Οι ταινίες του Τζον Κραζίνσι «Ενα Ησυχο Μέρος» είναι από τις πιο ευρυματικές, τρομαχτικές και ταυτόχρονα ανθρωποκεντρικές ταινίες τρόμου που έχουμε πραγματικά απολαύσει στο σινεμά τα τελευταία χρόνια. Αν και οι πρώτες δυο ταινίες εξελίσσονταν ήδη μέσα σε ένα μετα-αποκαλυπτικό, δυστοπικό κόσμο, στον οποίο ο παραμικρός ήχος σκοτώνει καθώς εξωγήινα σαρκοβόρα τέρατα εμφανίζονται και σε κατασπαράζουν, πάντα είχαμε την απορία για το πώς ξεκίνησαν όλα.

Ο Κραζίνσκι μπορεί να μας έδωσε μια μικρή γεύση από την εισβολή αυτή μέσα από ένα συναρπαστικό μονοπλάνο πρελούδιο στη δεύτερή του ταινία, μεταφέροντάς μας 474 μέρες πίσω στη στιγμή ακριβώς που άρχισαν όλα, αλλά ποτέ δεν είχαμε μια πλήρη εικόνα από τα γεγονότα αυτά. Αυτό ακριβώς προσπαθεί να διορθώσει το prequel «Ενα Ησυχο Μέρος: Ημέρα Πρώτη», το οποίο αν και μας μεταφέρει ακριβώς στο επίκεντρο του πανικού της ημέρας εκείνης, καταφέρνει ελάχιστα να συμβάλλει στη μυθολογία των ταινιών αυτών. Αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό...

Η ιστορία ακολουθεί τη Σαμ, μία γυναίκα που μένει στην Νέα Υόρκη και γίνεται μάρτυρας της πρώτης επίθεσης των εξωγήινων πλασμάτων με τη super sonic ακοή ως θανάσιμο όπλο τους.

Αυτή τη φορά ο Κραζίνσκι αφήνει τη σκηνοθεσία (αναλαμβάνει χρέη παραγωγού και σεναριογράφου εδώ) στα ικανά χέρια του Μάικλ Σαρνόσκι, τον οποίο γνωρίσαμε μέσα από το indie διαμαντάκι «Pig» με τον Νίκολας Κέιτζ, κι ο οποίος δεν χρειάζεται να αναλωθεί ιδιαίτερα στο στήσιμο σύμπαντος της ταινίας του, πέρα από μια μικρά αλλά απαραίτητη εισαγωγή της κεντρικής του ηρωίδας. Μεταφέροντάς μας σε μια από τις πιο θορυβώδεις πόλεις του κόσμου, τη Νέα Υόρκη (σύμφωνα με την ταινία η πόλη παράγει ηχορύπανση 90db κάθε στιγμή), ο Σαρνόφσκι χτίζει μεθοδικά το σασπένς ακόμα και πριν τη στιγμή της επίθεσης με μαχητικά αεροπλάνα να πετούν πάνω από την πόλη, μερικές σειρήνες να ακούγονται στο background, μια κάποια αναστάτωση γενικότερα καθώς οι κάτοικοί της συνεχίζουν να ζουν την καθημερινότητά τους.

Και τότε γίνεται η επίθεση, ξαφνικά και γρήγορα και τα πάντα αλλάζουν. Ο Σαρνόφσκι ακολουθεί τον χαμό και το χάος των εκρήξεων και της σκόνης που καλύπτει τα πάντα με μια ιδιάιτερη μαεστρία. Δεν αποκαλύπτει τα τέρατα, μόνο ακούς τα ουρλιαχτά να χάνονται, τους πυροβολισμούς να σιωπούν, τους ανθώπους να εξαφανίζονται καθώς κάτι τους σέρνει μακριά. Κι όλα αυτά μέσα από τα έντρομα μάτια της Σαμ η οποία προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει γύρω της, μέσα από μια μικρή σε διάρκεια σεκάνς αλλά αρκετά πετυχημένη στο να θεμελιώσει τον τρόμο και την ατμόσφαιρα της ταινίας.

Μόνο όταν καταλαγιάσει η σκόνη θα δούμε κι εμείς, μαζί με τους ήρωες, το μεγαλείο της καταστροφής, αλλά και τα ίδια τα τέρατα, εδώ σε όλο τους το CGI μεγαλείο, να καταστρέφουν σε ορδές κτήρια, αυτοκίνητα και ό,τι άλλο βρεθεί μπροστά τους. Η αλήθεια είναι πως με κάθε προσθήκη στο franchise οι ταινίες αυτές γίνονται ολοένα και μεγαλύτερες τόσο στην εικόνα όσο και στο θέαμα, αφήνοντας πίσω τους τον ψιθυριστό τρόμο που ελλοχεύει στο σκοτάδι της πρώτης ταινίας.

Αν και η δεύτερη ταινία ήταν αρκετά πιο «θορυβώδης» με περισσότερη δράση, εδώ ο Σαρνόφσκι προσπαθεί να βρει την ισορροπία ανάμεσα στην ένταση και στη σιωπή. Υπάρχουν αρκετές στιγμές που η σιωπή αποδεικνύεται πραγματικά χρυσός με τον Σαρνόφσκι να χτίζει ένα αριστοτεχνικά μελετημένο σασπένς, με μερικά καλοκουρδισμένα jump scares τα οποία καταφέρνουν να σε πίασουν απροετοίμαστο, ακόμα και όταν τα περιμένεις. Μέσα σε αυτή τη σιωπή οι σωστές εκρήξεις δράσης μοιάζουν πολλές φορές σωτήριες για να δώσουν τη φώνη που χρειάζεται στην ταινία για να τις μεγιστοποιήσει, με ένα εξαιρετικό από κάθε απόψη sound design.

Ομως αυτό που λείπει από την ταινία είναι το στοιχείο της έκπληξης. Γνωρίζεις τα τέρατα, γνωρίζεις τους κανόνες ήδη και πέρα από μια διαφορετική οπτική ματιά της εισβολής εκείνης δεν προσφέρει κάτι παραπάνω στη μυθολογία που έχτισε η πρώτη ταινία λίγα χρόνια πριν. Δεν είναι κάτι κακό απαραίτητα αυτό. Εξάλλου, όπως και οι προηγούμενες ταινίες, έτσι κι αυτή, επικεντρώνεται περισσότερο στις ανθρώπινες ιστορίες, αυτή τη φορά με μια δόση αλληγορίας για την αποξένωση και την κακή ποιότητα ζωής στις μεγαλουπόλεις. Αλλά πάνω από όλα μια ταινία για την ανάγκη της σύνδεσης μεταξύ μας όταν μέσα σε μια αδηφάγα πόλη.

Εδώ έχουμε την Σαμ της Λουπίτα Νιόνγκ'ο, η οποία βρίσκεται στο τελικό στάδιο καρκίνου και δεν έχει πλέον καμία όρεξη για ζωή και από την άλλη τον Ερικ του Τζόζεφ Κουίν (τον οποίο αγαπήσαμε στην τελευταία σεζόν του «Stranger Things»), που ήρθε στη Νέα Υόρκη από το Κεντ για να σπουδάσει νομική, κάτι που τον έκανε να βιώνει καθημερινά κρίσεις πανικού. Μαζί τους και το υπέροχο γατόνι, ο Φρόντο να τους ακολουθεί - ποιος λέει ότι ο καλύτερος σύντροφος του ανθρώπου στο τέλος του κόσμου πρέπει να είναι μόνο ο σκύλος;

Ακόμα και αν γνωρίζεις το πώς θα εξελιχθεί η ιστορία τους, νιώθεις τη δίψα για ζωή της Σαμ την οποία ανακαλύπτει όταν τα πάντα σωπάσουν και δει την πόλη που τόσο μισούσε με ένα άλλο μάτι, αλλά και την προσπάθεια του Ερικ να ξεφύγει από ό,τι τον κάνει δυστυχισμένο. Οι ερμηνείες των Νιόνγκ'ο και Κουίν καταφέρνουν να αποτυπώσουν όλα αυτά μαζί με το θάρρος, την απόγνωση αλλά και το κουράγιο τους καθώς προσπαθούν να επιβιώσουν σε αυτή την ζούγκλα.

Το «Ενα Ησυχο Μέρος: Ημέρα Πρώτη» είναι ένα ευπρόσδεκτο κεφάλαιο στο franchise. Ενα καλοδουλεμένο, αν και όχι γεμάτο με εκπλήξεις, θρίλερ που συνεχίζει να σκάει σαν ένας δυνατός κεραυνός εν αιθρία στο είδος του ταινιών τρόμου, για να μας κάνει να ουρλιάξουμε για άλλη μια άλλη φορά μέσα στις σκοτεινές αίθουσες.