Απ' όταν η γυναίκα του κάηκε σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ο γιατρός Ρομπέρ Λεντγκάρντ, ειδικός στην πλαστική χειρουργική, προσπαθεί να δημιουργήσει ένα τεχνητό δέρμα που θα μπορούσε να την είχε σώσει. Μετά από δώδεκα χρόνια, κατορθώνει να κατασκευάσει ένα τέτοιο δέρμα που μπορεί να είναι ασπίδα απέναντι σε κάθε επίθεση. Εκτός από τα χρόνια που ξοδεύει στην έρευνα και τα πειράματά του, ο Ρομπέρ χρειάζεται τρία ακόμη πράγματα: καμιά ηθική αναστολή, έναν βοηθό, κι ένα ανθρώπινο πειραματόζωο. Οι ηθικές αναστολές δεν υπήρξαν πρόβλημα, ενώ η Μαρίλια, η γυναίκα που τον φρόντιζε απ την μέρα που γεννήθηκε είναι η πιο πιστή συνεργός. Οσο για το ανθρώπινο πειραματόζωο...

Αν σηκώσεις το «Δέρμα Που Κατοικώ» αυτό που θα βρεις από κάτω είναι όλα αυτά που εδώ και τρεις δεκαετίες προσπαθεί να πει ο Πέδρο Αλμοδόβαρ με κάθε του καινούρια ταινία. Ολα αυτά που μέσα στα χρόνια έκαναν το σινεμά του να εισπνέει και να εκπνέει στο πολλαπλάσιο σινεφίλ αναφορές, κιτς υπερβολες, queer εξτραβαγκάντζες, μελοδραματικές εκρήξεις και πάνω απ' όλα ιστορίες πάθους φτιαγμένες για να ποτίσουν ανεξίτηλα το σελιλόιντ με την υψηλή τους – σχεδόν απαγορευτική για το σύγχρονο σινεμά – περιεκτικότητα σε ανθρώπινη αδυναμία.

Προσπαθώντας για χρόνια να αποδράσει από όλα όσα μπορεί να φυλακίσουν έναν γκέι άνδρα, έναν νεαρό δημιουργό που ανήκε στο πιο σημαντικό underground κίνημα που γεννήθηκε ποτέ στη Μαδρίτη (Movida), ένα παιδί που γεννήθηκε σε μια φτωχή καθολική οικογένεια στην επαρχία και έναν σκηνοθέτη που για χρόνια όλοι αντιμετώπιζαν ως ένα «αστείο», ο Αλμοδοβάρ έκανε τις αδυναμίες του δύναμη, τα απωθημένα του διαλόγους και τις εμμονές του εικόνες. Δημιουργώντας ένα φιλμικό σύμπαν γεμάτο από ανθρώπους που προσπαθούν και αυτοί όπως και ο ίδιος να αποδράσουν. Από την οικογένεια τους, τους εραστές τους, το παρελθόν τους, το φύλο τους...

Δεν είναι λοιπόν παράξενο που ο Αλμοδοβάρ φτάνει στα 62 του χρόνια στο «Δέρμα Που Κατοικώ» έχοντας κατακτήσει τη δική του ελευθερία. Αντίθετα με την ηρωίδα του που ζει φυλακισμένη σε μια έπαυλη (ως άλλος «Πολίτης Κέιν»), αναγκασμένη να είναι το καθημερινό θέαμα/παιχνίδι/πειραματόζωο/ερωτικό αντικείμενο του δεσμοφύλακα της, ο Αλμοδόβαρ μιλάει για πρώτη φορά με μια απελευθερωτική διαύγεια για το σημαντικότερο ίσως θέμα ολόκληρης του έργου του: τον εγκλεισμό.

Και για να το κάνει επιλέγει σοφά τη φόρμα του θρίλερ, ενός είδους με το οποίο φλέρταρε περισσότερες από μια φορές στην φιλμογραφία του (από το «Δέσε Με» μέχρι τα «Ψηλά Τακούνια» και από το «Μίλα Της» μέχρι τις «Ραγισμένες Αγκαλιές») και που εδώ αποθεώνει σε έναν απροκάλυπτο φόρο τιμής στον Αλφρεντ Χίτσκοκ. Κλειδωμένη μέσα σε ένα δωμάτιο, η Βέρα είναι μια σύγχρονη Τζούντι από τον «Δεσμώτη του Ιλίγγου», μια γυναίκα που αναγκάζεται να μεταμορφωθεί για να ικανοποιήσει την εμμονή ενός άντρα. Και αν στον Χίτσκοκ η «μεταμόρφωση» είχε να κάνει με το χρώμα των μαλλιών και την κόμμωση, στον πληθωρικό Αλμοδοβάρ η αλλαγή αφορά ολόκληρο το σώμα και το δέρμα που το περιβάλλει.

Η φιγούρα της Βέρα καλυμένης συνεχώς με ένα ελαστικό κολάν που διαγράφει τη σιλουέτα της, δεν είναι αποτέλεσμα μιας εικαστικής άποψης που βολεύει τα αρχιτεκτονικά οριζόντια πλάνα με τα οποία την κινηματογραφεί ο Αλμοδοβάρ. Ο,τι σκεπάζει το σώμα αυτής της γυναίκας είναι ακόμη μια φυλακή που σε μια έξαρση συμβολισμού φτάνει μέχρι τις οδαλίσκες του Γκόγια και του Μανέ για να καταλήξει σε μια ανατριχιαστική απεικόνιση ενός τέρατος, πίσω δηλαδή στον Δρ. Φρανκεστάιν, στα «Μάτια Δίχως Πρόσωπο» του Ζορζ Φρανζί και τις αράχνες της Λουίζ Μπουρζουά.

Δεν έχει, όμως, σημασία. Οι αναφορές μέσα από τις οποίες ο Αλμοδοβάρ συνθέτει το «Δέρμα Που Κατοικώ» είναι περισσότερες απ' όσες μπορεί να αντέξει ακόμη και ο πιο κατατοπισμένος σινεφίλ ή ο πιο ενημερωμένος φίλος της σύγχρονης Τέχνης. Ακόμη και ο αναγνώστης του «Mygale» του Τιερί Ζονκε, στο οποιό βασίζεται το σενάριο του φιλμ θα δυσκολευτεί να βρει κάτι περισσότερο από μια έμπνευση. Ισως γιατί, όπως, σε όλο το έργο του Αλμοδοβάρ κανένας φόρος τιμής δεν είναι μεγαλύτερος από αυτόν που κάνει στον άνθρωπο.

Τοποθετώντας στο ίδιο στρατόπεδο δύο αιώνιους αντιπάλους, ο Αλμοδοβάρ περιστρέφει τα κέντρα εξουσίας και τις θεματικές της επιθυμίας και της σεξουαλικής ταυτότητας ανάμεσα σε έναν άνδρα και μια γυναίκα μοιράζοντας κυριολεκτικά και μεταφορικά σε τρεις χαρακτήρες τον ίδιο άνθρωπο. Η Βέρα της Ελενα Ανάγια δεν είναι λιγότερο αλμοδοβαρική ηρωίδα από τον Ρομπέρ του Αντόνιο Μπαντέρας, ακριβώς όπως ο Ρομπέρ καταλαβαίνουμε νωρίς πως είναι τελικά ο πραγματικός φυλακισμένος ήρωας της ταινίας. Ενας άντρας τυφλωμένος από εκδίκηση, πάθος και παθολογική εμμονή. Καταδικασμένος να μείνει για πάντα σε ένα νεκρό παρελθόν που προσπαθεί να αναστήσει με σύμμαχο την επιστήμη.

Καμία επιστήμη, όμως, δεν υπήρξε ποτέ ικανή να ανασυνθέσει τους πόρους από τους οποίους αναβλύζει η ανάγκη για επιβίωση, για ζωή και για απόλυτη ελευθερία. Ξένο ή δικό σου το δέρμα υπάρχει μόνο για να σε προστατεύει. Οχι για να σε ορίζει. Και αυτό είναι κάτι που ο Αλμοδοβάρ το ξέρει καλύτερα απ' όλους.

Στο πρόσωπο της Βέρας (το μόνο που μένει ακάλυπτο από τον χειρουργικό μανδύα), βρίσκει για πρώτη φορά στο έργο του ένα καθαρό alter-ego. Και στην ίσως πιο προσωπική του ταινία, ταυτίζεται μαζί της ανάγοντας την αγωνία της να αποδράσει από όλα όσα την κρατούν φυλακισμένη – με κορυφαίο το κορμί της - σε μια μεγαλειώδη πράξη συμφιλίωσης με όλα αυτά που είμαστε και αυτά που δεν θα τολμήσουμε ποτέ να αποδεχτούμε ότι μπορούμε – έστω και με τη βία - να γίνουμε.

Και αυτό είναι η πραγματικά μεγάλη ανατροπή της τελευταίας ταινίας του Πέδρο Αλμοδόβαρ. Αυτό το άλλο, που αποκαλύπτεται στη μέση του φιλμ, ξύνει απλά την επιφάνεια για να μπορέσεις να δεις καθαρά ό,τι πιο τρομακτικό και ταυτόχρονα συναρπαστικό μπορεί να κρύβεται κάτω από το δέρμα που κατοικείς.