Ο Aρθουρ Μπρέναν φτάνει στην άλλη μεριά του κόσμου, σε ένα πυκνό δάσος στους πρόποδες του Oρους Φούτζι της Ιαπωνίας, το γνωστό Δάσος των Αυτοκτονιών, το τέλειο μέρος για να πεθάνεις. Περιπλανώμενος, συναντά τον Ιάπωνα Τακούμι, ο οποίος δεν επιθυμεί πια να πεθάνει αλλά έχει χάσει τον δρόμο του. Μη μπορώντας να τον αφήσει πίσω, ο Aρθουρ επενδύει όση ενέργεια τού έχει απομείνει για να σώσει τον Τακούμι. Η μάχη τους να επιβιώσουν και να αποδράσουν από το δάσος θα φέρει πίσω επώδυνες αναμνήσεις της πεθαμένης του γυναίκας, αλλά ο Aρθουρ θα συνειδητοποιήσει ότι η δοκιμασία αυτή δεν είναι παρά ένα δώρο που θα αλλάξει τα πάντα.
Το «Μια Θάλασσα από Δέντρα» είναι μια κακή ταινία. Είναι τόσο απλό και δεν θα χρειαζόταν να γράψει κανείς τίποτα περισσότερο, αν δεν την υπέγραφε ο Γκας Βαν Σαντ και δεν ερχόταν ως η ταινία που περιμέναν όλοι πως θα ξεπλύνει το αμαρτωλό παρελθόν του «Restless» του 2011 και του «Promised Land» του 2012.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η φιλμογραφία του αγγίζει ιστορικά χαμηλά, ούτε παράλογο να περιμένει κανείς μια εκ νέου αρχή από ένα σκηνοθέτη που το έχει κάνει ξανά στο παρελθόν, αλλά ας σταθούμε στο μάλλον «τρεις και κάηκε» παρόν του Γκας Βαν Σαντ που εδώ μοιάζει πλέον να τερματίζει τον κακό του εαυτό σαν να μην υπήρξε ποτέ ο σκηνοθέτης του «My Own Private Idaho», του «Ελέφαντα» και του «Milk» για να αναφερθεί κανείς μόνο σε τρία από τα αριστουργήματα της φιλμογραφίας του.
Προσπαθήστε να χωρέσετε την όλο υποσχέσεις υπόθεση του «Μια Θάλασσα από Δέντρα» - ένας άντρας (Μάθιου ΜακΚόναχεϊ) που μετά το θάνατο της γυναίκας του (Ναόμι Γουοτς) πηγαίνει στο θρυλικό δάσος Αοκιγκαχάρα στην Ιαπωνία για να αυτοκτονήσει - στη μορφή ενός κλισέ, cheesy και new age μελοδράματος που εκτυλίσσεται ταυτόχρονα στο παρόν, μέσα στο πυκνό πανέμορφο και αφιλόξενο δάσος όπου ο ήρωας θα συναντήσει έναν ακόμη αυτόχειρα (Κεν Γουατανάμπε) και στο παρελθόν, στη σχέση του με τη συζυγό του.
Ο,τι ξεκινάει σαν ένα βωβό (σχεδόν στο στιλ του "Gerry") οδοιπορικό δύο αντρών μέσα στη φύση εξελίσσεται σκηνή με τη σκηνή σε ένα δράμα (#diplhs) άνευ προηγουμένου, όπου ο Γκας Βαν Σαντ σκηνοθετεί σαν να βρίσκεται παραδομένος μέσα στις σελίδες ολόκληρης της βιβλιογραφίας του Νίκολας Σπαρκς μαζί.»
Στις φωτογενείς σκηνές του δάσους προσπαθεί να στήσει με πενιχρά αποτελέσματα και αφελείς σινεφίλ αναφορές ένα survival guide με στοιχεία new age, αναποφάσιστος αν αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να προκαλέσει τον τρόμο, να κατασκευάσει ένα ονειρικό σύμπαν ή να στοχαστεί πάνω στο νόημα της ζωής.
Στις σκηνές του παρελθόντος μοιάζει να σκηνοθετεί μέσω skype αφού ο Μάθιου ΜακΚόναχεϊ και η Νάομι Γουοτς μοιάζουν αρχικά να παίζουν σε ένα ρεαλιστικό οικογενειακό δράμα πριν καταλήξουν ατυχείς πρωταγωνιστές σε καθημερινή σαπουνόπερα επιπέδου «Οικογενειακές Ιστορίες».
Μάταια προσπαθείς να απομονώσεις στιγμές που θα έκαναν το παραπάνω οικοδόμημα να έχει νόημα, μάταια προσπαθείς να βρεις κάτι σε όλα αυτά που λένε οι ήρωες του της ταινίας που να μην αγγίζει τα όρια του απαγορευτικά κλισέ, μάταια ο Μάθιου ΜακΚόναχεϊ παίζει πιο σωματικά από ποτέ προσπαθώντας να πείσει για τον πόνο του ηρωά του και μάταια ελπίζεις πως λίγο πριν την απόλυτη καταστροφή ο Γκας Βαν Σαντ θα «ξυπνήσει» από το λήθαργο και θα κάνει ακόμη και μια τέτοια ταινία να μοιάζει... απαραίτητη.
Αποτυχημένη τόσο ως ένα φιλοσοφικό δοκίμιο πάνω στο θάνατο, όσο και ως ένα σχόλιο πάνω στο μελόδραμα, το «Μια Θάλασσα από Δέντρα» (σε σενάριο του Κρις Σπάρλινγκ του εξαιρετικού «Buried») βρίσκει τον Γκας Βαν Σαντ σχεδόν απόντα, να μην ξέρει τι ακριβώς κάνει, ούτε για ποιο λόγο το κάνει, πέρα από το mainstream και ακόμη πιο πέρα από το εύκολο, το προφανές και το άθελα του γελοίο.
Χαμένος κι αυτός, όπως και ο ήρωάς του, μέσα σε ένα δάσος από προσδοκίες, υποσχέσεις και λεπτές γραμμές που χωρίζουν τη ζωή από το θάνατο, την πραγματικότητα από τη φαντασία και κυρίως την αλήθεια από το ψέμα.