«Ο Εγωιστής Γίγαντας» είναι μια σύγχρονη ιστορία με ήρωες τον 13 χρονών Άρμπορ και τον καλύτερο του φίλο Σουίφτι. Όταν τους αποβάλλουν από το σχολείο και ζώντας σαν ξένοι στην ίδια τους την γειτονιά, τα δύο αγόρια γνωρίζουν το Κίτεν, έναν ρακοσυλλέκτη της περιοχής. Στην προσπάθεια τους να βγάλουν κάποια χρήματα, αλλά και να βρουν έναν σκοπό στη ζωή τους, ξεκινούν να δουλεύουν για εκείνον συλλέγοντας μεταλλικά απορρίμματα και καλώδια, χρησιμοποιώντας ένα άλογο και ένα κάρο. Ο Σουίφτι έχει φυσικό ταλέντο με τα άλογα, ενώ ο Arbor προσπαθεί να μιμηθεί τον Κίτεν - με σκοπό να τον εντυπωσιάσει και να κερδίσει περισσότερα χρήματα. Ωστόσο, o Κίτεν φαίνεται να δείχνει μεγαλύτερη αδυναμία στον Σουίφτι, αφήνοντας τον Άρμπορ στο περιθώριο. Η φιλία των δύο αγοριών δοκιμάζεται, καθώς ο Άρμπορ γίνεται ολοένα και πιο άπληστος. Η ένταση κορυφώνεται οδηγώντας σε ένα τραγικό γεγονός, το οποίο θα τους μεταμορφώσει.
Η πρώτη ταινία της Κλίο Μπάρναρντ «The Arbor» ήταν ένα εξίσου εντυπωσιακό, με μια δόση πειραματισμού docudrama, που έδειχνε την ικανότητα της βρετανίδα σκηνοθέτη να καταγράφει όχι μόνο την επιφάνεια ενός κοινωνικού millieu, μα και την ίδια την φύση των ανθρώπων που το αποτελούν.
Μόνο που εδώ, δείχνει να προχωρά με άλματα, κάνοντας ένα φιλμ που βρίσκεται στην περιοχή του σινεμά του Κεν Λόουτς γεμάτο ανθρωπιά, τρυφερότητα και μια ξεχωριστή ματιά που μας επιτρέπει να μιλάμε για ένα από τα πιο εντυπωσιακά ντεμπούτα από την εποχή του «Ratcatcher» της Λιν Ράμσει, του «Red Road» της Αντρεα Αρνολντ, ή του «Hunger» του Στιβ ΜακΚουίν.
Ο τίτλος και η παραβολή της ιστορίας του, είναι δανεισμένη από το παραμύθι του Οσκαρ Ουάιλντ, «Ο Εγωϊστής Γίγαντας», στο οποίο ένας γίγαντας κλεισμένος στον όμορφο κήπο του ζει έναν συνεχή χειμώνα μέχρι την στιγμή που θα αφήσει τα παιδιά να μπουν να παίξουν και να φέρουν μαζί τους την άνοιξη.
Το στόρι στην ταινία δεν έχει τόσο αισιόδοξη χροιά. Οι μικροί ήρωές του, ο Αρμπορ και ο Σουίφτι, είναι δυο παιδιά με προβληματικές οικογένειες, δυσκολίες στο σχολείο μα μια δυνατή φιλία μεταξύ τους. Οταν θα βρεθούν να μαζεύουν scrap για τον Κίτεν, έναν ιδιοκτήτη μάντρας ανακύκλωσης, θα βρουν από τη μια έναν σκοπό και μια ελπίδα στη ζωή τους, μα την ίδια στιγμή η φιλία τους θα δοκιμαστεί.
Τα δυο αγόρια που πρωταγωνιστούν, δεν είναι τίποτα λιγότερο από συγκλονιστικά, δίνοντας στην πρώτη τους εμφάνιση στην οθόνη ερμηνείες που σε στοιχειώνουν με την ένταση τους. Και η Μπάρναρντ χτίζει μια ιστορία που πηγαίνει πολύ πιο μακριά από τα κλισέ ενός kitchen sink δράματος, παραδίδοντας ένα διαπεραστικό πορτρέτο όχι μόνο του περιβάλλοντός τους, των συνθηκών τους, της κατάστασης ενός μεγάλου κομματιού της σύγχρονης Βρετανίας, μα κυρίως του πολύ πιο συναρπαστικού ψυχισμού τους.
Σκηνοθετημένο με σιγουριά και μια ματιά που κατορθώνει να προσδώσει μια άχρονη σχεδόν «μυθολογική» διάσταση στην ιστορία, φωτογραφημένο με τρόπο που χτίζει ολόκληρους κόσμους από μια μάντρα ανακύκλωσης, ή ένα λιβάδι τη νύχτα, ένα δάσος από ηλεκτρικούς πυλώνες, το «The Selfish Giant» δεν προσπαθεί να κοιτάξει τουριστικά την μιζέρια της ζωής των ηρώων του, μα υπάρχουν στιγμές που ανακαλύπτει την ομορφιά στα πιο απροσδόκητα μέρη.
Και το μεγαλείο, κινηματογραφικό ή συναισθηματικό στην υπέροχη ιστορία του και την άψογη εκτέλεσή της και κυρίως σε μια τελική σεκάνς που κυριολεκτικά θα μπορούσε να λυγίσει ακόμη και καρδιές φτιαγμένες από (σκουριασμένο) σίδερο με την απλότητά της, το τραγικό βάθος της και την συμπονετική γαλήνη της.
Διαβάστε ακόμη: