Η Βίκι, η Κριστίνα κι η... Μπαρσελόνα είναι τα τρία κορίτσια που δίνουν στον Γούντι Αλεν εισιτήριο για να ξεφύγει από την αδύναμη «βρεττανική περίοδό» του και να θυμηθεί και να θυμίσει, έστω προσωρινά, το 2008, πριν 15 χρονια, τη μαεστρία του στη δημιουργία ομορφιάς και στον παιχνιδιάρικο σαρκασμό των ανθρώπινων κινήτρων και της ερωτικής υποκρισίας: ένα όχι σπουδαίο, αλλά νοστιμότατο γλύκισμα, ξεκάθαρα μια κρεμώδης και τσουρουφλισμένη κρέμα καταλάνα.
Η Βίκι και η Κριστίνα είναι δυο όμορφες, δροσερές Αμερικανίδες μπουρζουάζ που βρίσκουν ευκαιρία - την πρόταση φιλοξενίας από τη θεία Τζούντι τής Βίκι, απολαυστικό σφηνάκι το side story προδωμένων προσδοκιών της Πατρίσια Κλάρκσον - να περάσουν το καλοκαίρι τους στη Βαρκελώνη. Οσο στενές φίλες είναι, τόσο και διαφορετικές. Η Βίκι, που κάνει την πτυχιακή της εργασία στον καταλανικό πολιτισμό, στην ντόπια κουζίνα και τα κτίρια του Γκαουντί, είναι προσγειωμένη, αυστηρή, έτοιμη να παντρευτεί τον πετυχημένο κι εύπορο Αμερικανό Νταγκ, μια συνετή, μυαλωμένη επιλογή, χωρίς έρωτες και πάθη. Η Κριστίνα είναι, πιστεύει η ίδια, μια καλλιτεχνική φύση, έτοιμη να παρασυρθεί, να παραδοθεί, να γίνει σκηνοθέτης, ή ποιήτρια, ή φωτογράφος ή κάτι τέτοιο, να ζήσει χωρίς όρια και να δοκιμάσει τα πάντα. Τις δυο φίλες θα προσεγγίσει ο Καταλανός ζωγράφος Χουαν Αντόνιο, με το κρεμεζί πουκάμισο και τον εξίσου βαθυκόκκινο ηδονισμό και θα τις καλέσει σ' ένα Σαββατοκύριακο ξενάγησης στην ισπανική εξοχή και στο ομαδικό σεξ. Καταλύτης στα σχέδιά τους, η πρώην σύζυγος του Χουαν Αντόνιο, Μαρία Ελένα, μια εκρηκτική σπανιόλα έτοιμη να πιάσει μαχαίρι και να διεκδικήσει ό,τι θεωρεί δικό της.
Θρίαμβος του κάστινγκ και αυτή η ταινία, καθώς ο Γούντι Αλεν επιλέγει τα ιδανικά πρόσωπα και κορμιά για να ενσαρκώσουν τη χαριτωμένη φαντασίωσή του: η χυμώδης Σκάρλετ Τζοχάνσον με τα ατημέλητα ξανθά μαλλιά, η ευαίσθητη Ρεμπέκα Χολ που καλύπτει τον αισθησιασμό της κάτω από ένα πέπλο σεμνοτυφίας και γουντιαλενικής αδεξιότητας, ο Χαβιέρ Μπαρδέμ τόσο αρρενωπός και σέξι που καταρρίπτει μ' ένα βελούδινο βλέμμα κάθε σύνορο ευπρέπειας, η Πενέλοπε Κρουζ ένα αναμμένο σπίρτο που καίει αλλά δεν καίγεται, με δίκαιο το Οσκαρ Β' Γυναικείου που κέρδισε εκείινη τη χρονιά. Κι όλοι αυτοσαρκαζόμενοι, όλοι με εξαιρετική, λεπτή κωμικότητα, όλοι αφημένοι στη χημεία τους, στη μαεστρία του σεναρίου του σκηνοθέτη τους και στη δεινότητα του art director Ινίγκο Ναβάρο και του διευθυντή φωτογραφίας, Χαβιέρ Αγουιρεσαρόμπε, που στήνουν έναν επίγειο παράδεισο στη Βαρκελώνη, την ηλιόλουστη, με τα σουρεαλιστικά κτίρια, τα κρυφά καλντερίμια, τα γεμάτα κρασιά και τα γεμάτα νόημα λόγια.
Σ' αυτό το άυλο, υλικό και έμψυχο σκηνικό, ο Γούντι Αλεν γράφει κάποιους από τους πιο διασκεδαστικούς διαλόγους του, παρωδώντας χωρίς ίχνος υπεροψίας, μόνο κατανόησης, τα επιβεβλημένα στερεότυπα, του άντρα και της γυναίκας, των Αμερικανών και των Ευρωπαίων και αυτής της άλλης κατηγορίας, των «expats» που θεωρούν ότι μια διαμονή στην Ευρώπη ανεβάζει την καλλιέργειά τους, του πρέπει και του θέλω, του ενστίκτου, της υποκρισίας και της δικαιολογίας, σε μια εποχή πολλά χρόνια πριν το «polyamorous» γίνει λήμμα. Κυρίως, την αγωνία του να μην περάσει «η στιγμή» κι η ζωή γίνει τετριμμένη, μην πληγεί κανείς από το ennui της μεγαλοαστικής τάξης και χάσει το πανηγύρι της ζωής. Το οποίο σίγουρα βρίσκει ο Γούντι Αλεν σ' ένα φιλμ όχι από τα πιο οξυδερκή κι ανατρεπτικά της φιλμογραφίας του, αλλά σίγουρα από τα πιο-πιο απολαυστικά.