Μία ιδιοφυής, μα ανισόρροπη πλαστική χειρούργος ανακαλύπτει ότι ο αδελφός της δολοφονήθηκε από έναν πληρωμένο εκτελεστή, ονόματι Φρανκ Κίτσεν. Ψάχνοντας εκδίκηση, θα τον αιχμαλωτίσει και θα πραγματοποιήσει πάνω του μία εγχείρηση αλλαγής φύλου. Πλέον, ο Φρανκ είναι αναγκασμένος να ζήσει ως γυναίκα. Μπερδεμένος, τσαντισμένος και πιο μάτσο από ποτέ, θα ξεκινήσει κι ο ίδιος με τη σειρά του μια προσπάθεια να εκδικηθεί όσους τον έφεραν σε αυτή τη θέση.
Οταν μια ταινία δεν μπορεί να αποφασίσει ούτε καν για τον τίτλο της (μέχρι τώρα έχει αλλάξει περίπου τέσσερις, με κάποιους από τους οποίους κυκλοφόρησε σε διαφορετικές χώρες, δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση), τότε μπορείς ήδη να καταλάβεις ότι κάτι δεν πάει καλά. Μια τέτοια περίπτωση είναι η ανεκδιήγητη «Διπλή Εκδίκηση» (ή «The Assignment» ή «(Re)Assignment» ή «Tomboy» ή «Revenger») του Γουόλτερ Χιλ, ενός κάποτε αξιόλογου σκηνοθέτη που πάντα φλέρταρε ευφυώς με το b-movie, γνωστού περισσότερο για τα cult «The Driver» (1978) και «The Warriors» (1979) και την περιπέτεια «48 Ωρες» (1982) με τον Εντι Μέρφι, αλλά και ως παραγωγός και σεναριογράφος κάποιων από τις ταινίες της σειράς «Alien».
Και δεν αναφερόμαστε μονάχα στο όχι και τόσο πολιτικά ορθό και εξαρχής βαθιά προβληματικό σεναριακό εύρημα της καταναγκαστικής επέμβασης αλλαγής φύλου ως τιμωρίας, το οποίο προκάλεσε εύλογα τις αντιδράσεις της LGBTQ κοινότητας, πριν ακόμα η ταινία βρει το δρόμο της για τις κινηματογραφικές αίθουσες. Ούτε για τις (επιφανειακές) ομοιότητες με το «Δέρμα που Κατοικώ» (2011) του Πέδρο Αλμοδόβαρ, όπου η δίψα για μια ακραία πράξη εκδίκησης αποτελούσε επίσης την αφετηρία για μια ανάλογη χειρουργική επέμβαση και την αναμενόμενη κρίση ταυτότητας που επακολουθεί.
Φυσικά, το λιγότερο για το οποίο μπορεί να κατηγορήσει κανείς τον Χιλ είναι η αντιγραφή: άλλωστε, σύμφωνα με τα λεγόμενα του σκηνοθέτη η «Διπλή Εκδίκηση» προερχόταν από ένα σενάριο που είχε εδώ και σαράντα περίπου χρόνια στο συρτάρι του – και μάλλον εκεί θα έπρεπε να έχει μείνει.
Δεν είναι τόσο η εικόνα της Μισέλ Ροντρίγκεζ με ολοφάνερα ψεύτικο μούσι, την πιο αφύσικη τριχοφυΐα που είδαμε ποτέ στο σινεμά να κοσμεί το εξίσου αλλόκοτο «ανδρικό» στήθος της κι ένα προσθετικό πέος, με τα οποία προσπαθεί μάταια να πείσει ως μάτσο επαγγελματίας εκτελεστής – έστω κι αν η παραπάνω σκηνή στην αρχή της ταινίας ακυρώνει αμέσως οποιαδήποτε αληθοφάνεια για όσα θα ακολουθήσουν. Ούτε η άγαρμπη προσπάθεια του Χιλ να προκαλέσει με την τάχα μου αμφιλεγόμενη θεματική του ή να μιμηθεί ατυχώς σκηνοθέτες (που πιθανότατα ο ίδιος είχε επηρεάσει στο παρελθόν) όπως ο Κουέντιν Ταραντίνο και ο Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ, φιλοξενώντας την πιο ανιαρή αλληλουχία εκδικητικών φόνων που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια ή μια σειρά από animated ιντερλούδια κομιξίστικων επιρροών αλά «Sin City» – μια τακτική που ο ίδιος είχε επιστρατεύσει ήδη από το κλασικό «The Warriors» του 1979. Και φυσικά όχι η -τουλάχιστον απολαυστική- παρουσία της Σιγκούρνι Γουίβερ ως παρανοϊκής πλαστικής χειρουργού με μια αντισυμβατική ιδέα για το κοινωνικό της καθήκον ως επιστήμονα, που περιφέρεται με ζουρλομανδύα ως άλλος Χάνιμπαλ Λέκτερ, εκσφενδονίζοντας τσιτάτα του Πόε και του Σαίξπηρ. Για να μη μιλήσουμε για τον σεξιστικό και στερεοτυπικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει σχεδόν κάθε γυναικείο χαρακτήρα στην ταινία.
Είναι κυρίως ο αμήχανος και αταίριαστα σοβαροφανής τρόπος με τον οποίο ο Χιλ προσπαθεί να χειριστεί μια ολότελα εξωφρενική σεναριακή ιδέα, χωρίς να μπορεί να αποφασίσει ούτε να την τραβήξει στα άκρα ενός πραγματικού και απενοχοποιημένου exploitation που θα είχε από την αρχή πάνω του τη σφραγίδα μιας ηθελημένα camp δημιουργίας, αλλά και χωρίς να διαθέτει την ικανότητα να αντιμετωπίσει με την απαιτούμενη προσοχή το ριψοκίνδυνο υλικό του και να εμβαθύνει ουσιαστικά στην αναμενόμενα σύνθετη ψυχολογία της ηρωίδας του.
Και παρά τις γενναιόδωρα αποκαλυπτικές σκηνές της Ροντρίγκεζ να πιάνει τρομοκρατημένη τα στήθη και το αιδοίο της (ή πιθανότατα κάποιας body double) σα να μην πιστεύει στα μάτια της, ο Χιλ αρνείται να αντιμετωπίσει τουλάχιστον με ανάλογη ευθύτητα τις ερωτικές της σκηνές, όχι τόσο από σεβασμό ή διακριτικότητα, αλλά μάλλον από απόλυτη αμηχανία και άγνοια για το πώς να απεικονίσει τη σεξουαλικότητα ενός (έστω και με το ζόρι) transgender ατόμου.
Δυστυχώς, η «Διπλή Εκδίκηση» δεν είναι εν τέλει ούτε καν το ευπρόσδεκτα ένοχα απολαυστικό ανοσιούργημα στο οποίο θα ήλπιζε κανείς ούτε φυσικά ένα παρεξηγημένο μελλοντικό cult φιλμ: είναι περισσότερο μια κακή, και πρωτίστως ασυγχώρητα αποπροσανατολισμένη, ταινία που δεν μπορεί (ή δεν ξέρει πώς) να χειριστεί το απίστευτο σενάριο που οι δημιουργοί της αποφάσισαν να ανασύρουν από τη λήθη.