Ο Μάκης είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια των αυτοκινητοδρόμων. Είναι μοναχικός, σιωπηλός, μελαγχολικός. Είναι φανερό πως κάτω από τα μαλλιά που συνεχώς τακτοποιεί και τη θλίψη στα μάτια του κρύβεται μια ιστορία από το παρελθόν. Ο,τι αποτελεί τον κόσμο του βρίσκεται μέσα στο βαν που οδηγεί με το χαρακτηριστικό όνομα Goliath και στην εμμονή του να γίνουν όλα σωστά - καμιά φορά και στα μαθήματα χορού που κάνει με τον φλύαρο κολλητό του.
Θεωρητικά όλα πηγαίνουν καλά, αν οι άνθρωποι που ζουν αυτοσχέδια σε μια παραγκούπολη δίπλα στον αυτοκινητόδρομο δεν ξεκολλούσαν διαρκώς τα αυτοκόλλητα με τα ψεύτικα πουλιά που προστατεύουν τα αληθινά να μην σκοτωθούν πάνω στα γυάλινα τοιχία που βρίσκονται τοποθετημένα εκεί για τη μείωση της ηχορύπανσης.
Γιατί το κάνουν; Για δύο διαφορετικούς, αλλά εξίσου σημαντικούς λόγους. Γιατί αντιστέκονται στη νέα τάξη πραγμάτων που θέλει τους αυτοκινητοδρόμους μεγάλους, τα εμπορικά κέντρα ακόμη μεγαλύτερα και το φαγητό πλαστικό. Και γιατί τρέφονται με τα σκοτωμένα πουλιά - σε μια σειρά από ευφάνταστες συνταγές και τρόπους μαγειρέματος. Ο Μάκης ανήκει στον κόσμο της προόδου που απορρίπτουν, τον απομακρύνουν διαρκώς, μέχρι τη στιγμή που θα αποφασίσουν να τον χρησιμοποιήσουν και η νεαρή, ατίθαση Μαρία θα πέσει κυριολεκτικά… πάνω του.
Με βαθιά ρομαντική διάθεση, την αγάπη του, γνώριμη από τις μικρού μήκους ταινίες του, για την off beat κωμωδία οπου όλα είναι κάπως λοξά και, εδώ ειδικά, με μια διάθεση που θυμίζει ρετρό φωτορομάντζο ή και ένα κόμικ εν εξελίξει, ο Χάρης Ραφτογιάννης επιστρέφει στις απαρχές των αρχετυπικών κινιηματογραφικών αταίριαστων εραστών για να φτιάξει το δικό του boy meets girl με φόντο μια πόλη χωρίς όνομα που οι εργολάβοι διστάζουν να φτιάξουν μεγάλες μπαλκονόπορτες για να κρύψουν τη θέα και οι έννοιες της ασφάλειας και της ελευθερίας παραμένουν ασαφείς στο βωμό μιας διαρκούς σύγχυσης.
Φωτογραφημένο ευρηματικά με ποπ πλαστικότητα από την Χριστίνα Μουμούρη, το σύμπαν του «Ποταμιού» είναι κάτι παραπάνω από γοητευτικό, ανοιχτό τελικά σε όλες τις διαφορετικές διαθέσεις πάνω στις οποίες ο Ραφτογιάννης κινείται άλλοτε με αυτοπεποίθηση (κυρίως στις πιο εσωτερικές, υπαρξιακές στιγμές) και άλλοτε - παιχνιδιάρικα μεν, όχι όμως πάντα και με αιτία - δοκιμάζοντας τα όρια και του μινιμαλιστικού σεναριακού του ιστού και των απαιτητικών ερμηνευτικών ακροβασιών που έχουν αναλάβει οι ηθοποιοί του.
Ο Μάκης Παπαδημητρίου στηρίζει με εμπειρία το «θίασο» των διαφορετικών ανθρώπων που κατοικούν σε αυτήν την πόλη - και αυτήν την ταινία, απέναντι σε μια ορμητική αλλά όχι πάντα αρκετή Στεφανία Σωτηροπούλου, καθώς η αποσπασματικότητα των σκηνών, τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, και η εμμονή στο οff που απλώνονται σε όλο το μήκος αυτού του «Ποταμιού» κάνουν το συναισθηματικό ρεύμα προς το φινάλε να διακόπτεται πολλές φορές εκεί που θα μπορούσε να τρέχει ορμητικό προς μια μικρή σε διαστάσεις αλλά με μεγάλες υπαρξιακές και (γιατι όχι;) αντι-καπιταλιστικές αναζητήσεις ρομαντική κομεντί.