Ya’aburnee, που μεταφράζεται κυριολεκτικά ως «θάβεις τον τάφο μου», με αυτή την αραβική φράση εκφράζεται η επιθυμία να πεθάνει κάποιος πρώτος, ώστε να μην βιώσει την ανυπόφορη απώλεια του αγαπημένου του προσώπου. Στο μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Σιμόν Ριτ, δύο μικρά παιδιά έρχονται αντιμέτωπα με τον θάνατο, ο οποίος σηματοδοτεί όχι το τέλος αλλά την αρχή της ιστορίας τους.
Τα αδέρφια Τόνι και Νοέ περνούν τις ημέρες του καλοκαιριού στην παραθαλάσσια γαλλική πόλη Ρουαγιάν ανταγωνιζόμενοι ο ένας τον άλλον σε ριψοκίνδυνα παιχνίδια θάρρους, ώσπου ένα παράτολμο βήμα αλλάζει ανεπανόρθωτα την τροχιά της ζωής τους. Στο μεταξύ, οι γονείς τους χωρίζουν βίαια και αναγκάζονται εν μια νυκτί να μετακομίσουν και να αποχωριστούν την παιδική τους φίλη (και πρώτο τους έρωτα) Κασσαντρά.
Δέκα χρόνια μετά, πλέον στο κατώφλι της ενηλικίωσης, επιστρέφουν στην κατοικία των παιδικών τους χρόνων, με αφορμή την κηδεία του απομονωμένου πατέρα τους. Εκεί συναντούν ξανά την Κασσαντρά, η οποία είναι η μόνη που γνωρίζει το επτασφράγιστο μυστικό που ενώνει και δεσμεύει τα δύο αδέρφια. Αυτή η γνώση αποτελεί μονάχα μια θολή ανάμνηση, όπως τα ψέματα που πλάθει η παιδική φαντασία. Στην πραγματικότητα, κανείς - παρά μόνο οι ίδιοι - δεν γνωρίζει την μυστική συμφωνία που έχουν συνάψει άθελά τους τα δύο αδέλφια και τι είδους επώδυνες θυσίες συνεπάγεται αυτή.
«Κοιτάμε τον κόσμο μια φορά, όταν είμαστε παιδιά. Τα υπόλοιπα είναι μνήμη,» καταλήγει στο ποίημα της με τίτλο «Νόστος» η Λουίζ Γκλικ. Με αφορμή αυτή την πρωτογενή μνήμη, η ταινία ξεκινά με μια αναδρομή στην παιδική ηλικία των πρωταγωνιστών. Ενα αφελές παιδικό παιχνίδι οδηγεί σε ένα τραγικό ατύχημα και σε ένα θαύμα που μετατρέπεται σε κατάρα.
Ο Ριτ αξιοποιεί τις συμβάσεις του μαγικού ρεαλισμού και της τραγωδίας και δημιουργεί μια αισθητηριακή κινηματογραφική εμπειρία που εξερευνά (και υπερβαίνει) τα όρια της αδερφικής αγάπης προσεγγίζοντας παράλληλα τις εκφάνσεις της ενηλικίωσης, του έρωτα, της ζωής και του θανάτου με μια μυστηριακή διάθεση.
Η φωτεινή και θερμή χρωματική παλέτα και τα μακρινά πλάνα που εκμεταλλεύονται το εντυπωσιακό φυσικό τοπίο και δίνουν έμφαση και χρόνο σε κάθε κίνηση να ξεδιπλωθεί και να αιχμαλωτίσει το βλέμμα, καθώς και το ατμοσφαιρικό sound design, απεικονίζουν τις αντιφάσεις μεταξύ των οποίων ακροβατεί το σενάριο. Το φως και το σκοτάδι, τη σωτηρία και την καταδίκη, την αγάπη και το μίσος.
Ο σκηνοθέτης επιχειρεί να παρουσιάσει με ειλικρίνεια και αυθορμητισμό την ζωή των νέων με την εφηβική ανεμελιά, τα πάρτι και τα ερωτικά ειδύλλια, γι’ αυτό και δεν συνεργάζεται με επαγγελματίες ηθοποιούς. Ολοι οι νεαροί πρωταγωνιστές είναι πρωτοεμφανιζόμενοι, δίχως προϋπηρεσία στην υποκριτική. Στις συνεντεύξεις του με αφορμή την πρεμιέρα της ταινίας στην Εβδομάδας Κριτικής του Φεστιβάλ Καννών, 2022, ο Ριτ αποκαλύπτει ότι εντόπισε τους πρωταγωνιστές μέσω ίνσταγκραμ και προσάρμοσε το σενάριο βάσει της προσωπικής τους ιστορίας. Ο Ρεϊμόν και Σιμόν Μπορ είναι αδέρφια και επαγγελματίες πρωταθλητές της πολεμικής τέχνης kung fu. Μάλιστα, κατά την πρώτη τους συνάντηση με τον σκηνοθέτη, ένας από αυτούς είπε, «Εχω περάσει όλη μου την ζωή σκοτώνοντας τον αδερφό μου», αναφερόμενος στην τελετουργικότητα της πολεμικής τέχνης στην οποία προπονούνται μαζί από παιδιά. Αυτή η ιδιότητα τους ενέπνευσε τον σκηνοθέτη να αξιοποιήσει την πλαστικότητα των σωμάτων τους και να δώσει έμφαση στην αλληλεπίδραση τους. Στην ταινία, οι ρόλοι αντιστρέφονται και ο μικρότερος αδερφός υποδύεται τον μεγαλύτερο, δημιουργώντας ακόμα μια ενδιαφέρουσα αντίθεση.
Εχοντας στο ενεργητικό του ταινίες μικρού μήκους και στο πλευρό του τους συνεργάτες (και φίλους) που απέκτησε μέσω αυτών, ο Σιμόν Ριτ, με τα «Σημάδια του Καλοκαιριού», κάνει και ο ίδιος αυτό το ριψοκίνδυνο βήμα της δημιουργίας μιας μεγάλου μήκους ταινίας.Οπως συμβαίνει κατά την μετάβαση από την εφηβεία στην ενηλικίωση, όπου συνήθως οι πράξεις διακατέχονται από μια εγγενή αφέλεια, έτσι και η ταινία διακατέχεται από μια «εφηβική» αμηχανία, τόσο στο σενάριο, όσο και στην υποκριτική, ώστε να μην αξιοποιεί στο έπακρο τις δυνατότητές της, αλλά δεν παύει να είναι ένα πολλά υποσχόμενο ξεκίνημα.