I always liked it slow
I've never liked it fast
With you, it's got to go
With me, it's got to last
(«Slow», Leonard Cohen)

Η Eλένα είναι δασκάλα μοντέρνου χορού. Το σώμα της (γεμάτο, δυνατό, γερό) είναι το εργαλείο της, με αυτό εκφράζεται, με αυτό συνδέεται με τον κόσμο και τον εαυτό της - παρόλο που η μητέρα της τής είχε καλλιεργήσει από μικρή ότι «δεν είναι έτσι οι μπαλαρίνες», φυτεύοντας βαθιά τον σπόρο της απόρριψης, της ανασφάλειας, της αμφισβήτησης. Ισως αυτό την κάνει να μη θέλει σχέσεις - η αγάπη, από την πρωτόλεια μορφή της, την έχει απογοητεύσει. Προτιμά τα απενοχοποιημένα one night stands, τη χωρίς δέσμευση ηδονή.

Ο Ντόβιντας είναι ένας γλυκός, εσωστρεφής διερμηνέας νοηματικής. Ο αδελφός του γεννήθηκε κωφός και η ανάγκη να επικοινωνήσουν τον δίδαξε μια άλλη, εναλλακτική γλώσσα. Εχει ανάγκη μία άλλη γλώσσα, μία εναλλακτική επικοινωνία. Γιατί, το ξέρει, δεν είναι «φυσιολογικός». Κι αυτό γιατί είναι ασέξουαλ - δεν επιθυμεί το σεξ, δεν συνδέεται έτσι με τον κόσμο ή τον εαυτό του, δεν το έχει ανάγκη. Το ομολογεί στην Ελένα με το που γνωρίζονται, όταν ανεπιτήδευτα, γλυκά, τρυφερά, οι δυο τους απολαμβάνουν την αβίαστη έλξη δύο ανθρώπων που δε θα παραμείνουν φίλοι.

Ενα αντισυμβατικό ζευγάρι που θα αντιμετωπίσει δυσκολίες και προκλήσεις. Εκείνη πρέπει να καταλάβει ότι δεν απορρίπτεται η ίδια, όταν ο Ντόβιντας δεν επιθυμεί το κορμί της, Εκείνος πρέπει να εμπιστευτεί ότι αγαπιέται, δεν εγκαταλείπεται για την «αφύσική» του φύση. Πάνω από όλα, και οι δύο, πρέπει να αποφασίσουν αν όσα θέλουν ή δεν θέλουν στη ζωή, έχουν ανάγκη ή όχι στην καθημερινότητά τους, είναι πολύ πιο ισχυρά από αυτό που ονομάζουμε «αγάπη».

Με τη δεύτερη ταινία της, η Λιθουανή Μαρίγια Καβταράτζε αποδεικνύει γιατί είναι μία από τις δυναμικότερες νέες δημιουργούς της Ευρώπης. Γράφοντας και σκηνοθετώντας αυτή την ανατρεπτική ερωτική ιστορία, πλησιάζει τόσο κυριολεκτικά, όσο και συμβολικά το θέμα της. Κυριολεκτικά, καθώς το θέμα της αφυλοφιλίας δεν έχει εξεταστεί αρκετά στις κινηματογραφικές ιστορίες αγάπης. Συνήθως, όταν διαβάζεις σε μία σύνοψη ότι δύο άνθρωποι ξεκινούν μία «αντισυμβατική» σχέση, η έμφαση θα είναι στο σεξ.

Συμβολικά, γιατί η επιθυμία, η οικειότητα, η πραγματική επικοινωνία, η σύνδεση που όλοι λαχταρούμε (όπως και η απόρριψη, η ανασφάλεια, η αγκυλωμένη σύγχρονη μοναξιά, όταν δεν βρίσκουμε τίποτα από όλα αυτά) δεν έχουν να κάνουν (μόνο) με το σεξ. Το ότι ένα ζευγάρι μιλάει «άλλη γλώσσα» (εκείνη χρειάζεται το άγγιγμα - στο χορό, στο θεραπευτικό μασάζ, στο κρεβάτι, ενώ εκείνος χρειάζεται να τον καταλάβουν, να «διαβάσουν» τα μάτια του, τα νεύματά του, «να πάψει να νιώθει ότι πρέπει να ζητάει συγγνώμη για αυτό που είναι») είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα όταν δυο άνθρωποι συναντιούνται. Οταν ο πρώτος εντυπωσιασμός περνά και δύο διαφορετικά «θέλω» ή «δε θέλω» καλούνται να ωσμωθούν σε κάτι ουσιαστικότερο. Το «μαζί».

Σεναριακά, η Καβταράτζε δεν κάνει τις προφανείς επιλογές, εμπιστεύεται τους υπέροχους, χαρισματικούς πρωταγωνιστές της που παραδίδουν ερμηνείες συναισθηματικής ειλικρίνειας, τους γράφει νατουραλιστικούς διαλόγους, αμηχανίες, παιχνιδίσματα. Τα σοβαρά τα αφήνει για το φακό της (πανάξιο Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Sundance). Κινηματογραφώντας σε 16άρι φιλμ, επιλέγει με αξιοζήλευτη αυτοπεποίθηση long takes, κουβαλά την κάμερα στο χέρι και πλησιάζει με μία εγγύτητα, τρυφερότητα, γλυκύτητα αλλά και τόλμη τους ήρωές της. Η φόρμα ταιριάζει στο θέμα: δεν τους «γδύνει», η πρόκληση δεν είναι εκεί. Περισσότερο κι από το να τους καταλάβουμε, μάς ζητά να τους νιώσουμε. Να αγγίξουμε μέσα μας τη δική μας κρυφή «μη φυσιολογικότητα».

Το καταφέρνει; Οχι ακριβώς. Παρόλες τις πολλές αρετές της, η ταινία δεν δένει σε ένα απογειωτικό αποτέλεσμα. Σαν να της λείπει ένα συστατικό, σαν να υπάρχει ένα αναπτυξιακό κενό, σαν να χρειαζόμαστε κάτι ακόμα για να την αφήσουμε να μας παρασύρει σε μία έντονη βιωματική εμπειρία. Ισως γιατί τα ευρήματα της Καβταράτζε (η επανάληψη των χορευτικών, ή των καραόκε διερμηνείας), η επιμονή για πρωτοτυπία, η αντίστασή της να παρέχει λίγη (συναισθηματική) πληροφορία ακόμα, σε κρατάει σε απόσταση. Ειρωνικά, εμπλέκεσαι στο διάλογο με την οθόνη περισσότερο εγκεφαλικά και αξιακά, παρά παρορμητικά και σωματικά.

Και στο τέλος πρέπει να επιλέξεις: σου φτάνει μία τέτοια σύνδεση, ή χρειάζεσαι περισσότερα; Ακόμα όμως κι αν βγεις από την αίθουσα έχοντας επιλέξει το δεύτερο, ποιος είπε ότι για λίγο δεν ερωτεύτηκες - μία ταινία μοντέρνα και ώριμη, γλυκόπικρη και ντελικάτη. Ενα φιλμικό, αισθαντικό, τρυφερό slow dance.