Καλοκαίρι 1990, Χάλμπερσταντ, Ανατολική Γερμανία. Ενα ιδιαίτερα καυτό καλοκαίρι - και γιατί οι υψηλές θερμοκρασίες έχουν βγάλει τους ένοικους των εργατικών πολυκατοικιών στον κοινό κήπο, σε αυτοσχέδια συλλογικά πικ νικ, αλλά και γιατί η πτώση του Τείχους τούς βρίσκει στο τελικό στάδιο της Ενωσης, τα οποίο δεν είναι ιδιαίτερα ομαλό. Τα εργοστάσια κλείνουν, οι εργάτες μένουν άνεργοι να εξαρτώνται από επιδόματα, αρκετοί από τους γείτονές τους έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια και τα μαγαζιά τους για το όνειρο της Δύσης - όσοι έμειναν μοιάζουν σε λίμπο, σε πόλεις φαντάσματα.

Εκεί συναντάμε τη Μάρεν, μία ανήσυχη, δυναμική, μοντέρνα γυναίκα που δεν μπορεί να δεχθεί ότι δεν εργάζεται, τον σύντροφό της Ρόμπερτ, έναν πληγωμένο ιδεαλιστή που δεν μπορεί να δεχθεί ότι χάθηκε η ευκαιρία για έναν πραγματικό σοσιαλισμό, και τα δυο τους παιδιά - τον επαναστάτη έφηβο Γιάνικ (γεμίζει τους τοίχους της πόλης με γκραφίτι κατά της Ενωσης) και την μικρούλα Nτίνι, ένα έξυπνο κοριτσάκι που δεν χαρίζεται σε κανέναν. Στην παρέα τους επιστρέφει ξαφνικά κι ο Φόλκερ, πρώην εραστής της Μάρεν και κολλητός φίλος του Ρόμπερτ, ο οποίος ήταν από τους πρώτους που έφυγαν για να κυνηγήσουν το καπιταλιστικό όνειρο. «Δεν ένιωθα σπίτι μου» τους λέει, επιστρέφοντας με κομμένα φτερά.

Μέσα στο ευρύτερο χάος που επικρατεί στη χώρα και τη δική τους επιβεβλημένη αδράνεια, οι φίλοι αποφασίζουν να ζήσουν μία μικρή περιπέτεια για να ανεβάσουν την αδρεναλίνη τους: να εισβάλουν στα παλιά τούνελ που κρύβονται στο γειτονικό στρατόπεδο και να ανακαλύψουν τι μπορεί να έχουν κρύψει και αφήσει πίσω οι καθεστωτικοί. Μόνο που αυτό που ανακαλύπτουν τους ανατινάζει το μυαλό: χαρτονομίσματα της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, αξίας πολλών εκατομμυρίων, που πλέον δεν μετρούν για τίποτα. Οι κάτοικοι είχαν 6 μέρες εκείνο το καλοκαίρι να δηλώσουν την περιουσία τους και να ανταλλάξουν τα χρήματά τους με το νόμισμα των Δυτικών. Ολα τα παλιά χαρτονομίσματα είναι πλέον απλό χαρτί, τόνους από το οποίο τσουβαλιάστηκε σε εκείνες τις παλιές στρατιωτικές υπόγειες αποθήκες για να σαπίσει.

Οι πολυμήχανοι φίλοι όμως βρήκαν μία τρύπα στο σύστημα και σκαρφίστηκαν ένα ιδιοφυές κόλπο που ενέπλεξε όλη την πολυκατοικία σε ένα σχέδιο που θα τους έκανε πλούσιους. Ή, μάλλον, θα τους επέστρεφε όλα τα χρήματα που είχαν στερηθεί. Ως αποζημίωση των χρόνων, των κόπων, της άδοξης κοινωνικής θυσίας για ένα γενικό καλό που κατέρρευσε μαζί με το Τείχος. Θα ήταν το δικό τους χτύπημα στον δυτικό καπιταλισμό, που έκανε επέλαση και τους έσβησε τη μόνη ζωή που γνώριζαν.

Η σεναριογράφος και σκηνοθέτης Νάτια Μπρούνκχορστ (η πρωταγωνίστρια του σκανδαλώδους για τα '80ς «Christiane F, Πόρνη στα 13 για Ναρκωτικά»), διάβασε μία αληθινή ιστορία για τα υπόγεια τούνελ του Χάλμπερσταντ (όπου πράγματι αποθηκεύτηκαν τα παλιά χαρτονομίσματα και πολλά από αυτά εκλάπησαν) και αποφάσισε να γυρίσει μία ανάλαφρη κομεντί για να συζητήσει κάτι πολύ σοβαρό: το συλλογικό τραύμα μίας χώρας.

Μελετώντας στη λεπτομέρεια την εποχή, κατασκεύασε έναν κόσμο εξαιρετικά πιστό (οι ηθοποιοί που επέλεξε στο καστ της είναι ανατολικογερμανικής καταγωγής, όπως και η σκηνογράφος και η ενδυματολόγος της), ώστε όλα να τα βλέπεις και να τα αισθάνεσαι πραγματικά - κι όχι ως νοσταλγικές καρικατούρες. Ακόμα και τα locations που ανακάλυψε μοιάζουν ανέγγιχτα από το χρόνο - κτίρια μιας σοβιετικής αρχιτεκτονικής με κοινούς χώρους γειτονικής διάδρασης.

Κι αυτό γιατί, ενώ η επιφάνεια της ταινίας είναι το εύρημα του heist, η καρδιά της χτυπά μελαγχολικά. Οι χαρακτήρες που έγραψε η Μπρούνκχορστ (από την ηλικιωμένη Μάρτα που έχει πεινάσει όλη της τη ζωή από τον πόλεμο μέχρι τώρα, μέχρι τον καχύποπτο γείτονα, ή τον ασυμβίβαστο επαναστάτη θείο), κουβαλούν τη ματαίωση της χώρας τους, τη θλίψη, την αγωνία για το άγνωστο αύριο. Είχαν κι εκείνοι μια κάποια αξία, και τώρα τους εγκατέλειψαν εκεί, όπως τα χαρτονομίσματα, για να σαπίσουν. Ακόμα και το ερωτικό τρίγωνο δείχνει συμβολικά μια γυναίκα παγιδευμένη ανάμεσα σε έναν άντρα που ακόμα πιστεύει στις αξίες του λαού με τις οποίες γαλουχήθηκαν, κι έναν τυχοδιώκτη εραστή που το ανήσυχο βλέμμα του κοιτά συνεχώς προς την έξοδο.

Η Μπρούνκχορστ κρατά τον τόνο κωμικό, τρυφερό, νοσταλγικό. Η ταινία είναι φωτεινή και ηλιόλουστη, σπάζοντας τα κλισέ της γκρι Ανατολικής Γερμανίας. Είναι προφανές ότι η σκηνοθέτης θέλει να παραδώσει μία πικρή feelgood ταινία με ένα ιδεατό χάπι εντ. Μέχρι ένα σημείο τα καταφέρνει, καθώς παρακολουθείς με ενδιαφέρον το κοινωνικό πείραμα των συνηθισμένων ανθρώπων που θέλουν να τη φέρουν, μια τελευταία φορά, στον νικητή καπιταλισμό.

Ομως, παρόλο που το εύρημα είναι πανέξυπνο κι οι προθέσεις της δημιουργού καλοπροαίρετες, το σενάριό της δεν έχει την σπιρτόζικη εξυπνάδα του «Αντίο, Λένιν», χάνει σε αρκετές στιγμές τη μάχη με τη γραφικότητα, ο ρυθμός κάνει κοιλιές (ενώ σε ένα heist movie η ένταση θα έπρεπε να κρατιέται ψηλά) και, τελικά, το μεγαλύτερο βάρος πέφτει στους ηθοποιούς - με ηγετική φυσιογνωμία την Σάντρα Ούλερ («Ανατομία Μιας Πτώσης», «Ζώνη Ενδιαφέροντος»).