Ενα 16χρονο αγόρι προσπαθεί να τρυπώσει στο σπίτι ενός συμμαθητή του, για να εμπνευστεί να γράψει για την εργασία του στο σχολείο. Εντυπωσιασμένος από το ιδιότροπο αλλά χαρισματικό αγόρι, ο δάσκαλος του επαναπροσδιορίζει τη διάθεση του για διδασκαλία, αλλά η εισβολή προκαλεί μια σειρά από ανεξέλεγκτα γεγονότα.
Το «Αγόρι στο Τελευταίο Θρανίο», είναι με διαφορά η καλύτερη ταινία του Φρανσουά Οζόν εδώ και χρόνια. Κάτι που όμως, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, είναι αλήθεια πως δεν σημαίνει πράγματι πολλά. Enfant terrible του γαλλικού σινεμά κάποτε, ο Οζόν μοιάζει να μην δικαίωσε ποτέ την πίστη των (Γάλλων) κριτικών και της βιομηχανίας, παραδίδοντας κατά στιγμές κάποιες ενδιαφέρουσες ταινίες, μερικές ελαφρώς προκλητικές και άλλες τόσες ουσιαστικά αδιάφορες.
Το «Αγόρι» βασισμένο ελαφρά στο θεατρικό «The Boy in the Last Row» του ισπανού συγγραφέας Χουάν Μαγιόργκα, κεντρίζει σίγουρα το ενδιαφέρον. Οχι μόνο μέσα από μια ιστορία που σε κάνει να τσιμπήσεις στο έξοχα κρυμμένο αγκίστρι της, με τον ίδιο τρόπο που ο μεσοαστός καθηγητής και η γκαλερίστα γυναίκα του, τσιμπάνε από τις γοητευτικές μα σίγουρα αδιάκριτες περιγραφές της εισόδου ενός από τους μαθητές του, στην «τέλεια οικογένεια» ενός συμμαθητή του.
Ο Οζόν, ξέρει καλά, όπως κι εμείς άλλωστε, ότι το σινεμά είναι μια ηδονοβλεπτική ενασχόληση κι ένα παιχνίδι συνενοχής και το φιλμ του το παίζει καλά. Το να κοιτάζεις τις ζωές των άλλων είτε μέσα από ένα παράθυρο, είτε μέσα από μία οθόνη, αποτελεί μια μάλλον ένοχη απόλαυση που ενώνει τους «θεατές» στην ζωή και την αίθουσα κι εδώ ο Οζόν την διπλασιάζει, την αναλύει, την αποδομεί, αλλά κυρίως την στήνει τόσο καλά ώστε να λειτουργεί πετυχημένα.
Το εφαλτήριο του είναι ξεκάθαρα χιτσκοκικό, κι από την ιστορία μέχρι την μουσική, όλα κάθε τόσο μας το υπενθυμίζουν, όμως εδώ ο Οζόν δοκιμάζει να χωρέσει μια σειρά από ιδέες για την κοινωνική τάξη, την σεξουαλικότητα, την κανονικότητα, την επιθυμία και την απογοήτευση, καθώς και μια σειρά από κινηματογραφικά είδη που ξεκινούν από το ψυχολογικό θρίλερ και καταλήγουν στα όρια της κωμωδίας ή του ψυχοδράματος.
Το πείραμά του είναι αναμφίβολα τολμηρό, αλλά δυστυχώς όχι απόλυτα πετυχημένο. Η σάτιρα και η αγωνία δεν είναι δυο πράγματα που ταιριάζουν εύκολα το ένα δίπλα στο άλλο κι έτσι όταν η ιστορία του φιλμ μεταλλάσσεται μάλλον απότομα από ένα θρίλερ σε μια meta άσκηση στην αφήγηση, το άλμα μοιάζει μάλλον να πέφτει στο κενό, ειδικά όταν το τέλος ακόμη κι αν έρχεται με μια τουλάχιστον αξιομνημόνευτη σκηνή, είναι μάλλον αμήχανο και δίχως την απαιτούμενη κορύφωση.
Ακόμη κι έτσι όμως, το «τεχνητό» σινεμά του Οζόν, ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί τις συμβάσεις της ζωής ή του σινεμά σε κάθε σχεδόν ταινία του, μοιάζει να βρίσκει εδώ το κατάλληλο υλικό για να λειτουργήσει πετυχημένα, οι ερμηνείες παραμένουν ενδιαφέρουσες και η ιστορία, το κλίμα και η διαδρομή της ταινίας τόσο στο επίπεδο της ιστορίας όσο και σε αυτό του ύφους, αρκούν για να σε κρατήσουν σε εγρήγορση. Ισως όχι και για να σε ενθουσιάσουν, μα σίγουρα όχι και να σε απογοητεύσουν...