Ο Πολ, ένας φιλόδοξος συγγραφέας που έχει εκδώσει μόνο ένα βιβλίο με τα διηγήματά του, μετακομίζει σ’ ένα διαμέρισμα στο Village της 60ς Νέας Υόρκης - «δωρεά» της εύπορης παντρεμένης ερωμένης του. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να συντηρηθεί, όσο παλεύει με το writer’s block που τον αποτρέπει από το να ολοκληρώσει το δεύτερο βιβλίο του; Πλούσια ύλη για μια νέα ιστορία μοιάζει να του δίνει το κορίτσι του κάτω ορόφου. Η Χόλι Γκολάιτλι είναι μία γυναίκα που δεν μοιάζει με καμία άλλη. Ομορφη, ντελικάτα κομψή και με ακριβό ντύσιμο, αλλά σ’ ένα φτηνό, ακατάστατο, γυμνό από έπιπλα διαμέρισμα. Γοητευτική, σπιρτόζα, δυναμική, όμως με προφανή τυχοδιωκτική, παιδική αφέλεια. Απροκάλυπτα ανεξάρτητη, αέρινα άπιαστη και ταυτόχρονα, απενοχοποιημένα συντηρούμενη από τα 50δόλαρα που της αφήνουν οι συνοδοί της για να δώσει «φιλοδώρημα» στις τουαλέτες των εστιατορίων, και το εβδομαδιαίο 100δόλαρο του μεγαλομαφιόζου «θείου» που επισκέπτεται στις φυλακές.

Τους χωρίζει μία σκάλα, αλλά τους ενώνουν πολλά - ειδικά το timing που συναντιούνται: όσο επιχειρούν να βρουν τη θέση τους στην μητροπολιτική Νέα Υόρκη, χρησιμοποιώντας ό,τι εργαλείο έχουν, για να κόψουν δρόμο στο αμερικανικό όνειρο. Ενας άντρας και μία γυναίκα στο μεταίχμιο της ουσιαστικής ενηλικίωσης, σε μία πόλη που στέκεται ως σύμβολο επιτυχίας. Πόσο ακόμα θα φορούν τις μάσκες τους; Ή θα έχουν την ευκαιρία να τις βγάλουν, να κοιταχτούν πραγματικά, να φιληθούν;

Αυτό το εν δυνάμει ρομάντζο είναι το στοιχείο που συγκρατεί και χειρίζεται ως άξονα της ιστορίας ο σεναριογράφος Τζορτζ Αξελορντ, μεταφέροντας το πικρό, σκοτεινό, χωρίς καμία ελπίδα για χάπι εντ ομότιτλο διήγημα του Τρούμαν Καπότε στην μεγάλη οθόνη. Ο Καπότε έγραψε μια νουβέλα χρησιμοποιώντας τη Χόλι Γκολάιτλι ως παράδειγμα τόσων και τόσων κοριτσιών που κατέφευγαν στην μαγική Νέα Υόρκη των 50ς, από την αδιέξοδη ζωή στις μεσοπολιτείες τους, και για να ζήσουν τη λάμψη που ονειρεύτηκαν γινόντουσαν call girls, καίγονταν και εξαφανίζονταν σαν νυχτοπεταλούδες. Ο Αξελορντ, κάτω από το αλάνθαστο βλέμμα για glam-comedy του Μπλέικ Εντουαρντς, θέλησε κάτι διαφορετικό: να σώσει ένα από αυτά τα κορίτσια, δίνοντάς της μία ευκαιρία στο παραμύθι της ρομαντικής κομεντί.

Κι έτσι αγαπήσαμε το «Πρόγευμα στο Τίφανις», έτσι συνεχίζουμε να το αγαπάμε 63 χρόνια μετά την πρώτη πρεμιέρα του: σαν μία στυλάτη, λαμπερή, αθάνατη ιστορία αγάπης. Με μία iconic πρωταγωνίστρια με τα ελαφίσια μάτια και την μινιόν φιγούρα της Οντρεϊ Χέπμπορν, εμβληματικά φορέματα με υπογραφή Givenchy, σκηνές off beat μπουρλέσκου (που άνοιγαν το δρόμο για το «Πάρτυ» που θα έστηνε ο σκηνοθέτης λίγα χρόνια μετά), στιγμές ακαταμάχητου ρομαντισμού υπό τους φεγγαροπαρμένους ήχους του μάστορα Χένρι Μανσίνι.

Η φιγούρα της Χέπμπορν με μαύρη τουαλέτα, ψηλό κότσο, μακριά πίπα στο χέρι έχει επί 60+ χρόνια στοιχειώσει τη συλλογική συνείδηση ως η κινηματογραφική Jackie O. Ένα σύμβολο της ποπ κουλτούρας που έχει απομονωθεί και στέκεται μόνο του ως έμβλημα φινέτσας, γκλαμ, ονείρου.

Ομως η κινηματογραφική εμπειρία αλλάζει, όσο μεγαλώνει η εμπειρία ζωής του θεατή. Ξαφνικά οι λεπτές γκρίζες γραμμές ανάμεσα στις ατάκες και τα innuendos, την λαμπερή επιφάνεια και τη σκοτεινή σκιά της γίνονται πολύ πιο ορατές. Δεν γελάς πια με την (οριακά προσβλητική) καρικατούρα του Μίκι Ρούνεϊ ως Ιάπωνα γείτονα. Τα πάρτυ της σοσιαλιτέ Χόλι φαντάζουν πλέον ξεκάθαρα ως παρακμιακά όργια μίας κοινωνίας σε μόνιμο χανγκόβερ. Το σκοτεινιασμένο βλέμμα της ηρωίδας δραπετεύει όλο και περισσότερο από την αφέλεια που φορά ως πανοπλία επιβίωσης.

«Σ’ αυτό εδώ το τετράδιο έχεις όλο το υλικό που χρειάζεσαι για το επόμενο βιβλίο σου» λέει ο φυλακισμένος «θείος» στον Πολ, κρατώντας το βιβλίο «εσόδων/εξόδων» της Χόλι. «Κωμωδία; Όχι, μάλλον τραγωδία: 50 δολάρια tip για την τουαλέτα. 18 δολάρια για να επιδιορθώσει το σκισμένο της φόρεμα…»

Μπορεί ο Αξελορντ να μάς έχει πετάξει αρκετό γκλίτερ στα μάτια, αλλά η ατάκα, για το τι ακριβώς συνέβαινε στις τουαλέτες για το κορίτσι με το μαύρο φόρεμα, είναι εκεί για όποιον θέλει να την ακούσει. Όπως εκεί είναι και άλλα νούμερα: 14άρων. Τόσο ήταν όταν παντρεύτηκε η Λούλα-Μέι τον μεσήλικα χήρο γιατρό με τα τέσσερα παιδιά. Πριν το σκάσει από το Great Depression παρελθόν της, αλλάξει όνομα, και διεκδικήσει μία καλύτερη ζωή για την ίδια και τον στρατιώτη, αυτιστικό, αγαπημένο της αδελφό. «Κοιμόμασταν 4-4 σε ένα κρεβάτι όταν ήμασταν παιδιά. Κι εκείνος ήταν ο μόνος που με άφηνε να τον αγκαλιάζω για να μην κρυώνω…»

Ο Καπότε ήθελε την Μέριλιν Μονρό για πρωταγωνίστρια της ταινίας. Και είχε δίκιο: εκείνη κουβαλούσε κάτω από την χρυσορόζ ζουμερή επιδερμίδα ομορφιάς, το σκοτεινό βλέμμα του χίλμπιλι κοριτσιού.

Και είχε άδικο: η Οντρεϊ Χέπμπορν έσωσε την ταινία. Πρωταγωνίστρια άλλων ταχυτήτων, ταλέντου και στόφας, μία ηθοποιός που μπορούσε να κουβαλήσει αβίαστα τις αντιθέσεις του ρόλου - έδωσε κλασάτο περιτύλιγμα στην ανηθικότητα, ανθρωπιά στον κυνισμό, συνέτριβε την φινέτσα της με αλάνθαστο κωμικό τάιμινγκ, πάγωνε το γέλιο της με βουρκωμένα βλέμματα. Τόσο δυνατή όσο να προσωποποιήσει την ανάγκη και το δικαίωμα της 60ς γυναίκας για αυτονομία χωρίς κανέναν ετεροπροσδιορισμό (η Χόλι ακόμα κι αν κυνηγούσε τον πλούσιο άντρα ως εισιτήριο στην καλή ζωή, ποτέ δεν επέτρεπε στον εαυτό της να ερωτευτεί και να πέσει στην παγίδα της υποδούλωσης). Τόσο εύθραυστη, σαν βρεγμένο σπουργιτάκι στη βροχή.

Ενα βρεγμένο σπουργιτάκι που κρατά τουρτουρίζοντας ένα βρεγμένο γατί στο πιο διάσημο happy-ending στην ιστορία του σινεμά. Eνα τέλος που προδίδει την νιχιλιστική μελαγχολία του Καπότε, αλλά δικαιώνει τον τίτλο της ιστορίας - και του βιβλίου και της ταινίας.

Γιατί η ηρωίδα (αντιθέτως από την «Diamonds are a girl's best friend» αντίστοιχη της Μονρό) ποτέ δεν λέει ότι λαχταρά διαμάντια από το Tifanny’s, παρόλο που το κατάστημα κοσμημάτων του Μανχάταν, έχει χτίσει τον μύθο του γύρω από αυτό. Η Χόλι θεωρεί τον εαυτό της πολύ νέο κι ότι τα διαμάντια πάνω της θα ήταν «μία φτηνή κίνηση». Νιώθει απλώς ότι σε ένα τόσο πλούσιο μέρος, «τίποτα κακό δεν μπορεί να σου συμβεί». Η Λούλα-Μέι διψά για ασφάλεια, να μην πεινάσει, να μην παγώσει, να μην ξυπνήσει κανένας εφιάλτης του παρελθόντος.

Και ο Εντουαρντ θα της τη δώσει, παρόλο που θα τη δοκιμάσει, τεντώνοντας τα όρια της αναμέτρησης αρσενικού-θηλυκού σε μια σεκάνς σύγκρουσης, ρίσκου, απογύμνωσης. Τσιτώνοντας την ένταση της ενορχήστρωσης του «Moonriver». Ανοίγοντας τις κάνουλες της στουντιακής βροχής και των ματιών μας.

Η ασφάλεια δε θα βρεθεί στην 5η Λεωφόρο, γοητευτική και πλάνα όπως η πρώτη σκηνή της ταινίας. Ούτε στα Tifanny’s. Αλλά σε μια πίσω αυλή φωταγωγού. Ανάμεσα στα σκουπίδια. Σε μια απελπισμένη αγκαλιά, ανεκτίμητων καρατίων.