«Για μένα, ως Αμερικανίδα, είναι απίστευτο να βρίσκομαι σ' ένα τέτοιο, διεθνές κινηματογραφικό φεστιβάλ αυτή τη χρονική στιγμή. Θέλω ο κόσμος να ξέρει ότι υπάρχουν πολλοί, πολλοί άνθρωποι στη χώρα μου, έτοιμοι ν' αντισταθούν.»
Μ' αυτήν την κουβέντα, η Μάγκι Τζίλενχαλ, μέλος της φετινής Κριτικής Επιτροπής της Berlinale, έδωσε τον τόνο, όχι μόνο της συνέντευξης Τύπου της Επιτροπής, αλλά ολόκληρου του Φεστιβάλ του 2017: πολιτικής και κοινωνικής αφύπνισης και αντίδρασης. Ανάμεσα στoν Πρόεδρο Πολ Βερχόφεν και τα υπόλοιπα μέλη (η Τυνήσια παραγωγός Ντόρα Μπουσουσά, ο καλλιτέχνης Ολάφουρ Ελίασον από την Ισλανδία, η Γερμανίδα ηθοποιός Γιούλια Γιεντς και ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος Γουανγκ Κουαν’αν από την Κίνα), ήταν ο Ντιέγκο Λούνα, ηθοποιός διεθνής μεν, Μεξικανός δε, που συμπλήρωσε τα λόγια της Τζίλενχαλ: «Ανέκαθεν έψαχνα τρόπους για να γκρεμίζω τείχη - υπάρχουν πολλοί ειδήμονες σ' αυτό εδώ, στο Βερολίνο και θέλω να μεταφέρω τη γνώση τους πίσω στο Μεξικό,» είπε ο Λούνα, αναφερόμενος προφανώς στο επικείμενο σχέδιο του Ντόναλντ Τραμπ να υψώσει τείχος στα σύνορα Η.Π.Α. - Μεξικού.
«Το μόνο θετικό στοιχείο σ' όλο αυτό είναι η αντίδραση που προκάλεσε - θέλω να είμαι μέρος της, ν' αποκηρύξω όλη την ανοησία και το μίσος. Διασχίζω τα σύνορα τρεις ή τέσσερις φορές το μήνα κι υπάρχουν τόσες ιστορίες αγάπης στην άλλη πλευρά.»
Διαβάστε ακόμη: Berlinale 2017: 20 πράγματα για να περιμένεις από το Φεστιβάλ Βερολίνου
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής, Πολ Βερχόφεν, απολαμβάνοντας την επιτυχία της τελευταίας ταινίας του, «Εκείνη», κράτησε μεγαλύτερη αποστασιοποίηση: «Βρίσκομαι εδώ μόνο για να βλέπω ταινίες, χωρίς πολιτικές προκαταλήψεις. Το ζήτημα του Φεστιβάλ είναι η ποιότητα των ταινιών.» Χωρίς, ωστόσο, να χάνει το χαρακτηριστικά παιχνιδιάρικο στιλ του, ο Βερχόφεν άκουσε σιωπηλά την Μάγκι Τζίλενχαλ να παινεύει το «Εκείνη» («είμαστε πεινασμένοι για περισσότερες τέτοιες ταινίες,» είπε η ηθοποιός), για να της απαντήσει «Ισως μπορούμε να το κάνουμε και μαζί.»
Δείτε παρακάτω αποσπάσματα από τη Συνέντευξη Τύπου της Κριτικής Επιτροπής:
Πολιτική, εκτός από καλλιτεχνική, ήταν κι η επιλογή της ταινίας που άνοιξε τη φετινή Berlinale, το «Django» του Ετιέν Κομάρ. Η ταινία αφηγείται την ιστορία του Τζάνγκο Ράινχαρντ, της ιδιοφυΐας της τζαζ, του γεμάτου τσιγγάνικου πάθους μουσικού, στο διάστημα της ναζιστικής κατοχής στο Παρίσι. Η ταινία δεν είναι μια βιογραφία - είναι μια (επιτυχημένη περισσότερο στις προθέσεις, παρά στην υλοποίησή της), συζήτηση για το εάν η άσκηση της τέχνης μπορεί να αποτελέσει πολιτική πράξη και για το τι ρόλο μπορεί να παίξει η μουσική στην πολιτική αντίσταση.
Διαβάστε τη γνώμη του Flix - Berlinale 2017: «Django». Ο ήχος μιας χαμένης ευκαιρίας
Ο σκηνοθέτης Ετιέν Κομάρ και οι δυο πρωταγωνιστές της ταινίας, Ρεντά Κατέμπ και Σεσίλ Nτε Φρανς, έδωσαν συνέντευξη Τύπου, όπου ο σκηνοθέτης εξήγησε πώς τα δυο χρόνια της ζωής του Τζάνγκο Ράινχαρντ στη διάρκεια της κατοχής, στο περιβάλλον των διωγμών και των τσιγγάνων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, «έχουν παραλληλισμούς με τη δική μας εποχή», που καθορίζεται από το προσφυγικό δράμα και την αυξανόμενη εχθρικότητα προς τις μειονότητες, στην Ευρώπη και την Αμερική.
«Ηθελα να δείξω έναν μουσικό μέσα σε μια σύνθετη ιστορική υποδομή και τις σχετικές ομοιότητες με το προσφυγικό σήμερα, με την απαγόρευση σε συγκεκριμένους ανθρώπους να ταξιδέψουν, ανθρώπους που δε συμπαθούν συγκεκριμένες ιδέες,» εξήγησε ο Κομάρ.
«Η ταινία ακόμα δείχνει την ελευθερία που προσφέρει η μουσική. Οι τσιγγάνοι ποτέ δεν είχαν τη δική τους πατρίδα, η μουσική είναι μέρος του τρόπου ζωής τους, τους προσφέρει τη ζωντάνια που χρειάζονται για να συνεχίζυν. Κυλά στο αίμα τους, ταυτίζεται με το νόημα της ύπαρξης. Τα απολυταρχικά καθεστώτα συχνά στρέφονται πρώτα κατά της μουσικής, οι Ναζί, για παράδειγμα, ήθελα ν' αφανίσουν την τζαζ επειδή αποτελεί κράμα διαφορετικών πολιτισμών.»
Λίγο αργότερα, το βράδυ, η ομάδα του «Τζάνγκο», αλλά και η Κριτική Επιτροπή του Φεστιβάλ, εγκαινίασαν το κόκκινο χαλί για την επίσημη πρεμιέρα της ταινίας. Δείτε φωτογραφίες:
Πρώτη μέρα και για τα υπόλοιπα τμήματα της Berlinale. Στο Forum, την προσοχή αρχικά τράβηξε η ταινία «Barrage», από το Λουξεμβούργο, σε σκηνοθεσία της Λόρα Σρέντερ.
Η ταινία αφηγείται την ιστορία τριών γυναικών, τριών γενεών, στην ίδια δυσλειτουργική οικογένεια. Η Κατρίν επιστρέφει από το Λουξεμβούργο (όπου ζει, άγνωστο γιατί, τα τελευταία χρόνια) και θέλει να δοκιμάσει να ζήσει μαζί με τη μικρή της κόρη, την Αλμπα, πρωταθλήτρια του τένις, την οποία ωστόσο έχει εγκαταλείψει στα χέρια της δικής της μητέρας, της αυταρχικής αλλά στοργικής Ελιζαμπέτ. Ως πετυχημένη επιλογή μάρκετινγκ, τις δύο μεγαλύτερες γυναίκες, μητέρα και κόρη, παίζουν η Ιζαμπέλ Ιπέρ και η πραγματική κόρη της, Λολίτα Σαμά. Το φιλμ ξεδιπλώνεται σαν κοινωνικό θρίλερ, καθώς η προθυμία και η αγάπη της αδύναμης Κατρίν θέτει διαρκώς τη ζωή της μικρής Αλμπα σε κίνδυνο. Από το κλειστό διαμέρισμα της Ελιζαμπέτ, με την αυστηρή πειθαρχία αλλά και το σύστημα που προσφέρει στην Αλμπα έναν συγκροτημένο τρόπο ζωής, στην ελευθερία της φύσης, όπου η Κατρίν προσπαθεί να βρει τη δική της ισορροπία και να συνδεθεί με το πρόθυμο κορίτσι, η ταινία θα μπορούσε να είναι ένα λυρικό ανθρώπινο δράμα, έστω και με το φλύαρο σενάριό της. Αν μόνο η αναπόφευκτη σύγκριση της Λολίτα Σαμά με τη μητέρα της, Ιζαμπέλ Ιπέρ, δεν έκανε τόσο προφανές, ακόμα και στην ομοιότητα των χαρακτηριστικών τους, ότι η ερμηνεία της κόρης ήταν άτεχνη, ακατέργαστη και τόσο άψυχη που δεν επέτρεψε καμία συναισθηματική ταύτιση με τις ηρωίδες.
Από την άλλη πλευρά, το «Daveyon» του Αμερικανού Αμάν Αμπάσι, με επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβάλ του Σάντανς, είχε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Αφθονο συναίσθημα και εξαιρετική αισθητική, σ' ένα συγκινητικό αλλά κοινότυπο σενάριο. Μεγαλωμένος στο Αρκάνσας από Πακιστανούς μετανάστες γονείς, ο Αμπάσι, ταυτόχρονα ανερχόμενος μουσικός, διάλεξε για ήρωά του τον μικρό Ντέι, ο οποίος προσπαθεί να βρει τη θέση του στον κόσμο μετά το θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού του από σφαίρα συμμορίας. Τώρα, ο Ντέι κάνει ο ίδιος αναγνωριστικά βήματα στην αγορίστικη φιλία, αλλά και στη δύναμη που προσφέρει η συμμετοχή σε μια βίαιη συμμορία, στο κοινωνικά νεκρό τοπίο του αγροτικού Αρκάνσας. Αρκεί η φωτογραφία, στο τετράγωνο κάδρο του Academy, για να μεταφέρει την αίσθηση μιας παραπεταμένης κοινότητας, ανθρώπων που δεν έχουν λόγο να περιμένουν το αύριο, πέρα από την ευκαιρία να τεστάρουν τη δυνατότητά τους για επιβίωση. Ομως αυτή η λιτή ιστορία ενηλικίωσης πέφτει στην αφήγησή της στη μια παγίδα στερεότυπου μετά την άλλη, αφήνοντας στο φινάλε της μόνο μια ποιητική, μελαγχολική αίσθηση της «άλλης πλευράς» του αμερικανικού Νότου.