Η αλήθεια είναι πως το MCU δεν κατάφερε να μπει αρκετά δυναμικά στο κινηματογραφικό σύμπαν του Spider-Man το οποίο προσπάθησε να δημιουργήσει το στούντιο της Sony. Φέρνοντας τη μια αποτυχία πίσω από την άλλη, με τα αδιανόητα κακά «Morbius» και «Madame Web» (αλλά και το επερχόμενο «Kraven Ο Κυνηγός», για κάποιον λόγο, δεν μας πείθει πως θα είναι μια καλή ταινία), το στούντιο της Sony απέτυχε να εδραιώσει ένα διασκεδαστικά ενδιαφέρον Spider-Verse.

Και μπορεί το «Venom» του Ρούμπεν Φλάισερ το 2018 να έκανε το πρώτο άβολα κακό βήμα σε αυτό το σύμπαν, προδίδοντας τη σκοτεινή πλευρά του χαρακτήρα για κάτι αρκετά πιο ελαφρύ, αλλά μέσα σε χαοτικές σκηνές δράσής, τουλάχιστον ήταν κάπως... fun. Δεν είναι λοιπόν να απορείς γιατί είναι η μοναδική ταινία από το συγκεκριμένο franchise που κατάφερε να βγάλει άλλες δυο ταινίες, δημιουργώντας έτσι μια τριλογία η οποία ναι μεν παραμένει αδύναμη ως το τέλος, αλλά και συνεπής στη διασκέδαση που προσφέρει.

Στο τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας όλοι καταδιώκουν τον Εντι και τον Venom. Κυνηγημένοι και από τους δύο κόσμους τους και με την κατάσταση να δυσκολεύει πολύ, το δίδυμο αναγκάζεται να πάρει μια καταστροφική απόφαση που θα ρίξει την αυλαία στην τελευταία πράξη του Venom και του Εντι.

Η Κέλι Μάρσελ, σεναριογράφος στις δυο πρώτες ταινίες, ενώ εδώ συν-υπογράφει το σενάριο με τον Τομ Χάρντι, αναλαμβάνει την πρώτη της σκηνοθετική απόπειρα κάπως αδέξια. Η ταινία ξεκινά με ένα αχρείαστο και υπερβολικό exposition του κακού Νουλ και του πλάνου του να καταστρέψει τον κόσμο (κάτι που έχουμε ακούσει για χιλιοστή φορά) πριν τον ξεχάσει στην κυριολεξία μέχρι μετά τα credits. Κι αυτό είναι γενικά ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της ταινίας στην οποία δεν υπάρχει καμία ανάπτυξη των υπόλοιπων χαρακτήρων, πέραν του Εντι και του Venom, που μένουν απλώς καρικατουρίστικα χάρτινοι.

Ναι, η ταινία επικεντρώνεται πολύ περισσότερο στη σχέση του Εντι και του Venom (εξάλλου αυτός εδώ είναι ο τελευταίος τους χορός), ασπάζεται απροκάλυπτα αυτό το ιδιόμορφο bromance, βάζοντας την σχέση τους στο επίκεντρο, εκμεταλλευόμενη πλήρως τη δυναμική αυτού του ιδιότροπου ζευγαριού με τις γεμάτες βιτριολικές ατάκες τους. Αλλά πόσο υπέροχο θα ήταν αν οι χαρακτήρες που τους συνοδεύουν σε αυτό τους το ταξίδι ήταν εκεί για να αναδείξουν τη σχέση αυτή κι όχι απλώς για να γεμίσουν, τσαπατσούλικα, τα όποια κενά της ιστορίας και με έναν κακό ο οποίος ήταν πραγματικά απειλητικός κι όχι άφαντος ως το τέλος;

Και με το σενάριο να μην βοηθά και πάλι, γεμάτο από ευκολίες, σεναριακές τρύπες (είναι να απορεί κανείς το πώς μια οικογένεια χίπιδων μπήκε με τεράστια ευκολία μέσα σε μια βαριά φρουρούμενη στρατιωτική βάση) και απίστευτα κλισέ δίνοντας, για άλλη μια φορά, την αίσθηση της χαμένης ευκαιρίας στο να ανεβάσει το επίπεδο άνω του μετρίου. Ακόμα και η δράση, η οποία παραδόξως μέχρι το φινάλε παραμένει φειδωλή, μπορεί να έχει ανέβει σε επίπεδο από τις δυο προηγούμενες ταινίες, παραμένει όμως αρκετά βασική και χωρίς πολλές εκπλήξεις – ούτε η πολυαναμενόμενη μεγάλη μάχη στο τέλος δεν καταφέρνει να σε εντυπωσιάσει αρκετά, παρά τη μεγάλη της κλίμακα.

Αν καταφέρνει κάτι να δώσει μια τύπου εξιλέωση σε όλα αυτά είναι ο Τομ Χάρντι. Ο Εντι Μπροκ του και ο Venom είναι ίσως οι καλύτερες στιγμές του φιλμ και όταν το σενάριο επικεντρώνεται σε αυτούς η ταινία πραγματικά καταφέρνει να λάμψει, έστω και πολύ λίγο, και να προσφέρει μια απενοχοποιημένη διασκέδαση κι ένα αστείρευτο και ιδιαίτερο χιούμορ. Κρίμα μόνο που αυτή η συμβιώση δεν μεταφρέζεται τέλεια και στην υπόλοιπη διάρκειά της.

Το «Venom: Η Τελευταία Πράξη» δεν είναι το τέλειο αντίο για τον Εντι και τον Venom. Κλείνει την τριλογία αυτή ακριβώς όπως την ξεκίνησε, με μια μέτρια ταινία η οποία μπορεί να ικανοποιήσει κάποιους φανς, αλλά ταυτόχρονα αδικεί για μια άλλη φορά αυτον τον χαρακτήρα, χωρίς να του δώσει εκείνοντ τον μεγαλειώδη αποχαιρετιστήριο χορό που πραγματικά του αξίζει.