«Pamfir» σημαίνει πέτρα κι αν αυτό είναι το ψευδώνυμο του Λεονίντ, γιατί είναι ένας άντρας σκληρός κι αλύγιστος, σημαίνει και το αόρατο πέτρινο τείχος που εγκλωβίζει την ανθρώπινη φύση σε μια σισύφεια προσπάθεια απόδρασης από τη διαφθορά, το έγκλημα, την αμαρτία, στο εντυπωσιακό ντεμπούτο του Ουκρανού σκηνοθέτη, που ολοκληρώθηκε λίγο μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία (ο Σουκολίτκι-Σόμπτσουκ φυγάδευσε το υλικό του και τον ίδιο στη Δύση) κι έκανε πρεμιέρα στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών στις Κάννες.

Ο Λεονίντ έχει δώσει όρκο στη γυναίκα και το παιδί του ότι θα ξεφύγει από το λαθρεμπόριο, τη βασική «απασχόληση» των κατοίκων του χωριού του που βρίσκεται κρυμμένο στο οργιώδες δάσος, δίπλα στα σύνορα της Ουκρανίας με τη Ρουμανία. Εχοντας φύγει για μήνες ως μετανάστης στην Πολωνία, επιστρέφει για να δει την οικογένειά του και την τοπική ατραξιόν, ένα πανηγύρι με βαθιές ρίζες στο φολκλόρ, το καρναβάλι Μαλάνκα που θέλει τούς μύστες ντυμένους με άχυρα και κρυμμένους πίσω από χειροποίητες μάσκες με τη μορφή άγριων ζώων. Οταν, όμως, ο γιος του, από αγάπη, κάψει την εκκλησία και μαζί τα χαρτιά που θα επέτρεπαν στον Λεονίντ να ξαναφύγει, εκείνος αναγκάζεται να συνεργαστεί «για μια τελευταία δουλειά» με την τοπική μαφία για να ξεπληρώσει το χρέος, με σπαρακτικά αποτελέσματα.

Μ’ ένα γίγαντα, σωματικά και υποκριτικά, για πρωταγωνιστή, ο Ουκρανός σκηνοθέτης αντλεί τις εικόνες του από την αγροτική ζωή της χώρας του, από τους λαϊκούς μύθους, αρχέγονους και σύγχρονους κι από την παράδοση του γκανγκστερικού φιλμ, για να συνδέσει, σαν κολάζ χρόνου και τόπου, τον ακραία βίαιο ρεαλισμό με μια μεταφυσική αίσθηση που προκαλεί δέος, για να μιλήσει για μια βαθιά εθνική ανάγκη για εξιλέωση, αλλά κι ένα συγκινητικό αγώνα επιβίωσης.

Ως πρώτη ταινία ενός εμπνευσμένου, νέου δημιουργού, το «Pamfir» παραφορτώνεται κατά στιγμές από μια σκηνοθετική επιδειξιομανία, παρότι τα διαδοχικά μονοπλάνα του εντείνουν την αίσθηση του υποβόσκοντος φόβου και χρωματίζουν το γκριζοπράσινο τοπίο με κατάμαυρο, αυτοσαρκαστικό χιούμορ, με κατακόκκινο αίμα, με μια πανδαισία παραμυθένιων χρωμάτων στο απρόσμενο, μαγικού ρεαλισμού, φαντασιακό/υπαρξιακό κομμάτι του.

Ετσι, χωρίς να προδίδει το genre που έχει ασπαστεί, η ταινία αποκτά μια πηγαία, σχεδόν πρωτόγονη δύναμη, μπολιασμένη με χριστιανικές, αρχαιοελληνικές και λαογραφικές αναφορές, για να χτίσει το πορτρέτο της σύγκρουσης της διαφθοράς και της πίστης, σε μια φιλόδοξη αλληγορία που, παρά τα κινηματογραφικά «στολίδια» της, χτυπά κατ' ευθείαν στο μυαλό και την καρδιά.