωδικοποιημένη’ επικοινωνία του επεισοδίου: Η τελική σκηνή του Τζιμ και του Ρότζερ στο ασανσέρ. Λίγο αφού ο Τζιμ έχει προτείνει στη Τζόαν να αναλάβει γραφείο στον επάνω όροφο, δίνοντας έτσι λύση στο γαϊτανάκι επανατοποθετήσεων των γραμματέων, οι δυο τους βρίσκονται πλάι μες στο ασανσέρ. «Δε θα ήθελα να σε δω ως αντίπαλο», λέει στον Ρότζερ. «Πραγματικά θα το μισούσα», του τονίζει, σε περίπτωση που χάσαμε το subtext. Του μιλάει με αφορμή μια επαγγελματκή διαφωνία που είχαν νωρίτερα και αφορούσε τον Πιτ Κάμπελ κι έναν λογαριασμό, αλλά αναφέρεται προφανέστατα σε κάτι άλλο.
Δεν είναι καν το εντονότερο διπλής σημασίας υπννοούμενο του επεισοδίου- αυτό έρχεται από μια άλλη χαμηλών τόνων ηρωίδα:
Η Σάλι Ντρέιπερ, κάθε φορά κι ένα βήμα πιο κοντά στο να παραλάβει το μετάλλιο του #1 χαρακτήρα της σειράς, επισκέπτεται τον πατέρα της όταν μια κηδεία δίνει την ευκαιρία σε αυτή και τις βαριεστημένες φίλες της να περάσουν στα κλεφτά μερικές ώρες στην πόλη. Την Σάλι πάντα θα την κινεί αυτή η περιέργεια γύρω από το μυστήριο του πατέρα της. Είναι λες και κάθε φορά που επιχειρεί να έρθει λίγο πιο κοντά του, γίνεται μάρτυρας κάποιου νέου μυστικού. Δε μπορεί να μείνει μακριά, αλλά δεν την αφήνει να έρθει και πιο κοντά. Οι δυο τους είναι τόσο κρυφά όμοιοι που νιώθεις πως θα μπορούσαν να περιστρέφονται σε δειλές τροχιές ο ένας γύρω από τον άλλον, για πάντα.
Αυτή τη φορά, η Σάλι βρίσκει έναν ξένο στο γραφείο που νομίζει πως ανήκει στον πατέρα της. Ο Λου, τη στιγμή που διαπιστώνει πως ο Ντον δε της έχει πει την αλήθεια, μας χαρίζει την πιο βροντερά αστεία στιγμή του επεισοδίου (ενός, ξανά, πολύ αστείου επεισοδίου) καθώς ρολάρει τα μάτια και μουρμουράει στον εαυτό του ένα «...perfect». Σα να λέει, Ωραία, μπράβο, και τώρα δηλαδή πρέπει εγώ να κάθομαι να της εξηγώ τι έχει γίνει, αφού δεν είναι δουλειά μου! (Ο Λου είναι πολύ σαφής πως δε τον ενδιαφέρουν τα πράγματα που δεν είναι δουλειά του να τον αφορούν.)
Η Σάλι θα περπατήσει για λίγο τους άδειους διαδρόμους της διαφημιστικής, μια μοναχική Ντρέιπερ σε ένα τεράστιο, σιωπηλό γραφείο, σαν ένα φάντασμα από το παρελθόν που ήρθε να τρομάξει τον κακόμοιρο Λου που απλά θέλει να κάνει τη δουλειά του. Αργότερα, αυτή η αθέλητη εμπλοκή του με την «κοινή πρώην σύζυγο όλων μας», τον Ντον, θα τον οδηγήσει στην απόφαση να ζητήσει τη μετάθεση της Ντων, παρότι εκείνη ήταν έξω για να φροντίσει μια δική του παράλειψη. Τα στραβά μάτια στο ψέμα, βλέπεις, τα κάνουμε μόνο όταν είναι δικό μας.
Η Σάλι θα φτάσει στο σπίτι του πατέρα της, ο οποίος πλέον είναι στη φάση που ξυπνάει όποτε του καπνίσει, χαζοπίνει, χαζοβλέπει τηλεόραση, μαζεύει τα χτεσινά άπλυτα, τέτοια φάση. Το οποίο είναι ΟΚ για άλλους, αλλά σίγουρα δεν είναι ΟΚ για τον Ντον, που ξεκάθαρα πλέον βιώνει την υπαρξιακή του κρίση. Στην πρώτη τους αυτή σκηνή, όπου η Σάλι κι ο Ντον χορεύουν λεκτικά γύρω από την αλήθεια, ο Γουάινερ τοποθετεί αρκετές διασκεδαστικά on the nose φράσεις που κλείνουν το μάτι προς τα όσα θα ακολουθήσουν. «Τελικά τι γράφω;» τη ρωτάει ο Ντον που δεν είναι απόλυτα σίγουρος για τίποτα πια. «Απλά πες την αλήθεια» του απαντάει η κόρη του, στο #diplis του επεισοδίου.
Η μέρα είναι 14 Φλεβάρη, γεγονός που αναφέρεται ρητά σε δύο σημεία με τρόπο που σχεδόν λοιδωρεί την αίσθηση σιγουριάς καθενός εκ των δύο κεντρικών ηρώων της σειράς.
Η Πέγκι βρίσκει στο γραφείο της λουλούδια και δε της περνάει καν από το μυαλό ότι μπορεί να είναι της Σίρλεϊ, πιθανώς με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που κάποτε δε θα πέρναγε από το μυαλό του αφεντικού της πως ίσως να ήταν δικά της. Το «Mad Men» απεικονίζει μια αδιάκοπη μάχη αναγνώρισης- τώρα που η μάχη της κάθε Πέγκι να αναγνωριστεί ως ίση φτάνει (μαζί με το τέλος της σειράς) σε μια πρώτη σημαντική νίκη, η αντίστοιχη μάχη των Ντων και των Σίρλεϊ μόλις ξεκινάει.
Φυσικά δεν ‘μόλις’ ξεκινάει, μαίνεται εδώ και καιρό, όμως στο προστατευμένο σύμπαν των ηρώων μας, είναι σαν μόλις να έχει τρυπώσει. Διακριτικά και με μικρά βήματα, όπως τα πάντα στη σειρά. Κάθε σεζόν, κάθε επεισόδιο, μας φέρνει όλο και πιο κοντά στην οπτική των απ’έξω: Η σύντομη σκηνή ανάμεσα στην Ντων και τη Σίρλεϊ στην κουζίνα είναι άκρως διαφωτιστική για τις ισορροπίες, τις φοβίες και τις σκέψεις που πρέπει να ζυγίζονται σε κάθε ένα μικρό φέρσιμό τους απέναντι στους εργοδότες τους.
Η παρεξήγηση με τα λουλούδια παίζει αρχικά ως ένα σιτκομέ ανάλαφρο αστειάκι, όμως ο χορός ισχύος που στήνεται γύρω από κάτι τόσο αφελές, περικλείει μέσα του ένα αληθινό snapshot του πού βρίσκονται οι διαφυλεκτικές σχέσεις στα τέλη της δεκαετίας. (Όταν ο Κούπερ βασικά απατεί από τη Τζόαν να απομακρύνει τη Ντων από τη ρεσεψιόν ανατρίχιασα κι ας ξέρω πως ακόμα κι αυτό είναι κάτι νερωμένο σε σχέση με τη πραγματικότητα.) Η Πέγκι, ως πλέον προνομιούχα σε σχέση με τη Σίρλεϊ, θεωρεί δεδομένο πως κάτι της ανήκει. Η Σίρλεϊ φοβάται να πει την αλήθεια, κι όταν το κάνει είναι η λάθος στιγμή: Η Πέγκι τη θεωρεί υπεύθυνη για την ‘γελοιοποίησή’ της και ζητά την απομάκρυνσή της.
Υπάρχει λάθος στιγμή για την αλήθεια;
Σε ένα άλλο, διαφορετικό σκηνικό για την 14η Φλεβάρη, ο Ντον και η Σάλι κάθονται σε ένα diner για ένα μικρό, απροσδόκητο δείπνο. Εκείνη είναι ακόμα ψυχρή απέναντί του, μέχρι που αυτός ανοίγεται. Της μιλάει για τη δουλειά του, και το πώς οι αλήθειες που μοιράστηκε (σε ένα εργασιακό περιβάλλον δομημένο γύρω από το πλάσιμο ψεμμάτων) του κόστισαν ακριβά.
«Ποια ήταν η αλήθεια;», τον ρωτάει η Σάλι, έξαφνα με νέο ενδιαφέρον απέναντι στον άντρα-ερωτηματικό που έχει απέναντί της. «Τίποτα που δεν ξέρεις», απαντά εκείνος. Η αλήθεια για τον Ντον μπορεί να ήρθε σε λάθος στιγμή για τη δουλειά του, αλλά ήρθε στη σωστή για να μη χάσει την κόρη του. Σε κάνει να αναρωτηθείς αν υπάρχει σωστή και λάθος στιγμή ή αν υπάρχει απλά αλήθεια και ψέμα.
Η Σάλι παίρνει τηλέφωνο τη φίλη της για να μην ανησυχεί, εκείνη ξεκινά μια ακόμα συνηθισμένη ιστορία από τη μέρα της, από αυτές που παραδοσιακά μια κόρη σαν τη Σάλι θα προτιμούσε να ακούσει από το να ασχοληθεί με τους γονείς της- όμως κάτι έχει μετακινηθεί. Της κλείνει το τηλέφωνο και γυρνά στο τραπέζι. Είναι η πρώτη φορά που η Σάλι πλησίασε τον πατέρα της, και το μυστικό που αποκαλύφθηκε δεν ήταν τραυματικό, παρά λυτρωτικό.
Στο τέλος του επεισοδίου, ο Ντον την έχει οδηγήσει στον προορισμό της. «Happy Valentine’s Day. I love you», του λέει βγαίνοντας από το αμάξι. Τα φρύδια του Ντον άμεσα αλλάζουν κατεύθυνση, τόσο πολύ που μετακινούνται όλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του στο άκουσμα αυτής της αλήθειας. Τόσες μέρες Αγίου Βαλεντίνου έχει ζήσει, τόσες φορές έχει αποφασίσει πως αγαπάει ή πως αγαπιέται, κι όμως είμαι βέβαιος πως αυτό που νιώθει αυτή τη στιγμή του είναι πρωτόγνωρο.
Ετούτη η στιγμή ήταν σίγουρα η σωστή.