Η νεαρή Μία έχει βυθιστεί στις καταχρήσεις και χρειάζεται βοήθεια για να ξεφύγει από τους δαίμονες της - ή τουλάχιστον αυτό που οι αφελείς φίλοι της θεωρούν δαίμονες στο πρώτο τέταρτο της ταινίας. Έτσι, ο αδερφός της Ντειβιντ, η κοπέλα του Νάταλι, οι παιδικοί τους φίλοι Ολίβια και Ερικ, αποφασίζουν να τη συνοδεύσουν στο εξοχικό της μέχρι να συνέλθει. Μόνο που το εξοχικό είναι μια απόμακρη καλύβα χωμένη σε αφιλόξενο δάσος με επικίνδυνο αναγνωστικό υλικό. Μόλις ο φιλομαθής Ερικ αρχίζει να απαγγέλει αποσπάσματα από το Βιβλίο των Νεκρών, οι δαίμονες του δάσους θα ξυπνήσουν. Οι πέντε φίλοι δεν είναι προετοιμασμένοι για αυτό που θα συμβεί. Κανείς δεν είναι
Οι ταινίες τρόμου στις μέρες μας, υποφέρουν από ένα πολύ βασικό, εγγενές μειονέκτημα: το γεγονός, ότι έχουν προηγηθεί άλλες. Συχνά καλύτερες (ή όχι δεν έχει σημασία), αλλά σίγουρα άλλες. Και μάλιστα πολλές. Θα μπορούσε να πει κανείς πως αυτό είναι ένα πρόβλημα με την τέχνη γενικότερα, εφόσον όλα (σχεδόν) έχουν ξαναγίνει, όμως στην περίπτωση των ταινιών τρόμου, το πρόβλημα είναι πολύ πιο συγκεκριμένο.
Διότι πόσες φορές μπορείς να δεις την άτυχη νεαρή να τρέχει κυνηγημένη προς το αυτοκίνητο, αλλά να μην μπορεί να το βάλει μπρος; Πόσες φορές μπορείς να δεις το nerd να ανοίγει το δεμένο με δέρμα (ανθρώπων) και τυλιγμένο με συρματόπλεγμα βιβλίο και να διαβάζει την επίκληση στο δαίμονα, όταν, με αίμα του προηγούμενου θύματος, είναι γραμμένο πάνω του η φράση «μην το διαβάσεις δυνατά»;
Και κυρίως, πως μπορείς να δεις μια ακόμη ταινία με μια παρέα νεαρών που παγιδεύονται σε μια καλύβα στη μέση του πουθενά και εγκαταλείπουν τα εγκόσμια με φριχτούς τρόπους ο ένας μετά τον άλλο, όταν έχουν προηγηθεί τόσες άλλες πανομοιότυπες. Και μία, που τίναξε στον αέρα τις συμβάσεις του είδους, το «Μικρό Σπίτι στο Δάσος» του Ντρου Γκόνταρντ -το οποίο από μια σχεδόν, χμ... σατανική σύμπτωση, βγήκε στις αίθουσες την περσινή Κυριακή του Πάσχα.
Γιατί, αν το «Πρόσωπο του Κακού» έχει ηθελημένα τους πιο ηλίθιους ήρωες που είδαμε εδώ και πολλά χρόνια σε ταινία τρόμου, θα όφειλε να έχει και την αίσθηση του χιούμορ ή την ανατρεπτική ειρωνεία να υποστηρίξει μια τέτοια επιλογή. Και το φιλμ του Φέντε Αλβαρεζ, δυστυχώς μοιάζει να νοιάζεται μόνο για το gore, πνίγοντας την οθόνη στο αίμα, κόβοντας μέλη, γλώσσες, πρόσωπα, με μαχαίρια, καθρέφτες, αλυσοπρίονα, ηλεκτρικά μαχαίρια, καρφιά και κάθε αιχμηρό εργαλείο που βρίσκεται πρόχειρο.
Η αφοσίωσή του στον στόχο του, μοιάζει αξιοθαύμαστη, όμως πέρα από τα ευαίσθητα στομάχια και τους αληθινούς λάτρεις του αίματος, το λουτρό καταντά κουραστικό πολύ γρήγορα, αφού δεν υποστηρίζεται από ένα ανάλογο σασπένς ή μια οποιαδήποτε έστω και υποτυπώδη αγωνία.
Και κυρίως αφού δεν έχει σχεδόν καθόλου πλάκα, εκτός ίσως από το λεξιλόγιο του σατανικού πνεύματος που είναι τουλάχιστον πιπεράτο -ή φράση «πουτανάκι του διαβόλου» βρήκε ήδη μια θέση στις ατάκες της χρονιάς. Το χιούμορ του πρωτότυπου «Evil Dead», το fun που ξεχείλιζε από κάθε αληθινά τρομακτικό του πλάνο, είναι απλά ανύπαρκτο, χαμένο στον δρόμο για ένα αχρείαστο remake ή re-imagining ή όπως αλλιώς προτιμάτε να το πείτε.
Κι αν τεχνικά είναι προφανώς πολύ πιο καλοφτιαγμένο και άρτιο, αυτό που χάνει σε σχέση με το φτηνό εκείνο φιλμ του Σαμ Ράιμι που έχτισε την καριέρα του και γύρισε σελίδα στο σινεμά του τρόμου, είναι κάθε στοιχείο έκπληξης ή χρησιμότητας. Γιατί ακόμη και η γενιά εκείνη των θεατών που δεν έχουν δει την πρωτότυπη ταινία, πολύ απλά δεν πρόκειται να αποκομίσει κάτι από ένα φιλμ που φέρει απλά τον τίτλο ενός άλλου, μα τίποτα απολύτως από το νεωτερικό, ανατρεπτικό, κεφάτα αιματοβαμμένο πνεύμα του!