
Ο Τιμ κάποτε ήταν ένας προοδευτικός αριστερός - γεμάτος παθιασμένες ιδέες που θα άλλαζαν τον κόσμο. Σήμερα δουλεύει σε μία διαφημιστική εταιρία και τα δημιουργικά concepts του πουλάνε εύκολες αερολογίες προς κατανάλωση. Η Μιλένα, η γυναίκα του, επένδυσε τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής της για να αλλάξει τον κόσμο: 2-3 φορές τον μήνα, αφήνει το Βερολίνο, το σπίτι της, τον Τιμ και τα δίδυμα παιδιά τους, και τρέχει στην Αφρική, όπου αγωνίζεται για να βρίσκει χρηματοδότηση για πολιτισμικά κοινωφελή έργα. Οι δυο τους δεν επικοινωνούν πια, δεν υπάρχει σεξ, οικειότητα. Ο Τιμ την αναζητά άγαρμπα ενώ δεν είναι πραγματικά παρών, η Μιλένα έχει σταματήσει και να τον κοιτά. Απεχθάνεται τον εαυτό της ως μητέρα, τα δίδυμα ενηλικιώνονται σε λίγο κι εκείνη ακόμα κουβαλά το τραύμα της γέννας.
Η 17χρονη Φρίντα με τα μελαγχολικά ελαφίσια μάτια τοὺς διαβάζει τους γονείς της - τα καταλαβαίνει όλα, τους απαξιώνει, τους απορρίπτει. Προτιμά να χορεύει στα κλαμπ με τους φίλους της, να τριπάρει με acid, να δραπετεύει από την πραγματικότητα. Αυτό κάνει κι ο αδελφός της, ο Γιόν. Μονίμως κλεισμένος στο δωμάτιο του, όπου δεν επιτρέπεται η είσοδος σε κανέναν, φοράει τη VR μάσκα του και ζει μόνο στον κόσμο των gamers - εκεί έχει φίλους, εκεί ερωτεύεται, από τα έπαθλα εκεί κερδίζει το χαρτζηλίκι του. Η Μιλένα έχει ακόμα ένα γιο, τον 8χρονο Ντίο - αποτέλεσμα μίας παράνομης σχέσης στο Ναϊρόμπι. Κάθε 2 εβδομάδες, ο Ντίο μένει μαζί τους - σ’ αυτό το προβληματικό σπίτι, με ανθρώπους που δεν κοιτιούνται στα μάτια, εκείνος μεγαλώνει, παρατηρεί. Και μουρμουρίζει τους στίχους του «Bohemian Rhapsody» των Queen.
Το 75ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου διεξάγεται φέτος από τις 13 μέχρι και τις 23 Φεβρουαρίου. Το Flix θα βρίσκεται εκεί για να σας μεταφέρει, ζωντανά, όλα όσα συμβαίνουν μέσα και έξω από τις αίθουσες μέσα από το ειδικό τμήμα του που ανανεώνεται συνεχώς.
Σ’ αυτό το προβληματικό σπίτι έρχεται να εργαστεί και η Φάραχ, μία 40χρονη πρόσφυγας από τη Συρία, που κουβαλά το δικό της βαρύ παρελθόν. Η Φάραχ θα είναι καταλύτης στις σχέσεις της οικογένειας. Θα τους συστήσει «Το Φως», μία τεχνολογική εφεύρεση που χρησιμοποιείται ως μέθοδος διαλογισμού: ένα LED στρόμπο φως που βομβαρδίζει τους νευρώνες του εγκεφάλου σου και σε φέρνει σε επαφή με τον ξεχασμένο εαυτό σου. Όλα όσα πίστευες, εμπιστευόσουν, αγαπούσες. Ανοίγει ξανά την καρδιά σου, σου επιτρέπει να συμφιλιωθείς με τις ενοχές σου, να θεραπευτείς.
Ο Τομ Τίκβερ επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη (γιατί στην μικρή διαπρέπει με το «Babylon Berlin») μετά από περίπου μία δεκαετία. Πάλαι ποτέ Ιt-Director του γερμανικού σινεμά (το «Τρέξε Λόλα Τρέξε» είχε σκάσει σαν βόμβα σε Ευρώπη και Αμερική, κι έχει μείνει στην Ιστορία ως η πιο διάσημη γερμανική ταινία, κατατροπώνοντας, ω ναι, και το «Das Boot»), μάς χάρισε πολλές αγαπημένες ταινίες (το «Heaven», για παράδειγμα), προτού η υπέρμετρη φιλοδοξία του τον εκτινάξει στη στρατόσφαιρα της sci-fi αμετροέπιας («Cloud Atlas»).
«Cloud Atlas» θα λες και θα κλαις, καθώς το «Φως», στα 165 ανοικονόμητα λεπτά του, αποδεικνύεται ως ένα ακόμα πιο πομπώδες, φλύαρο, υπερφίαλο, μεγαλομανές έπος που χάσκει τόσο ιδεολογικά, όσο και κινηματογραφικά. Το χειρότερο: κάτι που νομίζει ότι είναι μοντέρνο, πρωτοπόρο, ρηξικέλευθο, ενώ στην ουσία είναι ο ορισμός του παλιακού. Είναι λυπηρό να βλέπουμε τον σκηνοθέτη που αγαπήσαμε πριν από 30 χρόνια να «θέλει να κάθεται ακόμα στο τραπέζι με την νεολαία».
Σεναριακά, θεματικά, πολιτικά ο Τίκβερ ξεκινά με τις καλύτερες προθέσεις - ψάχνει το φως, τις απαντήσεις για το που απέτυχε η Gen X γενιά. Που χάσαμε το δρόμο μας, πόσο ύπουλα ξεπουλήσαμε και ξεπουληθήκαμε, πώς μάς πέταξε έξω η τεχνολογία, γιατί σταματήσαμε να επικοινωνούμε. Οι macro αγωνίες του (ζει σε μια χώρα που παλεύει να συμφιλιωθεί με τον «άλλον», σε μια ήπειρο που υποδέχεται μαζικά μετανάστες, σ’ έναν δυτικό κόσμο που δημιουργεί μετανάστες) συναντούν τις micro ανασφάλειες του μεσήλικα εαυτού του (τι είδους πατέρας, σύντροφος, εραστής είμαι πια). Κι ενώ όλα αυτά είναι θεμιτά, η ανάγκη του να τα πει όλα με στομφώδη, υπερτονισμένο τρόπο, με υπεραπλουστευμένα συμπεράσματα και κλισέ πολιτική καταγγελία, καταλήγει σε (αντιπαθητικούς) ήρωες που μιλάνε ακατάπαυστα, ουρλιάζουν και… (κρατηθείτε) τραγουδούν και χορεύουν τη νευρική τους κρίση σε μιούζικαλ ιντερλούδια. Με αποκορύφωση το «Bohemian Rhapsody» σε μία σεκάνς που δεν περιγράφεται με λόγια.
Κινηματογραφικά, η ταινία ξεκινά με υπόσχεση. Ενα drone μάς χαρίζει ένα μαγικό μονοπλάνο που διασχίζει τον βερολινέζικο νυχτερινό ουρανό και τρυπώνει στο διαμέρισμα της Φάραχ την ώρα που διαλογίζεται με το Φως. Ο DP του, Κρίστιαν Αλμεσμπέργκερ, φωτίζει εξαιρετικά την ταινία, δημιουργεί ατμόσφαιρα, κίνηση, όγκους. Κι ο Τίκβερ κινηματογραφεί υπερκινητικά, δαιμονισμένα (πέφτουν αεροπλάνα, βουλιάζουν πλοία, ποδήλατα το σκάνε από τους μπάτσους μέσα στη βροχή, πιτσιρίκια φλερτάρουν αιωρούμενα σε matrix), κάτι που σε ξαφνιάζει όταν το διαπιστώνεις, γιατί η συναισθηματική εμπειρία του θεατή είναι ότι το αποτέλεσμα σέρνεται, βαλτώνει, σε εγκλωβίζει σε ένα σύμπαν που δεν σε ενδιαφέρει.
Πολύ ειρωνικά, αυτό σου μένει. «Nothing really matters to me…» Ο στίχος του «Bohemian Rhapsody».
Το 75ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου διεξάγεται φέτος από τις 13 μέχρι και τις 23 Φεβρουαρίου. Το Flix θα βρίσκεται εκεί για να σας μεταφέρει, ζωντανά, όλα όσα συμβαίνουν μέσα και έξω από τις αίθουσες μέσα από το ειδικό τμήμα του που ανανεώνεται συνεχώς.