Το να μεταφέρει κάποιος, ξανά το πολυαγαπημένο μυθιστόρημα του Τζ. Μ. Μπάρι «Πίτερ Παν» στη μεγάλη οθόνη και να προσφέρει την δική του ιδιαίτερη ματιά στην ιστορία και στους χαρακτήρες της για έναν νέο κοινό, χωρίς να αλλοιώσει τον κεντρικό πυρήνα της, είναι σίγουρα από μόνο του μια αρκετά δύσκολη υπόθεση. Και πόσο μάλλον όταν σε αυτή μπλέκεται και μια ταινία κινουμένων σχεδίων του 1953 της Disney, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει σκοπό να μεταφέρει κάθε κλασική της ταινία σε ένα (συνήθως) αχρείαστο live action.
Για τον σκηνοθέτη Ντέιβιντ Λόουερι η λύση του προβλήματος αυτού φαίνεται πως κρύβεται στον αυθεντικό τίτλο του βιβλίου του Μπάρι, «Πίτερ Παν & Γουέντι». Ετσι, αντί να επικεντρωθεί, για άλλη μια φορά, στο αγόρι που αρνείται να μεγαλώσει, αποφασίζει να δώσει τον κύριο ρόλο στην κοπέλα εκείνη η οποία έρχεται αντιμέτωπη με την επικείμενη ενηλικίωσή της, τους φόβους της και της ελπίδες για το μέλλον, αλλά χωρίς να στερήσει όμως τίποτα από την ιστορία του ίδιου του Πίτερ Παν και των Χαμένων του Αγοριών του.
Πέρα από τις όποιες «χαρούμενες» προθέσεις, σαν να λείπει κάποιο ακόμα συστατικό που θα έκανε την ταινία του να πετάξει…
Η Γουέντι Ντάρλινγκ είναι μια νεαρή κοπέλα που θέλει να αποφύγει το οικοτροφείο, αφού γνωρίζει τον Πίτερ Παν, ένα αγόρι που αρνείται να μεγαλώσει. Μαζί με τα αδέρφια της και μια μικροσκοπική νεράιδα, την Τίνκερ Μπελ, ταξιδεύει με τον Πίτερ στον μαγικό κόσμο της Χώρας του Ποτέ. Εκεί, συναντά έναν κακό πειρατή, τον Κάπτεν Χουκ, και ξεκινάει μια συναρπαστική και επικίνδυνη περιπέτεια που θα αλλάξει τη ζωή της μια για πάντα.
Από την πρώτη κιόλας στιγμή ο Λόουερι, ο οποίος επιστρέφει στην Disney 7 χρόνια μετά την ταινία «Ο Πιτ και ο Δράκος Του», φαίνεται πως θέλει να προσεγγίσει την ιστορία με μια αστείρευτη ενέργεια, μένοντας πιστός στην παιδική αθωότητα και την φαντασία που την περιβάλλει. Ενα υπέροχο εισαγωγικό, γεμάτο δράση, μονοπλάνο, το οποίο μας εισάγει στο σπίτι της οικογένειας Ντάρλινγκ δείχνει πως, ακόμα και μέσα από κάποιες μικρές σαν κι αυτές στιγμές παιδικής σκανταλιάς, ο Λόουερι μπορεί να δημιουργήσει έναν ιδιαίτερο μαγικό ρεαλισμό, ο οποίος ενδυναμώνεται αρκετά και με την υπέροχη φωτογραφία του Μπόγια Μπαζέλι.
Αυτό όμως που την κρατά πίσω είναι ότι ο Λόουερι δεν αφήνει αυτήν την μαγεία, αυτή την αφέλεια της παιδικής ηλικίας, να συνεπάρει την ταινία του. Σαν ένας κάποιος υπερπροστατευτικός γονέας να θέλει, ακόμα και όταν μας μεταφέρει στην ονειρική Χώρα του Ποτέ, να κρατήσει τα πόδια μας όσο πιο κοντά γίνεται στη γη, από φόβο πως αν η πτώση από ένα μεγάλο ύψος θα είναι μοιραία. Ετσι γοητεύεται περισσότερο από τα πιο σκοτεινά, πιο μελαγχολικά, στοιχεία της ιστορίας του Μπάρι (τα παιδιά που θέλουν να μη μεγαλώσουν και να μείνουν όλα όπως είναι, αλλά και τους ενήλικους που έχουν αποκόψει κάθε σχέση με το παιδί που κρύβουν μέσα τους), χάνοντας έτσι κάπως την ισορροπία, ανάμεσα στο παραμύθι και το μύθο.
Τουλάχιστον ο Κάπτεν Χουκ του Τζουντ Λο, ο οποίος μπορεί να μην δείχνει τόσο απειλητικός όσο κάποιος να περίμενε, είναι πραγματικά υπέροχος, με τον ίδιο να δείχνει να διασκεδάζει την κάθε του στιγμή, ακόμα και στις πιο δραματικές σκηνές του, αποκαλύπτοντας μια κρυφή εσωτερικευμένη θλίψη, ιδιαίτερα σε εκείνες που αποκαλύπτεται η σχέση του με τον Πίτερ Παν. Ο Αλεξάντερ Μολόνι ως Πίτερ προσεγγίζει τον ήρωά του με έναν αυθορμητισμό αλλά χωρίς εκείνον το δυναμισμό που χρειάζεται για να αποτελέσει το γιανγκ στο γιν του Χουκ, όμως η Εβερ Γκάμπο Αντερσον ως Γουέντι, η οποία είναι και η ψυχή της ταινίας, αιχμαλωτίζει, με την γλυκύτητα αλλά και την μελαγχολία που κρύβεται πίσω από τις εκφράσεις της, όλα τα αισθήματα μιας ολόκληρης εφηβείας.
Με το «Peter Pan & Wendy» ο Λόουερι σίγουρα αφήνει το δικό του στίγμα σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες θα λέγαμε live action μεταφορές της Disney. Αλλά μαζί με αυτό προσπαθεί ταυτόχρονα να «μεγαλώσει», ίσως κάπως απότομα, μια ιστορία και τους χαρακτήρες της που μάλλον θα ήθελαν να χαρούν λίγο περισσότερο την μαγεία και την ανεμελιά της παιδικής ηλικίας.