Δεν είναι κάποια καινούρια σκέψη, αλλά οι επέτειοι γι’αυτό υπάρχουν: Τα «X-Files», μαζί με 2-3 ακόμα σειρές («The Sopranos», «Buffy, the Vampire Slayer», «Twin Peaks») είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου υπεύθυνα για τη μεγάλη τηλεοπτική μεταστροφή των ‘90s, την περίοδο δηλαδή όταν οι σειρές σταμάτησαν να είναι απλώς ένα εβδομαδιαίο ραντεβού και άρχισαν να κινούνται προς πιο φιλόδοξες οδούς.
Μέσα από μια μίξη αυτοτελών επεισοδίων με τα Τέρατα της Βδομάδας (που από ένα σημείο κι έπειτα άρχισαν να είναι όλο και πιο πειραματικά) και επεισοδίων μυθολογίας (που εξερευνούσαν τις μεγάλες ιστορίες στην καρδιά της σειράς, από την απαγωγή της Σαμάνθα Μώλντερ μέχρι το μυστηριώδες μαύρο λάδι κι από εξωγήινους και σκιώδεις κυβερνήσεις μέχρι ατσαλάκωτους υπερ-στρατιώτες), η σειρά έσπρωξε τα όρια του τι μπορείς να κάνει με μια τηλεοπτική σειρά- ιδίως από τη στιγμή που τα στάνταρ παραγωγής ήταν τόσο υψηλά, αλλάζονταας την αντίληψη του πώς μπορεί να μοιάζει ένα τυπικό επεισόδιο.
Η μεγάλη επιτυχία της σειράς οδήγησε και στην απόφαση που αναμφίβολα υπήρξε και η αρχή του τέλους της. Η ταινία που έλαβε θέση ανάμεσα στην 5η και την 6η σεζόν ήταν μια κίνηση ασυνήθιστη, καθότι οι spin-off ταινίες συνήθως έρχονται χρόνια μετά το τέλος μιας σειράς και σίγουρα όχι ανάμεσα σε δύο κανονικά προγραμματισμένες σεζόν της. Η ταινία άφησε πίσω της μια σειρά σκιά του εαυτού της, η οποία μη έχοντας πια πάρα πολλά πράγματα να κάνει με τη μυθολογία, άρχισε να κάνει κύκλους γύρω από το τίποτα, προτού επανεφευρεθεί -αχρείαστα- σε μια εκδοχή «X-Files 2.0» κατά κάποιο τρόπο.
Ο αργός θάνατος της σειράς φυσικά δεν επισκιάζει ούτε στο ελάχιστο το πρότερο μεγαλείο της, και τις αριστουργηματικές σεζόν που προηγήθηκαν της ταινίας. Τα «X-Files» θυμάμαι να τα παρακολουθώ σποραδικά όταν πήγαινα σχολείο, στην τηλεόραση, και να συζητάω τα επεισόδια με όποιον τύχαινε να τα έχει δει την κάθε φορά. Η ουσιαστική μου επαφή ήρθε λίγο πριν το 2ο έτος του πανεπιστημίου (σπουδαίος φοιτητής, μέσα σε 6 μήνες είδα «Buffy», «Angel», «Sopranos», «Alias», «X-Files» και «24»), όταν στη διάρκεια δύο καλοκαιρινών μηνών παρακολούθησα 9 σεζόν ή αλλιώς 202 επεισόδια συν μία ταινία «X-Files»..
Οι αναμνήσεις μου και η αίσθηση του πώς είναι η κάθε σεζόν σαν σύνολο, πηγάζουν από εκείνη την περίοδο. Πλην της περιστασιακής ή τυχαίας επανάληψης κάποιου μεμονωμένου επεισοδίου, τα «X-Files» είναι αυτό που θυμάμαι από τότε. Με αφορμή λοιπόν τη σημερινή επέτειο, κατατάσσουμε και τις 9 σεζόν της σειράς, από τη χειρότερη προς την καλύτερη, ουσιαστικά όπως τις θυμόμαστε. Και ξεχωρίζοντας και το αγαπημένο μας επεισόδιο από την κάθε μία.
Ξεκινάμε, δυστυχώς, από το τέλος, και μπορούμε να δούμε τη λίστα αυτή χωρισμένη σε 4 ξεκάθαρες περιόδους.
Η ‘Τελευταίες Μέρες Της Ρώμης’ Περίοδος (Σεζόν 7-9)
9, Σεζόν 9
Σίγουρα όχι ο καλύτερος τρόπος να πεις αντίο. Η σεζόν αυτή επιχείρησε να κρατήσει δύο καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη ή για την ακρίβεια ξεκίνησε κρατώντας άτεχνα μόνο ένα καρπούζι πριν ο Κρις Κάρτερ θυμμηθεί στην πορεία να στριμώξει εκεί κι άλλο ένα. Προφανώς τότε τα καρπούζια έσκασαν και τα δύο στο έδαφος δημιουργώντας αηδία και ακαταστασία. Και τώρα θα σταματήσω να μιλάω για καρπούζια.
Στην αρχή η 9η σεζόν πλασαρίστηκε ως ενός είδους «X-Files 2.0»,, με τον Μώλντερ οριστικά απών, την Σκάλι περιφερειακή, και τους Ντόγκετ και Ρέγιες να έχουν αναλάβει πλήρως τα ηνία. Μαζί είχαμε και διαφορετικούς τίτλους αρχής για πρώτη και τελευταία φορά στη σειρά. Στην πορεία φάνηκε πως το πράγμα δεν τραβάει, οι πλοκές των νέων χαρακτήρων μαζεύτηκαν γρήγορα, αποχαιρετήσαμε τους Lone Gunmen σε ένα συναισθηματικά τίμιο αλλά εκτελεστικά άτεχνο επεισόδιο (με έξυπνο τίτλο «Jump the Shark») και τελικά ο Μώλντερ επέστρεψε στο τελευταίο δίωρο («The Truth») για ένα από τα χειρότερα (μη) φινάλε σειράς στην ιστορία της τηλεόρασης.
Ένα επεισόδιο: «Improbable», σε σενάριο και σκηνοθεσία Κρις Κάρτερ, με τον Μπαρτ Ρέινολντς να παίζει τον Θεό. (Γιατί όχι.) Συμπαθητική εξυπναδούλα είναι, χαρακτηριστικός εκπρόσωπος των ακίνδυνα ανάλαφρων επεισοδίων της τελικής περιόδου της σειράς, αλλά μεταξύ μας, δε θα προσποιηθώ πως θυμάμαι πολλά περισσότερα πράγματα από αυτή την κάκιστη, εντελώς ξεχάσιμη και απολύτως ασήμαντη σεζόν.
8, Σεζόν 7
Αν η 9η σεζόν είναι κακή με έναν τρόπο που τουλάχιστον αποτελεί case study, η 7η είναι απλά… εκεί. Δε μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς. Με την κεντρική μυθολογία της σειράς να έχει ουσιαστικά ολοκληρωθεί στον απόηχο της ταινίας, κάπου μισό χρόνο πριν, στο μέσο της 6ης σεζόν, και με τη νέα μυθολογία να μην εισάγεται μέχρι τον ερχομό των νένω χαρακτήρων (στην 8η), ετούτος εδώ ο χρόνος είναι απλά ένα ανούσιο σκότωμα χρόνου, μια βόλτα χωρίς σκοπό ή ουσία ή προορισμό.
Τα επιμέρους επιμέρους επεισόδια δεν είναι ούτε αυτά ιδιαίτερα εμπνευσμένα, με τα ελάχιστα highlights να περιλαμβάνουν μια σαχλή παραλλαγή πάνω στο concept του «COPS» («X-cOPS») και την επαφή με ένα αληθινό τζίνι («Je Souhaite»). (Αξέχαστο γκαγκ από εδώ. Ένας άντρας εύχεται να ήταν αόρατος. Πάει να περάσει το δρόμο και τον πατάει αυτοκίνητο. Ακόμα το θυμάμαι σε άσχετες στιγμές και γελάω.) Αλλά σε γενικές γραμμές, μια ασήμαντη σεζόν που έβαλε κατανοητά την ταφόπλακα στη σειρά όπως την ξέραμε.
Ένα επεισόδιο: «The Goldberg Variation», όπου ο Τζέφρι Μπελ (μετέπειτα showrunner του «Angel» και τώρα του επερχόμενου «Agents of S.H.I.E.L.D.» του Τζος Γουήντον) γράφει την πολύ έξυπνη ιστορία ενός στόχου της μαφίας του Σικάγο, ο οποίος έχει αντί χαρίσματος, την Τύχη να είναι, εχμ, πάρα πολύ τυχερός. Βασικά σκέψου πώς ο Θάνατος σχεδιάζει τις επιθέσεις του στα «Final Destination», έτσι και η Τύχη εδώ μανιπουλάρει την καθημερινότητα με κάθε πιθανό τρόπο, ώστε όλα να βαίνουν καλώς για τον χαρακτήρα που υποδύεται απολαυστικά ο Γουίλι Γκαρσόν (του «Sex and the City»).
7, Σεζόν 8
Η 8η σεζόν είναι ελαφρώς αδικημένη μμε την έννοια πως πακετάρεται μαζί με όλη την ανουσιότητα των τελευταίων χρόνων της σειράς ενώ η ίδια δεν είναι κακή. Αυτό συμβαίνει όμως όταν γίνεσαι σάντουιτς δύο πολύ κακών σεζόν δίχως να είσαι και τίποτα σπουδαίο. Σε κάθε περίπτωση, εδώ έχουμε την εισαγωγή των δύο νέων πρακτόρων (Ντόγκετ του Ρόμπερτ Πάτρικ και Ρέγιες της Άναμπεθ Γκις) και τη σταδιακή αποχώρηση του Μώλντερ. Οι νέοι χαρακτήρες, ιδίως ο Ντόγκετ, είναι στην πραγματικότητα καλοπαιγμένοι και ικανοποιητικά σχηματισμένοι, επιμέρους υπάρχουν αρκετά ωραία επεισόδια, και σαν σύνολο η σεζόν έχει μια ενότητα και μια αίσθηση κατεύθυνσης που η σειρά (ακόμα και στις καλύτερές της περιόδους) ξεκάθαρα δεν είχε ποτέ.
Αλλά. Η αληθινή πληγή είναι πως το κεντρικό μυθολογικό στόρι, αν και πιο μαζεμένο από το χάος με τα μαύρα λάδια και τις απαγωγές και όλο τον πανικό των 6 πρώτων σεζόν, είναι ταυτόχρονα τραγικά cheesy. Επίσης υποφέρει από έλλειψη φιλοδοξίας, μοιάζει να βγήκε από κάποια άθλια βιντεοταινία του 1982. Η σεζόν είναι ικανή, αλλά υπογραμμίζει το ότι προτιμούμε τη σειρά ακόμα κι όταν δε βγάζει νόημα, επειδή μέσα από την τρέλα και το χάος ξεπηδά αγνή ευφυία.
Ένα επεισόδιο: «Redrum», μια πανέξυπνη ιστορία από τον Στίβεν Μέντα, στην οποία δεν παίζουν καν ιδιαίτερο ρόλο οι πράκτορες. Εστιάζει σε έναν δημόσιο κατήγορο (παιγμένο από τον Τζο Μόρτον, που έπαιξε με τον Πάτρικο στον «Εξολοθρευτή 2») που ζει τις μέρες του αντίστροφα. Ξυπνά σε ένα κελί με μια πληγή στο μάγουλό του, και την επόμενη μέρα ξυπνά κι η πληγή δεν υπάρχει. Πανέξυπνο αίνιγμα, σε ένα επεισόδιο αντάξιο της κληρονομιάς του «Twilight Zone».
Η ‘Τι Την Θέλαμε Την Ταινία’ Περίοδος (Σεζόν 5-6)
6, Σεζόν 5
Καθώς το crew, ο Κάρτερ, οι πρωταγωνιστές κι ο Ρομπ Μπόουμαν προετοίμαζαν παράλληλα την παραγωγή της ταινίας που θα έβγαινε το καλοκαίρι, ανάμεσα στις σεζόν 5 και 6, η σειρά υπέφερε. Η μυθολογία (που ήδη είχαμε αρχίσει να υποψιαζόμαστε πως δεν πολυ-έβγαζε νόημα) φρέναρε σε κωμικό βαθμό, καθώς η σεζόν πλέον έθεσε σαν στόχο να τρενάρει τα πράγμματα ώστε στην ταινία να συμβεί το οτιδήποτε σημαντικό. Αυτή η σεζόν έχει μερικά πραγματικά μέτρια μυθολογικά επεισόδια, με αποτέλεσμα το βάρος να πέφτει περισσότερο στα μεμονωμένα (και δη χιουμοριστικής τάσης) 40λεπτα. Σίγουρα δεν είναι άσχετο και το γεγονός πως εδώ είδαμε κάποιους υψηλού προφίλ guest σεναριογράφους (τον Στίβεν Κινγκ και τον Γουίλιαμ Γκίμπσον) να εισάγουν στοιχεία της ούβρας τους στο σύμπαν της σειράς. Δεν είμαι φαν των επεισοδίων τους.
Σε καμία περίπτωση βέβαια δεν είναι κακό το όλο σύνολο, είναι κατά κύριο λόγο μια σεζόν αποτελούμενη από καλά έως εξαιρετικά επεισόδια, απλά κοιτώντας τη μεγάλη εικόνα της σειράς μπορείς να δεις εδώ τα πρώτα συμπτώματα που θα οδηγούσαν στην πτώση. Σε κάθε περίπτωση έχουμε πολλές εμπνευσμένες (κυρίως αυτοτελείς) στιγμές, με τον Βινς Γκίλιγκαν (του «Breaking Bad») να το παίρνει πάνω του, γράφοντας μερικά από τα καλύτερα επεισόδια της σεζόν («Unusual Suspects», «Folie a Deux», το Ρασομον-ικής δομής «Bad Blood», και το «Kitsunegari» μαζί με τον έτερο αγαπημένο Τιμ Μινίαρ που έγραψε και το πολύ ωραίο «Mind’s Eye» με τη Λίλι Τέιλορ). Απλά νιώθεις πως όλα έχουν κάπως σταματήσει σε αναμονή μιας off-format παρέκλισης, που όχι μόνο έστειλε τη σειρά σε κατηφορικό σπιράλ, αλλά εν τέλει δεν άξιζε καν τον κόπο.
Ένα επεισόδιο: «The Post-Modern Prometheus», σε σενάριο-σκηνοθεσία Κρις Κάρτερ, ένα από τα πλέον κινηματογραφικά επεισόδια της σειράς, μια απολαυστική και άκρως σινεφιλική ματιά στον μύθο του Προμηθέα σα επρόκειτο για κάποια από τις κλασικές, παλιές τεταρατοταινίες της Universal. Εκτός των αναφορών και του πόσο διασκεδαστικό είναι τελικά το όλο εγχείρημα, πρόκειται εν τέλει για ένα αποστομωτικά όμορφο, γυρισμένο σε άσπρο-μαύρο, 40λεπτο που ξεχωρίζει από όλη τη σειρά, όχι μόνο τη σεζόν.
5, Σεζόν 6
Αυτή ήρθε μετά την ταινία και ουσιαστικά ξεκινά την περίοδο που η σειρά σταμάτησε να ξέρει γιατί συνεχίζει να υπάρχει. Επιπλέον έχει παράξενο προγραμματισμό: Σε αντίθεση με τις προηγούμενες σεζόν, το block των επεισοδίων που παίχτηκε πριν τα Χριστούγεννα ήταν ασυνήθιστα μικρό (μόλις 6 επεισόδια), μια ακόμα συνέπεια της καλοκαιρινής μετανάστευσης στη μεγάλη οθόνη. Το θέμα είναι πως αυτά τα επεισόδια είναι εντελώς μερακλίδικα, οπότε όλα καλά.
Κατά τα άλλα η σεζόν είναι πολύ χαλαρή σε μυθολογία μέχρι το φανταστικό διπλό επεισόδιο στη μέση της χρονιάς που ουσιαστικά βάζει οριστική τελεία σε όλη την κεντρική ιστορία των πρώτων 6 χρόνων («Two Fathers» / «One Son»), προγραμματισμένο τότε εμφανώς ώστε να συνεχίσει από εκεί που μας άφησε η ταινία, η οποία μια βδομάδα πριν είχε μόλις κυκλοφορήσει σε DVD. (Δηλαδή βλέπετε εδώ τώρα τι ακροβατικά συμβαίνουν επί δύο χρόνια, ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ;) Τελοσπάντων, δυστυχώς από εκείνο το σημείο και μετά η σειρά σταμάτησε να έχει λόγο ύπαρξης. Όμως τόσο το κλείσιμο της κεντρικής μυθολογίας όσο και τα πολλά επιμέρους φανταστικά επεισόδια (μερικές επιλογές: «Drive» του Βινς Γκίλιγκαν με τον Μπράιαν Κράνστον, το επεισόδιο δίχως το οποίο δε θα υπήρχε το «Breaking Bad» όπως το ξέρουμε, το Μερα-της-Μαρμότας-οειδές «Monday», το απίστευτα κεφάτο Χριστουγεννιάτικο «How the Ghosts Stole Christmas» του Κρις Κάρτερ) κάνουν την σεζόν να αξίζει παρότι συνολικά άνιση.
Ένα επεισόδιο: «Triangle», άλλη μια δουλειά σενάριο-σκηνοθεσία του Κάρτερ και ταυτόχρονα ένα από τα πιο απαιτητικά επεισόδια της σειράς. Ο Μώλντερ βρίσκεται στο Τρίγωνο των Βερμούδων με αποτέλεσμα να ζει ταυτόχρονα την πραγματικότητα του 1998 και εκείνη του 1939, πάνω σε ένα πλοίο που χάθηκε τότε. Οι μεταβάσεις είναι εκπληκτικές, και ο Κάρτερ το έχει γυρίσει όλα μέσα από μια σειρά (φαινομενικών;) μονοπλάνων που παραπέμπουν απευθείας σε Χίτσκοκ.
Η ‘πρώτη περίοδος’ Περίοδος (Σεζόν 1)
4, Σεζόν 1
Στα δειλά της πρώτα βήματα η σειρά, φέρνει στο νου σχεδόν κάθε άλλη μετέπειτα επιδραστική σειρά που άλλαξε τους κανόνες, αλλά στην αρχή απλώς έψαχνε τα βήματά της. Οι ματιές στη μυθολογία είναι ακόμα διστακτικές και μετρημένες, τα πειραματικά επεισόδια δεν είναι τόσο ‘εκεί έξω’ σαν ιδέες και προσέγγιση, και γενικά η αίσθηση του Τέρατος της Βδομάδας είναι έντονη.
Όμως. Σπάνια στην ιστορία της τηλεόρασης, ένα σερί από αυτοτελή επεισόδια μπορούσε να είναι τόσο τρομακτικό, καθηλωτικό και επιβλητικό, όσο συνέβη εδώ. Μερικά από τα τέρατα στοιχειώνουν ακόμα εφιάλτες θεατών (ΤΟΥΜΣ! ΤΟΥΜΣ! ΤΟΥΜΣ!) και, ακόμα σημαντικότερα, η άμεση αίσθηση των δύο κεντρικών χαρακτήρων που έχει ο Κάρτερ, όσο και οι ηθοποιοί, κάνει την σεζόν που προκύπτει να έχει σαφέστατο must-watch χαρακτήρα. Ακόμα κι αν, για την ώρα, αυτά τα «X-Files» δεν είναι ακριβώς τα «X-Files».
Ένα επεισόδιο: «Squeeze», των Γκλεν Μόργκαν & Τζέιμς Γουόνγκ, δηλαδή των διασημότερων σεναριογράφων της σειράς προτού ο Γκίλιγκαν πάει και δημιουργήσει μια από τις καλύτερες σειρές των ‘10s. Εδώ μας συστήνεται ο Τουμς, ένας μεταλλαγμένος που μπορεί να απλώνει και να μακραίνει το σώμα του κατά βούληση για να χωράει και στους πιο στενούς χώρους. Ο Γιουτζήν Τουμς είναι ο εφιάλτης ο ίδιος, ήταν το πρώτο Τέρας της Βδομάδας για τη σειρά, και για πολλούς το καλύτερο. Θα επέστρεφε (για το επίσης πολύ καλό) «Tooms» προς το τέλος της σεζόν.
Η ‘δημιουργική αποθέωση’ Περίοδος (Σεζόν 2-4)
3, Σεζόν 2
H μυθολογία αρχίζει να πλουτίζει σιγά-σιγά καθώς η σειρά ξεφεύγει από το όριο της καλτ ανακάλυψης και βρίσκει το δρόμο προς το mainstream σουξέ. Θυμάμαι να βλέπω το επεισόδιο «Duane Barry» και να έχω τρελαθεί με το που τελείωσε διότι εκεί για πρώτη φορά αρχίζει να γίνεται σαφές πόσο ακριβώς μπορεί η σειρά να επεκταθεί ως προς την ιστορία που αφηγείται. (Είναι επίσης η πρώτη σκηνοθεσία του Κρις Κάρτερ και έχουμε την εισαγωγή στοιχείων που ουσιαστικά γεννούν τις σεζόν 4-5.) Ό,τι ξεκίνησε εδώ ως προς την ευρύτερη σκοπιά της σειράς, κορυφώθηκε στο απίστευτο φινάλε «Anasazi» και το τρομακτικό cliffhanger με τον Μώλντερ παγιδευμένο σε ένα βαγόνι με σκελετούς εξωγήινων (;). Γενικά φανταστικά πράγματα.
Εκτός της ευρύτερης ιστορίας, η σειρά εδώ άρχισε να δοκιμάζει σιγά-σιγά τις δυνάμεις της και στο format και το ύφος των αυτοτελών ιστοριών που έλεγε, ξεφεύγοντας από τις αυστηρά δομημένες ιστορίες τρόμου της πρώτης σεζόν. Ειδικά το β’ μισό της σεζόν έχει ένα τρομερό σερί επεισοδίων. Οι Μόργκαν & Γουόνγκ βρίσκουν άξιο αντίπαλο δέος στον τομέα ‘πανέξυπνα, διαφορετικού τόνου επεισόδια’ στο πρόσωπο του Ντάριν Μόργκαν που είναι ό,τι καλύτερο συνέβη ποτέ στη σειρά. (Περισσότερα σε λίγο.) Το «Humbag» του Μόργκαν είναι μια απίστευτη ιστορία κωμικού τρόμου σε τσίρκο, το «Blood» (αποτέλεσμα συνεργασίας και των τριών) είναι επεισοδιάρα, ενώ οι Χάουαρντ Γκόρντον & Άλεξ Γκάνσα παρέδωσαν το ανατριχιαστικό «Dod Kalm» με τον Μώλντερ να γερνά πρόωρα παγιδευμένος σε ένα υποβρύχιο. Εδώ, ουσιαστικά, είναι που ξεκινάμε.
Ένα επεισόδιο: «Die Hand Die Verletzt», των Μόργκαν & Γουόνγκ, μια ιστορία σατανικού τρόμου μμε μαύρη μαγεία, κατάμαυρες κόρες που διαστέλονται, φονικά χέρια, και -εδώ είναι η μαγκιά- όλ αυτά με έναν τρόπο να πακετάρονται ευφυώς σα να επρόκειτο για μαύρου χιούμορ παιχνίδισμα πάνω στις ταινίες μεταφυσικού τρόμου.
2, Σεζόν 4
Εδώ η σειρά απλά τα κάνει όλα τέλεια. Το απόγειο της δημιουργικότητας και της σωστής λειτουργίας, όπου τα πάντα δουλεύουν τέλεια στις σωστές αναλογίες και τους σωστούς συνδυασμούς. Όταν έβλεπες επεισόδιο μυθολογίας, ήξερες πως είχες λόγο να είσαι ενθουσιασμένος. Όταν έβλεπες επεισόδιο Τέρας της Βδομάδας, ήξερες πως είχες λόγο να είσαι ενθουσιασμένος. Όλα σωστά.
Η μυθολογία εμπλουτίζεται, κάθε επεισόδιο νιώθεις πως πάει τα πράγματα μπροστά, προσθέτοντας συνεχώς νέα συναρπαστικά ερωτήματα (αλλά δίχως να σε αφήνει παραπονεμένο), ενώ πλέον έρχονται και σε παραλλαγές. Ας πούμε το «Musings of a Cigarette Smoking Man» είναι τυπικά επεισόδιο μυθολογίας καθώς αφορά έναν από τους κεντρικότερους χαρακτήρες και το background του, αλλά είναι φτιαγμένο με τρόπο που θα μπορούσε να είναι ένα πανέξυπνο αυτοτελές στόρι. Ή το “Memento Mori”, που πάλι αφορά πλοκές μακράς διαρκείας, αλλά είναι το πιο βαρύ δράμα που έχει κάνει η σειρά. Και με αυτοτελή επεισόδια σαν αυτά που συνέχισαν να δίνουν οι Μόργκαν & Γουόνγκ αλλά και ο Βινς Γκίλιγκαν (που αρχίζει να το παίρνει πάνω του το ζήτημα), κάθε βδομάδα ήταν μια έκπληξη.
Ένα επεισόδιο: «Small Potatoes», του Βινς Γκίλιγκαν, ίσως η εξυπνότερη αυτο-σάτιρα ολόκληρης της σειράς. Θα βλέπαμε ακόμα δεκάδες εντελώς κωμικά επεισόδια, όμως αυτό έχει το ιδιαίτερο βάρος του πόσο έξυπνα παρωδεί τα κυριότερα επαναλαμβανόμενα μοτίβα που συναντάμε στο show, όπως την ανείπωτη έλξη μεταξύ των Μώλντερ και Σκάλι.
1, Σεζόν 3
Αυτό είναι. Η σεζόν 4 ήταν πιο στρωτή, πιο ‘τέλεια’ για τους λόγους που αναφέραμε. Αλλά η 3η, ενώ εξίσου άψογη σε γενικό περιεχόμενο, είχε υψηλότερα τις κορυφές της. Ανέδυε μια αίσθηση αναρχική ιδιοφυίας που, για να είμαστε σωστοί, είναι το στοιχείο που εξακολουθεί να διαχωρίζει τα «X-Files» από σχεδόν οποιοδήποτε επίγονό του. (Κακό πράγμα το να παίρνεις τον εαυτό σου στα σοβαρά.) Δηλαδή ναι, τι να σας πω εγώ τώρα για το «Piper Maru» που το είχα δει δύο φορές στα καπάκια για να χωνέψω το πόσο επικό ήταν, και τι να συζητήσουμε για το «Talitha Cumi». Αυτά ήταν επεισόδια μυθολογίας, όχι αηδίες.
Αλλά αυτό είναι ένα πράγμα. Το να έχεις ένα ρόστερ επεισοδίων όπως τα «War of the Coprophages», «Pusher» ή το ξεκαρδιστικό «Jose Chung’s From Outer Space», είναι κάτι άλλο. Βρισκόμαστε σε ένα σημείο όπου η σειρά έχει συγκεντρωμένο το καλύτερό της ρόστερ σεναριογράφων, όπου τα επεισόδια μυθολογίας είναι καθηλωτικά μπλοκμπάστερ, κι όπου το κάθε αυτοτελές, Τέρας της Βδομάδας επεισόδιο είναι μια νέα άσκηση ύφους, μια διαρκής εξερεύνηση του τι παλαβό, φρικιαστικό, τρομακτικό και πανέξυπνο μπορείς να ξεπετάς, βδομάδα μετά τη βδομάδα.
Βάλτε αυτή τη σεζόν σε χρονοκάψουλα.
Ένα επεισόδιο: «Clyde Bruckman’s Final Repose», του θεού Ντάριν Μόργκαν. Όταν λέμε αυτοτελές επεισόδιο «X-Files», αυτό εννοούμε. Ένας σίριαλ κίλερ ξεκάνει μέντιουμ, κι ο συμπαθής Κλάιντ (ένας υπέροχος Πίτερ Μπόιλ) προχωρά αποφεύγοντας/περιμένοντας τη μοίρα του. Το σενάριο (βραβευμένο με Έμμυ) είναι αυτοαναφορικά έξυπνο κι αστείο, καταφέρνοντας όμως να πλαισιώσει την ιστορία του Κλάιντ με μια νότα στοχασμού πάνω στο θάνατο και την ύπαρξη. Είναι αποστομωτικό, για να είμαστε ειλικρινείς, και μάλλον το καλύτερο επεισόδιο όλης της σειράς.
Tags: x-files