Στις αρχές του 20ού αιώνα, ένας οίκος ανοχής ζει τις τελευταίες μέρες της ιστορίας του. Στον μικρόκοσμό του, κάποιοι άνδρες ερωτεύονται κι άλλοι γίνονται επικίνδυνα βίαιοι, οι γυναίκες μοιράζονται μυστικά, φόβους, χαρές, πάθη, πόνους ...
Οσα συμβαίνουν στην ταινία του Μπερτράν Μπονελό, από τις πιο καθημερινές στιγμές μιας ομάδας γυναικών που δουλεύουν στον οίκο ανοχής L' Apollonide, όπως το πλύσιμο ή το πρωινό τους, ως τα πιο μεγάλα δράματα -το χαράκωμα ενός κοριτσιού, ο θάνατος ενός άλλου από σύφιλη-, μοιάζουν σαν να συμβαίνουν στην σκηνή ενός θεάτρου, στο λιμπρέτο μιας όπερας, στην περιοχή ενός ρομαντικού ονείρου. Την ίδια στιγμή, είναι ιστορικά ακριβή, βασισμένα σε μια μελέτη για την ζωή στα μπορντέλα του Παρισιού, μια ποιητική αναπαράσταση μιας πραγματικότητας που σπάνια απεικονίζεται με ειλικρίνεια και αυθεντικότητα στην οθόνη.
Τοποθετημένο σε μια εποχή που ο ρομαντισμός του δέκατου ένατου αιώνα δίνει την θέση του στον σύγχρονο κόσμο, το φιλμ είναι ακριβώς όπως το περιγράφει ο υπότιτλος του, ένα σουβενίρ από μια εποχή που μοιάζει χαμένη για πάντα. Κι αν κατά στιγμές φλερτάρει επικίνδυνα με την νοσταλγική ωραιοποίηση της, κατορθώνει να αποφεύγει τον γραφικό φετιχισμό του γυναικείου σώματος, του αγοραίου έρωτα, του ίδιου του παρελθόντος.
Ισως γιατί, για πρώτη φορά, ακόμη κι αν το βλέμμα ανήκει σε άντρα σκηνοθέτη, οι γυναίκες είναι το θέμα κι όχι το θέαμα, έστω κι αν παρελαύνουν ημίγυμνες, ή υπερβολικά στολισμένες, αντικείμενα του πόθου των πελατών, αλλά όλες τους ξεχωριστές, αληθινοί άνθρωποι κι όχι προχειροφτιαγμένα σκαριφήματα χαρακτήρων.
Ναι το «L' Apollonide», δεν είναι δίχως ελαττώματα: η υπερβολικά μεγάλη διάρκεια, η πιεστική θέλησή του να κάνει κάτι παραπάνω από ένα αφηγηματικό φιλμ (μια παραβολή για την ασυγκράτητη πορεία της Ιστορίας), οι meta αναφορές του, από την αναχρονιστική μουσική, ως την παρουσία σκηνοθετών στους ρόλους των πελατών, είναι στοιχεία που δεν λειτουργούν πάντα όσο καλά όσο θα έπρεπε. Κι αν σε όλη την διάρκειά του η εικονογραφία του φιλμ μοιάζει βγαλμένη από κλασισκους πίνακες, η σκηνογραφία με μια θεατρική απόδοση της πραγματικότητας, λίγο πριν το τέλος όλα μεγεθύνονται στα όρια του γκροτέσκο, ενώ oi τελικές σκηνές στην σύγχρονη εποχή, μοιάζουν επεξηγηματικές κι εν τέλει αχρείαστες αν θεωρήσει κανείς ότι το φιλμ έχει πετύχει τους στόχους που είχε βάλει.
Ακόμη κι έτσι δεν μπορείς παρά να του αναγνωρίσεις ότι παραμένει γοητευτικό, και σχεδόν αμείωτα ενδιαφέρον, μια υπνωτική καταβύθιση σε μια πλευρά μιας εποχής που παραμένει ακόμη και σήμερα σκιώδης, μια συναρπαστική αφήγηση ενός κρυφού κομματιού της γυναικείας Ιστορίας, που μοιάζει ακόμη πιο ενδιαφέρουσα ακριβώς γιατί ένας άντρας την εξιστορεί.