Λονδίνο, Μάιος 2011. Ο Τζούλιαν Ασάνζ βραβεύεται με το Sydney Peace Prize - το χρυσό μετάλλιο της δημοσιογραφίας. Είχε προηγηθεί το βραβείο Τύπου της Διεθνούς Αμνηστίας (2009) και το βραβείο Index on Censorship από το περιοδικό Εconomist (2008). Αυτή ήταν η αρχική αντίδραση του πλανήτη απέναντι στον ιδρυτή της WikiLeaks, της μη κερδοσκοπικής πλατφόρμας που από το 2006 δημοσιεύει έγγραφα από ανώνυμες πηγές και διαρροές και πληροφορεί το κοινό για γεγονότα που υπό άλλες συνθήκες δεν θα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας. Σε διαδικτυακή ψηφοφορία του Time, μάλιστα, το κοινό τον είχε εκλέξει «Πρόσωπο της Χρονιάς», όμως το περιοδικό επέλεξε τελικά τον ιδρυτή του Facebook Μαρκ Ζάκερμπεργκ, ο οποίος στην ψηφοφορία είχε έρθει 10ος - κάτι που εξόργισε τους αναγνώστες. Είχε ήδη αρχίσει να διαφαίνεται η διαφοροποίηση - τα mainstream ΜΜΕ είχαν πάρει τη γραμμή ότι ο Ασάνζ έπρεπε να πέσει. Και να πέσει με κρότο.

Κι αυτό γιατί μπορεί η WikiLeaks μέχρι τότε να είχε δημοσιεύσει έγγραφα που αποκάλυπταν τα εγκλήματα πολέμου σε Ιράκ και Αφγανιστάν, κάτι που είχε βαθιά ενοχλήσει την ισχυρή τάξη (όχι μόνο της Αμερικής, αλλά και όλων των ευρωπαϊκών χωρών που συμμετείχαν), όμως το 2010 διέρρευσε για πρώτη φορά βίντεο - άκοπα, αφιλτράριστα, σοκαριστικά. Διαβόητο το «collateral murder» υλικό: ένα βίντεο από τα αμερικανικά ελικόπτερα περιπολίας στο Ιράκ που δείχνει ξεκάθαρα την εν ψυχρώ εκτέλεση Ιρακινών πολιτών και δημοσιογράφων του πρακτορείου Reuters σε δρόμο της Βαγδάτης (γιατί οι αμερικανοί μπέρδεψαν τις κάμερες των ρεπόρτερ για όπλα) με τους στρατιώτες να γελάνε και να πανηγυρίζουν σαν να έπαιζαν video game.

Το βίντεο γίνεται viral και ο κόσμος για πρώτη φορά δεν υποπτεύεται, δεν συζητά θεωρητικά, αλλά βλέπει -και ακούει- σε πραγματικό χρόνο το πρόσωπο της βαρβαρότητας, του κυνισμού και της ανελγησίας με την οποία η Αμερική επιβάλει «τη δικαιοσύνη» της. Πάνω από όλα: ο κόσμος καταλαβαίνει ότι όλα αυτά μένουν και θα μείνουν ατιμώρητα. Γιατί «έτσι είναι αυτά».

Η απάντηση είναι άμεση. Τον Μάιο του 2010 το Υπουργείο Άμυνας και Δικαιοσύνης των ΗΠΑ μελετά τις νομικές διατάξεις για δίωξη του Ασάνζ για κατασκοπεία. Τον Αύγουστο του 2010 ξεκινά έρευνα εναντίον του στη Σουηδία, με την κατηγορία δύο βιασμών. Ο Ασάνζ έπρεπε να πέσει. Να πέσει με κρότο: και να διωχθεί νομικά (η κατηγορία κατασκοπείας, αν αποδεικνυόταν θα τον έστελνε σε 175 χρόνια φυλάκισης), και να σπιλωθεί το όνομα, η προσωπικότητα και η ακεραιότητά του (τελικά αποδείχθηκε ότι οι δυο γυναίκες ποτέ δεν τον είχαν καταγγείλει για βιασμό, αλλά είχαν ζητήσει να τους παραχωρήσει πιστοποιητικό υγείας γιατί «κάποιοι» τις είχαν υποψιάσει ότι έχει AIDS).

Το ντοκιμαντέρ του Αυστραλού σκηνοθέτη κι ακτιβιστή Κιμ Στέιτον δεν ξεκινάει τυχαία από την βράβευση του Ασάνζ με το μετάλλιο της δημοσιογραφίας. Γιατί αυτό που θέλει να τονίσει -κάτι που ξεπερνάει και την επική περιπέτεια του Ασάνζ, ο οποίος τελικά αφέθηκε ελεύθερος μετά από 14 χρόνια καταδίωξης και εξευτελισμού- είναι ό,τι όλα αυτά έγιναν σε δημοσιογράφο. Οχι σε κάποιον κυβερνητικό υπάλληλο. Οχι σε πρώην στρατιωτικό. Ούτε καν σε πολιτικό ακτιβιστή. Σε δημοσιογράφο. Η συστημική πολιτική εξουσία έδωσε σαφές μήνυμα παραδειγματισμού: θέλεις να ξεφύγεις από το πώς έχουμε στήσει τη δημοσιογραφία πλέον, πώς σερβίρουμε εμείς τις ειδήσεις στον κόσμο, θέλεις να δημοσιεύσεις αφιλτράριστη την αλήθεια; Αυτό θα πάθεις.

Με γυρίσματα που κράτησαν πάνω από δύο χρόνια, σε τρεις ηπείρους και σε δέκα πόλεις, και με συνεντεύξεις με ανθρώπους κλειδιά (από τον διάσημο Αυστραλό δημοσιογράφο και ντοκιμαντερίστα Τζον Πίλγκερ, και τον διακεκριμένο Βρετανο-πακιστανό ιστορικό και πολιτικό ακτιβιστή Ταρίκ Αλί, μέχρι τον στρατιωτικό που διέρρευσε τα Pentagon Papers για τα εγκλήματα στο Βιετνάμ Ντάνιελ Ελσμπεργκ) που αναλύουν την κοινωνική, πολιτική, ιστορική σημασία της αντίστασης του Ασάνζ, αλλά και της «αργής, βασανιστικής δικανικής διαδικασίας που είχε ως στόχο να τον εξοντώσει», ο Στέιτον επιχειρεί να ξεσηκώσει το κοινό σε έναν πολύ χρήσιμο διάλογο για την πραγματική ελευθεροτυπία και τα δικαιώματα των πολιτών στη γνώση και τη διαύγεια.

Κι όσο αφορά σε αυτό το κομμάτι, το ντοκιμαντέρ του είναι χρήσιμο και, ειδικά στους καιρούς μας, απαραίτητο.

Ομως, μέχρι εκεί. Γιατί, δυστυχώς, τόσο η στρατευμένη ακτιβιστική θέση του Στέιτον, όσο και η ευρύτερη καλλιτεχνική του φύση (είναι επίσης μουσικός και ποιητής) τον αδήγησε στο να χάσει σημαντικές ισορροπίες. Απουσιάζει εντελώς από το διάλογο η επιχειρηματολογία που θεωρεί τις διαρροές επικίνδυνες, ή μονόπλευρα κατευθυντήριες (για παράδειγμα, η WikiLeaks διέρρευσε τα mail της Χίλαρι Κλίντον που κλόνισαν την πολιτική της εκστρατεία και την οδήγησαν να χάσει τις εκλογές και να έχουμε ακόμα το φαινόμενο Ντόναλντ Τραμπ να αντιμετωπίσουμε) κάτι που θα εξισορροπούσε το ντοκιμαντέρ και θα έδειχνε εμπιστοσύνη στον θεατή να ζυγίσει τα υπέρ και τα κατά, και να δικαιώσει και πάλι, πολύ πιο φυσικά και οργανικά, τον Ασάνζ. Να μην καταλήξει με μία τόσο εμφατική αγιογραφία.

Οπως επίσης, η ποιητική πρόζα (με αφηγητές τους Σούζαν Σαράντον, Ρότζερ Γουότερς, Τομ Μορέλο, Μ.Ι.Α) βαραίνει τον τόνο του ντοκιμαντέρ με μία καλλιγραφική ατμόσφαιρα κι έναν μελοδραματισμό που καταλήγει κουραστικός και διδακτικός.

Είναι κρίμα, γιατί δεν τα είχαμε ανάγκη όλα αυτά. Οπως ο Ασάνζ δημιούργησε μία πλατφόρμα που περνάει αφιλτράριστα τα γεγονότα, με εμπιστοσύνη ότι μιλούν από μόνα τους, έτσι θα έπρεπε να είναι δομημένο κι ένα ντοκιμαντέρ για τον ίδιο. Χωρίς επεξηγήσεις, γαρνιτούρες και υπογράμμιση.

Το μόνο που χρειαζόμασταν ήταν κάτι απλό και ξεκάθαρο: ένας δημοσιογράφος καταδιώχθηκε, εξευτελίστηκε, απομονώθηκε, φυλακίστηκε, αρρώστησε, κατέρρευσε γιατί διέρρευσε εγκλήματα πολέμου. Κατηγορήθηκε ποτέ κανείς, τιμωρήθηκε κάποιος - ένας- από όλους αυτούς που τα διέπραξαν;