Τα δικαιώματα για τη μεταφορά του μυθιστορήματος του Νέλσον Αλγκρεν «Ο Ανθρωπος με το Χρυσό Xέρι» είχαν αγοραστεί το 1949, την ίδια χρονιά της έκδοσης του, για λογαριασμό του Τζον Γκάρφιλντ, ο οποίος σκόπευε να πρωταγωνιστήσει στην κινηματογραφική διασκευή της ιστορίας ενός επαγγελματία χαρτοπαίκτη και ερασιτέχνη ντράμερ, βετεράνου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που εθισμένος στην μορφίνη προσπαθεί να επιβιώσει στις κακόφημες γειτονιές του Σικάγο. Η επιτροπή καταλληλότητας όμως δεν έδωσε το πράσινο φως για να προχωρήσει η παραγωγή της ταινίας καθώς θεωρήθηκε απαράδεκτη η απεικόνιση της παράνομης διακίνησης και χρήσης ναρκωτικών ουσιών.

Οταν ο Τζον Γκάρφιλντ πέθανε το 1952, τα δικαιώματα πέρασαν από την οικογένεια του, στον Οτο Πρέμινγκερ, ο οποίος είχε κάνει επιτυχία αμέσως το προηγούμενο διάστημα με το «The Moon is Blue» που δεν είχε πάρει έγκριση από την επιτροπή καταλληλότητας. Ετσι ο Πρέμινγκερ προχώρησε στην παραγωγή του «Ο Ανθρωπος με το Χρυσό Χέρι», ιδρύοντας δική του εταιρία και δίνοντας στον ίδιο τον Αλγκρεν την υπογραφή του σεναρίου. Οι σχέσεις των δυο αντρών όμως δεν υπήρξαν αγαστές και έτσι το σενάριο συνυπέγραψε με τον Πρέμινγκερ ο Γουόλτερ Νιούμαν, συνυπεύθυνος και για τις τεράστιες διαφορές της ταινίας με το πρωτότυπο υλικό της.

Συνεπαρμένος από το θέμα του «εθισμού», ο Οτο Πρέμινγκερ αφαίρεσε σχεδόν ολοκληρωτικά από την ιστορία τη θητεία του πρωταγωνιστή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εμφανίζοντάς τον στην πρώτη σκηνή να επιστρέφει από ένα διάστημα αποτοξίνωσης σε κλινική. Ο εθισμός του, όπως αναφέρει σε σκηνή της ταινίας, προέκυψε απλά «για την πλάκα», ενώ το θέμα της χρήσης έγινε ουσιαστικά κεντρικό στην ιστορία του από εκεί που αρχικά ήταν περιφερειακό. Στην πραγματικότητα, ολόκληρη η ταινία του Πρέμινγκερ είναι ένα αριστοτεχνικό θρίλερ που διασχίζει το σκηνικό μέσα στο κινηματογραφικό στούντιο όπου γυρίστηκε σαν να περιπλανιέται μέσα στους διαδρόμους του μυαλού ενός junkie, ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας κλίμακες ανάγκης και στέρησης, ανεξέλεγκτου ντελίριου και οργής, καταλήγοντας σε πολλαπλά αδιέξοδα επιστροφής στο μηδέν.

Σε μια από τις πιο σκληρές, σκοτεινές απεικονίσεις της ζωής ανθρώπων που δεν τους επιτρέπεται να αγαπήσουν, να αλλάξουν ζωή, να ευτυχήσουν, καταδικασμένοι να περιστρέφονται κι αυτοί γύρω από συνεχείς λάθος αποφάσεις και την ανάγκη για επιβίωση, ο Οτο Πρέμινγκερ κάνει με τον «Ανθρωπο με το Χρυσό Χέρι» τη δική του τομή πάνω στο αμερικάνικο όνειρο. Ο Φράνκι Μασίν, με το χρυσό χέρι λόγω της φήμης του στα χαρτιά, θα απαντήσει στο πρώτο «τι κάνεις;» που θα του απευθυνθεί με την επιστροφή του ότι «Είμαι καθαρός». Αλλά πριν από όλους η ίδια η ταινία προδίδει πως ο νέος αυτός εαυτός του δεν θα διαρκέσει για πολύ. Οι λογαριασμοί του με το παρελθόν, η αδυναμία της θέλησης του και ένα μωσαϊκό ανθρώπων που τον κρατάνε καθηλωμένο στη φυλακή της εξάρτησης του, όλα θα τον οδηγήσουν ξανά και ξανά στο καταφύγιο/φυλακή της χρήσης.

Και εκεί ο Ότο Πρέμινγκερ, αδιάφορος όχι μόνο για επιτροπές καταλληλότητας ή για πολιτικές ορθότητας, θα σταθεί στο πλευρό του ήρωα του δίνοντας του ξανά και ξανά την ευκαιρία να σηκωθεί και να αποδείξει ότι μπορεί να κερδίσει το στοίχημα, πριν απ’ όλα με την ίδια τη ζωή του. Στο σαν βγαλμένο από έναν ζωντανό εφιάλτη βλέμμα, το κορμί του που μοιάζει λες και μικραίνει κάθε φορά που υποφέρει, τα χέρια του που τρέμουν ή προσπαθούν να παίξουν τα ντραμς, σε κάθε μικρή ή μεγάλη κίνηση του Φρανκ Σινάτρα, το αμερικάνικο σινεμά ενηλικιώνεται εν μέσω των 50s με μια ταινία που θα πειράξει το τιμωρητικό φινάλε του βιβλίου στο οποίο βασίζεται (εκεί ο ήρωας αυτοκτονεί) για να τον βάλει σε μια τροχιά οριστικής δεύτερης ευκαιρίας.

Στο πλάνο που ολοκληρώνει τον «Ανθρωπο με το Χρυσό Χέρι», εκεί όπου ο Φρανκ Σινάτρα φεύγει μαζί με την Κιμ Νόβακ (η τελευταία σε μια τεράστια ερμηνεία) ακόμη όμως και τα happy ends και έχουν πλέον δώσει τη θέση τους σε κάτι πιο σκοτεινό από το αμερικάνικο όνειρο ή κάτι πιο κατακερματισμένο το χέρι που όρισε την αρχή της συνεργασίας του Σολ Μπας με τον Οτο Πρέμινγκερ στους θρυλικούς τίτλους της ταινίας.