Με τον Μαντς Μίκελσεν να δίνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του και τον Τόμας Βίντερμπεργκ να προσεγγίζει με αξιοθαύμαστη λιτότητα, καθαρότητα και ακρίβεια ένα επικίνδυνα φορτισμένο θέμα, το «The Hunt» είναι μια από τις καλύτερες ταινίες του φεστιβάλ φέτος.
Eνα σπουδαίο κομμάτι σινεμά από κάθε άποψη, κι ένα φιλμ προορισμένο να μείνει στην μνήμη μας για ακόμη περισσότερα χρόνια και με ακόμη μεγαλύτερη ένταση απ' ότι η «Οικογενειακή Γιορτή».
Η ιστορία του μοιάζει με εκείνες που δίνουν το υλικό για αμερικάνικες δραματικές τηλεταινίες. Ένας δάσκαλος σε ένα νηπιαγωγείο, κατηγορείται από ένα κοριτσάκι ότι έκανε πράγματα που δεν «θα έπρεπε να συμβούν ανάμεσα σε ένα παιδί κι έναν ενήλικα», κι επειδή «τα παιδιά δεν λένε ψέμματα», όλοι τείνουν να το πιστέψουν δαιμονοποιόντας και εξοστρακίζοντας από την μικρή, αγαπημένη κοινότητά τους έναν άνθρωπο που μέχρι τότε ήταν αξιαγάπητος, άψογος και που στα μάτια του θεατή είναι πέρα από κάθε αμφιβολία αθώος.
Η «ευκολία» με την οποία όλοι βιάζονται να τον καταδικάσουν, η βιαστική μεταστροφή των συναδέλφων, των γειτόνων, των καλύτερων φίλων του, το κυνήγι μαγισσών που μια κοινότητα εξαπολύει εναντίον ενός ανθρώπου ίσως φανεί υπερβολικό σε θεατές που θέλουν να πιστεύουν πως η λογική και η ωριμότητα είναι βασικές αρετές του ανθρώπινου είδους (ακόμη κι αν η ιστορία και η καθημερινότητα) αποδεικνύουν συνεχώς το αντίθετο, όμως το φιλμ του Βίντερμπεργκ δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας.
Η μόνη αλήθεια στην κοινωνία των ανθρώπων, είναι αυτή που καταλήγουν να πιστεύουν οι περισσότεροι κι ένα ψέμα γίνεται αυτομάτως πραγματικότητα όταν η διασπορά του ξεπεράσει το κατώφλι του μυστικού που ψιθυρίζεις κρυφά και γίνει κοινό, μοιραστεί απ όλους. Ο ευκολότερος τρόπος «να ανήκεις» είναι να βρίσκεσαι από την πλευρά των πολλών και το να φέρνεις αντιρρήσεις σε κάτι που όλοι θεωρούν δεδομένο, δεν είναι κάτι που σου κερδίζει πολλούς καινούριους φίλους.
Η ανάγκη μας να ξορκίζουμε το κακό βρίσκοντας εύκολα αποδιοπομπαίους τράγους, είναι άλλωστε κάτι που επαναλαμβάνεται από την αρχή του χρόνου με επιμονή και σταθερότητα, αλλά αν ακόμη κι αυτό δεν είναι αρκετό για να σε κάνει να αποδεχθείς την σχεδόν μαζική υστερία που καταλαμβάνει την μικρή κοινότητα του φιλμ, λάβετε υπόψιν πως στην περίπτωση του «The Hunt» ο ισχυρισμός έρχεται από ένα μικρο παιδί, ένα πλάσμα που στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες αντιμετωπίζεται σχεδόν σαν ιερό τοτέμ, την ενσάρκωση της αγνότητας, της αθωότητας, του απόλυτου καλού, μια θεώρηση που είναι περισσότερο απλοϊκή και στα πρόθυρα της μαζικής υστερίας απ οτιδήποτε «απλοϊκό» μπορεί να σκεφτεί οποιοσδήποτε σεναριογράφος.
Ο Βίντερμπεργκ, πατέρας κι ο ίδιος, θέλει να μιλήσει και γι αυτό όπως θέλει να μιλήσει για τον τρόπο που μια κοινά αποδεκτή αλήθεια, ή ένα ψέμα απλώνονται σαν ιός σκοτώνοντας πρώτα απ όλα τα αντισώματα της λογικής σκέψης. Και το κάνει χωρίς υπερβολικές δραματικές κορώνες, δίχως κραυγές και ευκολίες, κάνοντας πάντα σαφές ότι αυτή η ιστορία δεν έχει κακούς: οι γονείς οι γείτονες οι δάσκαλοι, κάνουν το σωστό, ή αυτό που νομίζουν ότι είναι σωστό. Και φυσικά δεν είναι η πρώτη φορά που το να κάνεις το «σωστό» καταστρέφει τη ζωή ενός ανθρώπου ή την υφή της ίδιας της ανθρωπιάς μας...
Γιώργος Κρασσακόπουλος
Κυνηγώντας μάγισσες (η άλλη άποψη)
Εξαιρετικό θέμα. Αριστοτεχνική, υπέροχη πρωταγωνιστική ερμηνεία. Σενάριο που δεν σε πείθει. Η συλλογική παράνοια μίας μικροκοινωνίας, η δαιμονοποίηση του ατόμου, ο σπόρος της αμφισβήτησης του φίλου που νόμιζες ότι γνώριζες πάντα, τα επικίνδυνα ψέματα των μικρών παιδιών που ακόμα και τα ίδια μπερδεύονται με τη φαντασία τους – όλες οι ιδέες του Βίντερμπεργκ, στο χαρτί, αποτελούν θεμέλια μίας ταινίας που θέλουμε πάρα πολύ να δούμε. Αλλά δεν την είδαμε. Το σενάριο από την πρώτη στιγμή επιλέγει την απουσία της κοινής λογικής. Ενα κοριτσάκι λέει κάτι στη διευθύντρια του νηπιαγωγείου του κι εκείνη το πιστεύει αυτόματα. Ενας ψυχολόγος που σχεδόν καθοδηγεί την μαρτυρία του παιδιού. Μία κωμόπολη που γνωρίζει χρόνια τον δάσκαλο και σε μια μέρα τον βαφτίζει παιδεραστή χωρίς καμία ηθική αμφιταλάντευση. Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι όλα αυτά μπορεί και να συμβούν στην μαζική ψυχοπαθολογία, με τίποτα δεν πιστεύουμε ότι ο κολλητός φίλος που ακούει κάτι τέτοιο για το μικρό του κοριτσάκι και τον χρόνια «αδελφό» του δεν εξετάζει και την άλλη πλευρά: τα παιδιά λένε ψέματα. Πάντα το έκαναν, πάντα θα το κάνουν. Πρόκειται για τον φίλο του. Μεγάλωσαν μαζί.
Δεν είναι ότι δεν γνωρίζουμε ότι και στην πραγμαιτκότητα τέτοια σκάνδαλα μπορούν να φυτιλιάσουν την μαζική, παράλογη υστερία. Ομως περιμένουμε από ένα σενάριο να δείξει το δυναμίτη, τη φωτιά, το φυτίλι. Ο Βίντερμπεργκ δεν χρησιμοποίησε κανένα εύρημα (μία σύμπτωση, μία παρεξήγηση – κάτι) που να στηρίξει την αφιλτράριστη αποδοχή μίας τέτοιας τερατώδους πραγματικότητας. Αντίθετα, έπλασε χαρακτήρες που αντιδρούν απλοϊκά, υπεραπλουστευμένα, με αφέλεια. Αν στο επίκεντρο δεν υπήρχε ένας τόσο στιβαρός, εξαιρετικός πρωταγωνιστής, η ταινία θα κατέρρεε με πάταγο. Τώρα, απλά, μας έβαλε να κυνηγάμε το νόημα με το τουφέκι.
Πόλυ Λυκούργου