Η φυματίωση, με όλες τις τραγικές της επιπτώσεις στον άρρωστο (απομόνωση σε σανατόριο και σχεδόν βέβαιος θάνατος ) και στην οικογένειά του (κοινωνικό στίγμα λόγω της μεγάλης μεταδοτικότητας της νόσου) δεν είναι και τόσο μακρινή υπόθεση για την ελληνική κοινωνία. Μέχρι να υπάρξει καλή θεραπευτική αγωγή (στρεπτομυκίνη) και να αρχίσει να παρέχεται δωρεάν από το κράτος φτάσαμε στη δεκαετία του ’70. Είχε προλάβει να εγγραφεί στη συλλογική μας συνείδηση το τραύμα της «φθίσης». Το πένθος χιλιάδων οικογενειών. Η Μαρία Πολυδούρη. Και, φυσικά, η Σωτηρία, το εθνικό μας σανατόριο από το 1905, που ιδρύθηκε. Ο,τι πλησιέστερο σε Μαγικό Βουνό διέθεταν οι φτωχοί και λαϊκοί άνθρωποι για να αναπνέουν καθαρό αέρα και να έχουν στοιχειώδη περίθαλψη.

Οι «Αζήτητοι», το νέο ντοκιμαντέρ της Μαριάννας Οικονόμου («Οταν ο Βάγκνερ συνάντησε τις ντομάτες», «The Greek Bar Jacket» κ.ά), σ΄αυτές ακριβώς τις μαύρες δεκαετίες μάς επιστρέφει – η χειρότερη του ‘40. Χωρίς πρόγραμμα, τυχαία, έπεσε στα χέρια της ένα δυσβάσταχτο «λαβράκι». Μια βροχερή μέρα του 2015, δυό γυναίκες που εργάζονταν στο ραφείο της Σωτηρίας, ανακάλυψαν πετάμενες μέσα στις λάσπες 30 βαλίτσες γεμάτες από 350 μικρά, καλοφτιαγμένα χάρτινα πακετάκια με τα απομεινάρια πεθαμένων φυματικών. Σπαραχτικά γράμματα από γονείς, γυναίκες, άνδρες, αδέλφια και παιδιά. Φωτογραφίες, ταυτότητες, ποιήματα, ζωγραφιές, ανεπίδοτες ερωτικές επιστολές, ακόμα και ένα βαλσάκι σε παρτιτούρα… Κάθε πακετάκι και μια ανθρώπινη τραγωδία. Κάποιες στοργικές νοσοκόμες συνέλεγαν τα προσωπικά τους αντικείμενα για να σταλούν στους συγγενείς τους. Δεν έφταναν πάντα στα χέρια τους, όπως άλλωστε, ακόμα πιο φρικτό, τα ίδια τα σώματά τους. Τάφηκαν σε ομαδικούς τάφους, που βρίσκονται ακόμα, άγνωστο πού ακριβώς, στις αχανείς εκτάσεις της Σωτηρίας.

Οι ευαίσθητες μοδίστρες κινητοποίησαν το νοσοκομείο (ο γιατρός Φώτης Βλαστός παίρνει μέρος στην ταινία) και άρχισε επιχείρηση διάσωσης, καταγραφής και ψηφιοποίησης του υλικού από τις βαλίτσες. Για ένα μελλοντικό μουσείο της «Σωτηρίας». Επιασε δουλειά και η «τυχερή» Οικονόμου για ένα σύνθετο και δύσκολο ντοκιμαντέρ, που δεν αρκείται στο παρελθόν, αλλά ξαναδίνει «ζωή» στους φυματικούς , συνδέοντας τρεις από αυτούς με την οικογένειά τους. Σήμερα.

Αυτή είναι και η ιδιαίτερη πινελιά, η υπεραξία των «Αζήτητων». Θα μπορούσε κάλλιστα η Οικονόμου να αρκεστεί στα ντοκουμέντα - διαθέτει, άλλωστε, ένα σπαραχτικό υλικό, πλήθος από ιστορίες και δυνατά πρωταγωνιστικά πρόσωπα. Θα έκανε τότε ένα καλό, τυπικό, αναμενόμενο, γεμάτο συναίσθημα ντοκιμαντέρ. Ομως, όχι. Μια ακόμα επιχείρηση με σασπένς και αγωνία ξεκινά. Επίμονα τηλεφωνήματα σε απομακρυσμένα χωριά, δημοτολόγια και υπηρεσίες. Αδιέξοδο. Μόνο τρεις επιζώντες ανακαλύπτει τελικά η Οικονόμου, αλλά φτάνουν και περισσεύουν. Είναι ο Αντωνάκης, που δεν έμαθε ποτέ γιατί πέθανε ο μπαμπάς του (έπρεπε να μείνει μυστικό το στίγμα της φθίσης). Είναι και ο Νικόλας, που παίρνει στα χέρια την παρτιτούρα του μουσικού μπαμπά του, τη δίνει στο δικό του παιδί να την παίξει, ο ίδιος δεν ξέρει νότες, αλλά τραγουδάει έναν δικό του, δημοτικοφανή αμανέ για τον χαμένο του πατέρα. Η δική τους συντριβή μπροστά στην κάμερα δεν κάνει τους «Αζήτητους» εύκολη υπόθεση για τους θεατές. Μα ποιο καλό ντοκιμαντέρ είναι;